Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

ΤΑ ΣΩΛΗΝΑΡΙΑ - Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΑΣ

  


ΤΑ ΣΩΛΗΝΑΡΙΑ

 

Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΑΣ

 

Του Γιάννη Αγγελόπουλου

 

ΤΑ ΣΩΛΗΝΑΡΙΑ ή ΣΟΥΛΗΝΑΡΙΑ, καθώς επικράτησε κατά την καθομιλουμένη να λέγονται, είναι μια βρύση της Ανδρίτσαινας τρία περίπου  χιλιόμετρα  ανατολικά  έξω από την πόλη στο δημόσιο δρόμο προς την  Μεγαλόπολη. Είναι  κτισμένη το  19ο  αιώνα καλλιτεχνικά από πελεκητούς σχιστόλιθους με  μια γεωμετρικά  καλοφτιαγμένη μεγάλη κούμπλα, ώστε να ανταποκρίνεται στα άφθονα νερά,  που  είχε  την  παλιά εκείνη  εποχή, κρυστάλλινα και δροσερά κάτω από πανύψηλα σκιερά πλατάνια.

Αλήθεια  τα  Σουληνάρια ποιος από τους παλιούς, που τα γνώρισε αναπολώντας τα έχει ξεχάσει, ή αναρριπίζοντας παλιές  μνήμες  έπαψε  νοσταλγικά  να  τα  θυμάται;

Αλλά  και  ποιος  από  τους  νεώτερους χειμώνες - καλοκαίρια δεν τα συχνοπερπάτησε κάνοντας τον περίπατό του ως τα εκεί μαγευόμενος από τη θέα κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια, τη βρύση και την έκφραση της φύσης, που δημιούργησε στο σύνολό της μια άγρια μεγαλοπρέπεια και μια πολυποίκιλη φαντασμαγορία; Είναι πραγματικά μια ιδεώδης εικόνα μαγείας, που τη συνθέτουν το όλον εκεί περιβάλλον, τα συχνόπυκνα πλατάνια, η βαθιά ρεματιά με τα παφλάζοντα νερά της, ο φλοίσβος της ροής, το καλλιτεχνικό γεφύρι του δρόμου και o απότομος τρομακτικός βράχος του βουνού Μαυρία, που είναι ντυμένος πέρα για πέρα από  γλαντζινιές,  σχοίνους, δένδρα και πουρνάρια. Αυτά θυμούνται  και  νοσταλγούν ντόπιοι αλλά και ξένοι, όσοι κατά καιρούς διάβηκαν από εκεί, ή υπηρέτησαν σαν υπάλληλοι στην Ανδρίτσαινα.

Ο περιπατητικός  αυτός δρόμος ξεκινάει από το τελευταίο προς ανατολάς σπίτι της πόλης και συγκεκριμένα από μια άλλη επίσης παλιότερη  καλλιτεχνικά βρύση  «ΤΟ ΡΟΣΒΑΝΙ», που χτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και είναι ακόμη παλιότερη από την τρανή βρύση (1724), από όπου υδρευόταν το ανατολικό τμήμα της πόλης. Και είναι κρίμα, που από τους προεστούς της Ανδρίτσαινας, αφέθηκε,  παραμελήθηκε  να ερημώσει. Και μόνο καλά που τελευταία, χάρη στο ενδιαφέρον του αναμορφωτικού συλλόγου  των  Ανδριτσάνων γυναικών, ανακαινίσθη κάπως και ήλθε στην επιφάνεια και το φως, ώστε η ιστορία της επιτέλους να μην σβήσει παντελώς από την μνήμη των κατοίκων της Ανδρίτσαινας.

