Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Πως κόλλησαν στην Ελλάδα το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα».






Πριν εκατό και κάτι χρόνια που τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας, όπως «καλή ώρα» και σήμερα, πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο  πολλοί προσωνόμαζαν σκωπτικά  την χώρα μας «Ψωροκώσταινα». Σήμερα λοιπόν θα σας παρουσιάσω την επικρατέστερη εκδοχή που έχει σχέση με το θέμα αυτό.


Μετά την εκλογή του  Όθωνα σαν βασιλιά της Ελλάδας, οι πληρε­ξούσιοι πού είχαν εκλεγεί από τον λαό επί Καποδίστρια, συγκεντρώθηκαν στο Άργος και άρχισαν τις εργασίες της Συνελεύσεως. Γρήγορα όμως μετέθεσαν την έδρα τους στην Πρόνοια, ένα προάστιο του Ναυπλίου, κοντά στους πρόποδες του Παλαμηδιού.

Σαν Βουλευτήριο στην Πρόνοια χρησίμευσε ένα ξύλινο παράπηγμα από αροκάνιστες σανίδες. Μέσα στο παράπηγμα, γύρω-γύρω, είχαν κατασκευάσει τρεις σειρές σκαμνιά, την μια σειρά πίσω από την άλλη. Απέναντι από την είσοδο, σε ψηλότερο μέρος, υπήρχε η έδρα του προέδρου Πανούτσου Νοταρά και κοντά της ένα είδος εξέδρας για το Διπλωματικό Σώμα. Στην μέση του παραπήγματος ήταν ένα τραπέζι πού χρησίμευε για ...βήμα!

Οι  περισσότεροι  πληρεξούσιοι    πήγαιναν   στις συνεδριάσεις αρματωμένοι. Για ν' αποφεύγουν όμως τις συμπλοκές, άφηναν τα κουμπούρια τους και τα ·γιαταγάνια τους στην είσοδο. Οι περισσότεροι φορούσαν φουστανέλες. Υπήρχαν ωστόσο, και οι νησιώτες με τις ιδιόρρυθμες στολές τους. Συνήθως οι πληρεξούσιοι κρατούσαν κομπολόγι.

Φρούραρχος της Εθνοσυνελεύσεως ήταν ο στρα­τηγός Νικ. Ζέρβας, επικεφαλής Ρουμελιωτών, πού αποτελούσαν την τιμητική φρουρά.
Οι εργασίες άρχισαν στις 14 Ιουλίου 1832.  Η πλειοψηφία της Συνελεύσεως αυτής αντιπολιτευό­ταν την Κυβέρνηση και δεν χώνευε τους αντιπροσώ­πους των τριών προστάτιδων Δυνάμεων προ παν­τός δεν χώνευαν την Γερουσία, στην οποία δεν ήθελαν  να αναγνωρίσουν το δικαίωμα να ελέγξει την νομιμότητα της εκλογής των.

Ό καυγάς μεταξύ των δύο αυτών αντιπροσωπευτικών σωμάτων έφθασε σε σημείο πού αναγκάσθηκε η Εθνοσυνέλευση να κατάργηση την Γερουσία. Αυτό όμως ήταν αληθινό πραξικόπημα. Οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας, Αγ­γλίας και Ρωσίας επέδωσαν έντονη διακοίνωση με την αξίωση να παύσουν αμέσως οι εργασίες της Εθνοσυνελεύσεως. 'Αλλά οι πληρεξούσιοι, θερμόαιμοι πολεμιστές οι περισσότεροι, δεν έδωσαν καμιά σημασία στην διακοίνωση. «Στα παλιά μας τα τσαρούχια!» έλεγαν και εξακολουθούσαν να συνεδριάζουν. Δεν άργησε όμως να συμβεί το ακόλουθο δραματικό επεισόδιο:

Ανα­τολικά από την Πρόνοια, σε απόσταση μισής ώρας, βρίσκεται ένα μικρό χωριουδάκι, η Άρεια, όπου εί­χαν στρατοπεδεύσει άτακτοι στρατιώτες με επικεφαλή τους τον Θ. Καψάλη. Αυτοί, αφού μάταια τόσον καιρό ζητούσαν από την κυβέρνηση και την Εθνοσυνέλευση τους καθυστερημένους μισθούς τους, απο­φάσισαν τελικά να χρησιμοποιήσουν την βία. Πρώ­τα-πρώτα κατέστρεψαν το παλιό βενετσιάνικο υδρα­γωγείο από το όποιο υδρεύονταν το Ναύπλιο και ή Πρόνοια. Πηγάδια δεν υπήρχαν στην πόλη. Όταν έμαθαν ότι οι ξένοι τελικά βοηθούσαν την Εθνοσυνέλευση αποθρασύνθηκαν. Υποκινούμενοι και από τους ο­παδούς του λεγόμενου «Ρωσικού Κόμματος» έστει­λαν στην Εθνοσυνέλευση... τελεσίγραφο με σύντομη προθεσμία. Αξιούσαν να τους καταβληθούν οι καθυ­στερημένοι μισθοί τους, άλλως θα τα έκαναν γης Μαδιάμ!

Στις 10 Αυγούστου ό αντιπρόσωπος της 'Αγ­γλίας Ντώκινς, συνοδευόμενος από τον γραμματέα του, είχε βγει σε περίπατο έξω από το Ναύπλιο, προς το μέ­ρος του Πολυγώνου. 'Έξαφνα οι δυο ξένοι διπλωμά­τες περικυκλώθηκαν από άτακτους της  Άρειας. Ο Ντώκινς, όταν έμαθε ότι ζητούν την μεσολάβηση του για να πληρωθούν τους καθυστερημένους μισθούς των, είπε στον διερμηνέα του να τους διαβιβάσει ότι τα καθήκοντα του δεν του επέτρεπαν να γίνει οικονομικός τους επίτροπος και  δείχνοντας προς το παράπηγμα της Εθνοσυνελεύσεως, πρόσθεσε:

— Να, εκεί βρίσκονται πολλοί που έχουν χρή­ματα και μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις σας.  Εκεί να πάτε!

Άλλο πού δεν ήθελε ο στρατιωτικός εκείνος συρ­φετός των άταχτων. 'Ενθουσιασμένοι από' την προ­τροπή του  Άγγλου αντιπροσώπου, τρέχοντας και φωνάζοντας, έφθασαν γρήγορα στην Πρόνοια· Ή φρουρά του Ζέρβα δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση. Πολλοί μάλιστα από αυτούς συνενώθηκαν μαζί τους.

Την ώρα εκείνη oι πληρεξούσιοι συνεδρίαζαν. Οι στασιαστές εισόρμησαν σαν μανιακοί και αναποδογύρισαν τα πάντα, βρίζοντας και χτυπώντας τους πληρεξουσίους. Ό πρόεδρος Νοταράς κατέβηκε δια της βίας από την έδρα του και αναγκάσθηκε να τους ακολουθήσει. Μερικούς πληρεξουσίους, πού επιχεί­ρησαν να αντισταθούν, τους ξυλοκόπησαν αγρίως. Τέλος διάλεξαν τους πιο εύπορους, μεταξύ των οποίων και το γέρο Νοταρά, και τους επήραν αιχμα­λώτους στην Άρεια. Από εκεί έστειλαν γράμμα στην κυβέρνηση του Ναυπλίου και ζήτησαν 100.000 γρόσια, φοβερίζοντας ότι, αν δεν τα λάβουν «θα στεί­λουν στο Ανάπλι τα κεφάλια των αιχμαλώτων!»

Στο Ναύπλιο επικρατούσε μεγάλη αγωνία. Ή ανέχεια του δημοσίου Ταμείου ποτέ δέν ήταν χει­ρότερη.