Όλος ο  δρόμος από την πόλη  μέχρι τα  Σουληνάρια περιστοιχίζεται εκατέρωθεν δεξιά και αριστερά από δενδροστοιχίες ήμερων και άγριων δένδρων. Προπαντός η δεξιά  πλευρά  καθ'  όλη  τη διαδρομή του  δρόμου  μέχρι τα  Σουληνάρια είναι σωστή λόχμη. Πυκνώνεται από ποικίλα δένδρα, πεύκα, λεύκες και πλατάνια,  ευκάλυπτα, πουρνάρια, πτελεές και φιλλύρες και  από  αρωματικά  φυτά, μπερλίνες,  αγιοκλήματα  και γιασεμιά. Έτσι οι περιπατητές εκτός της θέας που απολαμβάνουν ευωδιάζονται από το άρωμά τους, ενώ παράλληλα αγάλλονται από τα κελαδήματα  των  άφθονων  αηδονιών της περιοχής και τα τιτιβίσματα των πουλιών δημιουργώντας έτσι μια αρυθμοέρρυθμη μουσική ατμόσφαιρα. Η ποικίλη αυτή εικόνα της φύσης με τις  εναλλαγές των  πλαγιών και των χαραδρών, των στροφών  και  λαγκαδιών  κάνουν αξέχαστη και απολαυστική τη θέα στον περιπατητή θεατή. Τέλος η όλη περιοχή είναι το κάτι άλλο. Με ένα λόγο είναι μια φαντασμαγορία συνυφασμένη με μια άγρια μεγαλοπρέπεια «χάρμα ιδέσθαι.

Αυτός λοιπόν είναι ο περιπατητικός και  απολαυστικός δρόμος των Σουληναρίων. Τον διαβαίνουν  χειμώνα  - καλοκαίρι Ανδριτσάνοι και ξένοι  ανεξάρτητα  φύλου  και ηλικίας  τα  απογεύματα  και βράδυα,  ενώ  οι νυχτερινοί γλεντζέδες και πέρα των μεταμεσονυχτίων  ωρών.  Τραγουδώντας (αυτοί) με κιθάρες απολαμβάνουν την όλη φαντασμαγορία της νύχτας,  την πανσέληνο βραδιά, τα κουδουνίσματα των  κοπαδιών, που βόσκουν στην απέναντι πλευρά του Μαυρία και τα ακούσματα του ζουρνά του βοσκού, που ασταμάτητα όλη τη νύχτα παίζει τη φλογέρα του. Είναι όντως ένα υπέροχο θέαμα, που νιώθουν όσοι έχουν ζήσει την εικόνα αυτή και μόνο της νύχτας τη σιγαλιά έρχεται να συνταράξει που και που το πένθιμο άσμα της κουκουβάγιας και το λυπηρό τραγούδι του γκιώνη και του  νυχτοπουλιού,  που  μαζί όλα αυτά άλλωστε συμπληρώνουν  και  ολοκληρώνουν την όλη μαγεία και ευχάριστη απόλαυση  των  περιπατητών της νύχτας.

Τα πολύ παλιά τα χρόνια, τα χρόνια του μεσοπολέμου, μετά το 1920, καθώς θυμάμαι τότε μαθητής του Γυμνασίου, έβγαιναν στον περίπατο τα βράδυα  λαϊκοί,  άρχοντες, προύχοντες και προεστοί της πόλης. Οι άνδρες με τα επίσημά τους, τις ρεντικότες και τις βελάδες, τα κλακ και τα μιραμπώ (είδη ευρωπαϊκών ενδυμάτων και καπέλων) και οι μεγαλοκυράδες κι αρχόντισσες με τα μεταξωτά τους και τα κρεμολίνα, τα βέλα και τα φτερωτά καπέλα. Αλλά και οι αρχοντοπούλες έβγαιναν περίπατο τη νύχτα μόνο δεσμευμένες από ένα απαγορευτικό έθιμο, που επικρατούσε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου από το φόβο της κακομεταχείρισης ήταν αδύνατο  να  βγαίνουν  την ημέρα στην αγορά, κατάλοιπο της δουλείας, που ίσχυε μέχρι τελευταία. Γι' αυτό τα κορίτσια δεν έβγαιναν έξω την ημέρα παρά τα βράδυα στον περίπατο με τους γονείς τους και εξαιρετικά τη  μέρα της Μεγάλης  Παρασκευής στην εκκλησία του Επιταφίου.