Όταν στην «Πλατεία του Πλατάνου» έγιναν γνωστές οι απαιτήσεις των στασιαστών της Άρειας, μέσα στην γενική απελπισία, βρέθηκε κάποιος α­στείος τύπος πού φώναξε:

— Εκατό χιλιάδες γρόσια! Και που να τα βρει ή κακομοίρα ή Ψωροκώσταινα;

Η Ψωροκώσταινα (διαβάστε παρακάτω) ήταν μια πολύ φτωχιά ζητιάνα, πασίγνωστη στο Ναύπλιο. Έτσι το παρα­τσούκλι κόλλησε στην ελληνική κυβέρνηση και από τότε της έμεινε μέχρι σήμερα.

(Διασκευή από το περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη 1971)






Aφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος, βοηθώντας τα ορφανά που άφησαν πίσω τους οι επιδρομές του Ιμπραήμ. Η Πανώρια Αϊβαλιώτη έζησε στο Ναύπλιο στις αρχές του 19ου αιώνα. Αγαπήθηκε πολύ από τον απλό κόσμο, αλλά 170 χρόνια αργότερα την ξέρουμε μόνο ως Ψωροκώσταινα.


Η Αϊβαλιώτη ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά όμως για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε.


Ναύπλιο, 1824.

Μόνη, άγνωστη και άνεργη, η Πανώρια Αϊβαλιώτη βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας τον αχθοφόρο και πότε τη ζητιάνα. Παρά τα προβλήματά της, ζητά και παίρνει υπό την προστασία της δεκάδες ορφανά παιδιά που άφηνε στο πέρασμά του ο Ιμπραήμ. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και τη φώναζαν Ψωροκώσταινα

Πέθανε σχετικά νέα. Και όμως σχεδόν 170 χρόνια μετά εξακολουθεί να συμβολίζει τη φτώχεια και την αθλιότητα και ποτέ τον ηρωισμό και τον αλτρουισμό που την διέκρινε. Χλευάστηκε όσο κανένας η Πανώρια Αϊβαλιώτη, η οποία έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα ως Ψωροκώσταινα.
Οι Βαυαροί του Όθωνα όταν δεν είχαν χρήματα έλεγαν «τι περιμένεις από την Ψωροκώσταινα». Οι δε αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 όταν ήθελαν να μειώσουν τη μισητή αντιβασιλεία την αποκαλούσαν με τη σειρά τους Ψωροκώσταινα.


Οι σύγχρονοι Έλληνες πολιτικοί πολλές φορές παρομοίαζαν την Ελλάδα με την Ψωροκώσταινα, άλλοτε για να απορρίψουν οικονομικά αιτήματα ή να δικαιολογήσουν υποχωρήσεις έναντι των ξένων και άλλοτε για να δείξουν ότι η εποχή της ζητιανιάς και της σφαλιάρας έχει περάσει οριστικά. Και η μία και η άλλη άποψη αδικεί την Πανώρια, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος, βοηθώντας τα ορφανά που άφησαν πίσω τους οι επιδρομές του Ιμπραήμ. Και ενώ μέχρι τον θάνατό της ήταν γνωστή ως Ψωροκώσταινα στους «μοσχόμαγκες του λιμανιού», πέρασε στην ιστορία με αυτό το παρατσούκλι κατά την επιλογή του Όθωνα ως βασιλέα της Ελλάδος.


Ήταν το 1832. Η Ελλάδα περίμενε τον Όθωνα και τους Βαυαρούς αντιβασιλείς.

Πριν από την άφιξη η κατάσταση για το νέο κράτος ήταν τραγική. Τα ταμεία άδεια. Οι πληγές πολλές. Πείνα και δυστυχία παντού. Η δολοφονία του Καποδίστρια είχε βυθίσει τη χώρα στο χάος. Πολλοί αγωνιστές Ρουμελιώτες είχαν εγκλωβιστεί στο Ναύπλιο περιμένοντας τους μισθούς τους.

Μη έχοντας τι άλλο να κάνουν για να πληρωθούν, όρμησαν στην παράγκα που είχε στηθεί για Βουλευτήριο, για τις εργασίες της Δ ΄Εθνοσυνέλευσης η οποία θα επικύρωνε την εκλογή (επιλογή) του Όθωνα για βασιλιά. Με φωνές και απειλές συνέλαβαν τους προύχοντες και τους οδήγησαν στην Άρια ως ομήρους ζητώντας «για λύτρα» τους μισθούς τους. Η κυβέρνηση δεν είχε τη δυνατότητα να τους εξοφλήσει και τότε οι προύχοντες (έπειτα από 20 ημέρες ομηρείας) αποφάσισαν να πληρώσουν από την στέπη τους 100.000 γρόσια και έτσι αφέθηκαν ελεύθεροι. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στη δημόσια βιβλιοθήκη του Ναυπλίου και τα οποία είχε συγκεντρώσει ο Γιάννης Μακρής, τότε αγωνιστές και προύχοντες ονόμασαν την κυβέρνηση Ψωροκώσταινα.

Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 η φράση «Τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα» πέρασε στην ιστορία.

Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά Ψωροκώσταινα και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν». Το «παρατσούκλι» το οποίο απέδιδε με μοναδική ευστοχία την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά.


Ηρωική μορφή της Επανάστασης:

Μπορεί σήμερα η λέξη Ψωροκώσταινα να χρησιμοποιείται ειρωνικά και να έχει καταγραφεί στην ιστορία ως συνώνυμο της ζητιανιάς και της ανέχειας, ωστόσο η ίδια η γυναίκα που ονομάστηκε περιπαικτικά έτσι, ήταν μια ηρωική μορφή του Ναυπλίου τα χρόνια της Επανάστασης.

Η γυναίκα-σύμβολο ήταν η Πανώρια, σύζυγος του Κώστα Αϊβαλιώτη, η οποία καταγόταν από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Μετά την καταστροφή των Κυδωνιών από τους Τούρκους η Πανώρια αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο γέννησής της και να εγκατασταθεί στο Ναύπλιο. Στην αρχή όλα πάνε καλά, αφού ζει από τις υπηρεσίες τις οποίες προσφέρει στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο.


Ο Λέσβιος πέθανε από τύφο τον Αύγουστο του 1824. Από τότε για την Πανώρια άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας τον αχθοφόρο και πότε τη ζητιάνα.


Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.


Όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε στο Ναύπλιο το πρώτο ορφανοτροφείο, η Πανώρια ζήτησε και προσελήφθη στο ίδρυμα για να πλένει τα ρούχα των παιδιών, χωρίς καμία αμοιβή. Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ώς την τελευταία της κατοικία.


Από τότε δεν σταμάτησαν ποτέ οι αναφορές στην Πανώρια, την Ψωροκώσταινα. Μάλιστα το 1842, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε την Ελλάδα Ψωροκώσταινα. Όλοι είχαν αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό. Έναν χαρακτηρισμό τον οποίο έχουν αποδεχθεί και οι σημερινοί πολιτικοί, υιοθετώντας μια φράση την οποία χρησιμοποιούσαν περιφρονητικά για την Ελλάδα οι Βαυαροί και περιφρονητικά για τον Όθωνα και την αντιβασιλεία οι βετεράνοι αγωνιστές του 1821.


Όταν συνάντησε τον Καποδίστρια

Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρια. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει. Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.


ΠΑΝΟΣ ΜΠΑΙΛΗΣ 

(ΤΑ ΝΕΑ , 10-08-2002)


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τωρα πλεον απο πολυ καιρο λεγεται
ΨΩΡΟΓΙΩΡΓΑΙΝΑ.