Τα Σουληνάρια συνδέονται και με ένα άλλο επίσης παλιό Ανδριτσάνικο έθιμο: Οι δημόσιοι  υπάλληλοι, που  υπηρετούσαν πολλά χρόνια στην πόλη και έδειχναν καλή διαγωγή, καλοσύνη, ευγένεια και δραστηριότητα, μετατιθέμενοι από  εκεί ετύγχαναν ιδιαίτερης τιμής. Σύμπασα η κοινωνία της Ανδρίτσαινας έπρεπε να ξεπροβοδίσει τους αποχωρούντες  με  βιολιά  και  με λαούτα μέχρι τα Σουληνάρια, όπου επιβιβαζόμενοι στην άμαξα θα αναχωρούσαν κατευοδούμενοι με αποχαιρετισμούς, επευφημίες και χειροκροτήματα.  Τρεις από τους τιμηθέντες θυμάμαι στα χρόνια μου, τον γυμνασιάρχη μου Γαβρά (1924) και πολύ αργότερα τον ειρηνοδίκη Μαραβέλια  καθώς  και  τον  έφορο Σπύρο Φούλια, οι οποίοι τόσο πολύ αγάπησαν και αγαπήθηκαν από  την  Ανδριτσάνικη κοινωνία.

Επίσης την εξαίσια τοποθεσία της βρύσης των Σουλιναρίων δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη μερικοί πολίτες.  Δυο  επαγγελματίες,  o ζαχαροπλάστης Παύλος Πανοτόπουλος από του Σκληρού  έστησε  κάτω  από τα πλατάνια προς το μέρος της ρεματιάς τα καλοκαίρια (1924 - 1925) ένα παράπηγμα (παράγκα) με τραπέζια και καρέκλες και εσέρβιρε τους ποδίζοντες εκεί περιπατητές με τα  ξακουστά  Ανδριτσάνικα γλυκά  κουραμπιεδες,  αμυγδαλωτά και κρητικά, μπακλαβάδες, παντεσπάνι κ.α.). Αργότερα ο μακαρίτης ο Φώτης Γούτας,  ένας άλλος ρέκτης Ανδριτσάνος  επανέλαβε το πείραμα. Έστησε εκεί μια άλλη  παράγκα, που είχε τον τίτλο «ΛΟΥΚΑΝΤΑ»,  και που είχε μεγάλο τζίρο. 'Ήταν μια κίνηση, που  άφησε  εποχή χαρακτηρισθείσα τότε  σαν μια προοδευτική και πολιτιστική καινοτομία και πρωτοβουλία.

Σήμερα η διαδρομή μέχρι τα Σουληνάρια είναι ηλεκτροφωτισμένη, δαπάναις του Εξωραϊστικού  Συλλόγου  των γυναικών, ενώ κατά διαστήματα  φυτρώνουν  τελευταία  πολυτελείς  βίλες  Ανδριτσάνων, μια των οποίων τα καλοκαίρια χρησιμοπείται σαν νυχτερινό κέντρο με επιτυχία, όπου παραθεριστές νέοι και νέες από την πόλη και απ' τα γύρω χωριά,  συγκεντρώνονται  και  διασκεδάζουν. 

Δυστυχώς όμως για τη βρύση δεν  φρόντισε  κανείς  ώστε να διατηρηθεί στα κάλλη της και την ομορφιά της, ή τουλάχιστον να αξιοποιηθεί κατάλληλα όπως θα άξιζε. Δεν έχει ούτε καν νερό. Το ελάχιστο που τρέχει, είναι ακατάλληλο για πόση. Το άφθονο νερό, που είχε πρώτα, εχάθη. 'Ένα μέρος πήρε το «Ξενία», ενώ το υπόλοιπο οι αρμόδιοι και οι νεόκοποι τοπικοί υδρολόγοι με τα αμελέτητα και άσκοπα σχέδιά τους, άφησαν να χανταβουλιαστεί στο ρέμα παραδίνοντας έτσι μια υδροφόρο περιοχή κατάξερη στην τύχη και την αδιαφορία των δημάρχων, ενώ θα έπρεπε να ήταν ένας ιδιαίτερα περίφημος τουριστικός χώρος. Μια τοποθεσία χαρισματική και εκμεταλλεύσιμη. 'Ένας τόπος αλήθεια έλξης πολλών  ντόπιων  και ξένων παραθεριστών. Τι κρίμα!!!

 

Ι. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, 

Επίτιμος Γενικός Επιθεωρητής Μ.Ε,         

Αθήνα 17.3.94

ΑΝΑΤΥΠΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΑ ΜΑΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 1994

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: