Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

ΧΡΟΝΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ......





ΧΡΟΝΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ......

Τούτες οι μέρες τόχουνε τούτες οι γ’έβδομάδες
κι’άπούχει φίλο τον καλεί δικό τον πρεμαζώνέι
κι’απούχει Αγάπη στα μακρυά γράφει γραφή και μπέμπει...

Οι μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης περνούσαν στην Κρήτη πάντα μ’ ένα βαθύ θρησκευτικό αίσθημα και με μια ξέχωρη ανθρώπινη χαρά. Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνεια, η Μεγάλη Βδομάδα, το Πάσχα, ο Δεκαπενταύγουστος, ήταν μεγάλες ιερές μέρες, πού τις περνούσαν οι παππούδες μας μ’ ευλάβεια και ιερή χαρά. Γύρω από τα γεγονότα αυτά της Θείας ιστορίας κυλούσε η τροχιά του χρόνου και η ζωή έπαιρνε φως και νόημα από τον πανηγυρισμό των.
Όλη η κοσμοθεωρία της ζωής στα ευλογημένα εκείνα χρόνια ήταν θρησκευτική κι η απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της δινόταν μόνο από την πίστη, μόνον από την ’Εκκλησία. Η αρχή του κόσμου και του ανθρώπου, ο πόνος και ο θάνατος η σωτηρία και η αιωνιότητα , όλα αυτά τα αιώνια προβλήματα του ανθρώπου περνούσαν βέβαια από την καρδιά των παππούδων μας, μα εύρισκαν έτοιμη τη λύση και την απάντηση των στην παραδοσιακή πίστη που τη θέρμαινε η Εκκλησία με τις γιορτές, με τα σύμβολα και τα έθιμά της. Η κατήχηση και η δογματική διδασκαλία έλλειπαν τότε, όλα όμως τα αναπληρούσε το αίσθημα που το ‘χαν καλλιεργήσει οι περασμένες θρησκευτικές γενεές και δεν το ‘χε υποσκάψει ακόμη η ημιμάθεια και η νοησιαρχία των ιδικών μας καιρών. Κρατούσε ακόμη στα χρόνια εκείνα η μεγάλη κληρονομιά του Βυζαντινού μας Χριστιανισμού, που εδώ στην Κρήτη φαίνεται πώς είχε βαθιές τις ρίζες του και τις έκανε ακόμη ποιο βαθιές η σκλαβιά των Βενετσιάνων και των Τούρκων. Βαστούσε ακόμη η πολυθρύλητη χριστιανοσύνη του Μεσαίωνα που μ’ όλες τις υπερβολές της είχε ένα γνήσιο πολιτισμό κι’ ως χθες Ακόμη έτρεφε πνευματικά όλη την ανθρωπότητα. Η ζωή είχε και τότε τα εμπόδια και τα προβλήματα της, η πίστη όμως έχυνε περίσσιο φως και τη γέμιζε με γαλήνη και μακαριότητα. Η ζωή κυλούσε και τότε σκληρή κι’ αδυσώπητη, όμως η ’Εκκλησία έμπαινε στη μέση, σπούσε τη μονοτονία της κι’ ανέβαζε την πνοή της.
Πότε πέφτουν τα Χριστούγεννα; ρωτούσαν οι παππούδες μας. Που θα λειτουργήσει ο παπάς; Που θα ξαγορευτούμε; Πότε θα ζυμώσεις, γυναίκα το πρόσφορο ; Πότε θα σφάξουμε, πατέρα το γουρούνι ; Που θα παραγγείλουμε τα καινούργια στιβάνια; Ποιός θα πάει το κανίσκι του συντέκνου ; Πότε θα βαφτίσουμε το κοπέλλι ;
Μικρά πράγματα θα λέγαμε μείς σήμερα. Κι’ όμως αυτά ξυπνούσαν τη ζωή, την ανασήκωναν από τα χώμα που ήταν σκυμμένη και την έκαναν γιορτή και πανηγύρι. Ο άνθρωπος τριγύριζε στ’ Αρχοντικό της πίστης κι’ο Νοικοκύρης ο Θεός τον αποζημίωνε με γλυκάδα και ειρήνη.
Ύστερα από την Εκκλησία και την πίστη, οι χρονιάρες μέρες ήταν για το σπίτι, για την οικογένεια. Οι παππούδες μας δεν είχαν πάντα μεγάλα αρχοντόσπιτα γιατί τα καίγανε συχνά οι κουρσάροι κι’ οι κατακτητές του Νησιού. Κι’ όμως στις μεγάλες σκολάδες, οι γιαγιάδες μας αναπιάνανε τα φτωχικά των, τ’ ασπρίζανε, τα θυμιατίζανε, ανάβανε το καντήλι δίπλα στο κόνισμα και τα κάνανε ζεστά και χαρούμενα. Κι’ οι παππούδες μας βοσκοί και ζευγολάτες σκολνούσανε από τα ζευγάρια, γυρίζανε από τα χειμαδιά, σταματούσαν από τις στρατιές των και μαζευότανε στο σπίτι να περάσουν τις μεγάλες μέρες. Τα μαστορόπουλα που μαθαίνανε τέχνες στις πολιτείες και τα λιγοστά σκολιαρούδια που πήγαιναν στα γράμματα, γύριζαν και κείνα κι’ ανταμώνανε στο σπίτι.
Έλλειπαν όμως οι ξενιτεμένοι . Έλλειπαν οι ταξιδιάρηδες, έλλειπαν οι εξόριστοι των κατακτητών, οι φυλακισμένοι, οι βαρυποινίτες.... Η Κρήτη είναι ένα Νησί που λίγο να το διασκελίσομε βρισκόμαστε σε ξένους τόπους και τα τραγούδια μας είναι γεμάτα από καημό, και πόνο για την παντέρημη ξενιτειά. Και στις χρονιάρες μέρες η ξενιτειά γέμιζε φαρμάκια τους ξενιτεμένους και θλίψη τα σπίτια της Κρήτης.

Κόρη σιμώνουν οι γιορτές, σιμώνει και το Πάσχα
 κι’ άμε να βρεις την Παναγιά να την παρακαλέσεις
 να σιγανέψουν οι καιροί να ταξιδέψουν πλοία
 ν’ αρθούν από την ξενιτειά ουλ’ οι ξενιτεμένοι
 να ‘ρθεί και σένα ο άντρας σου...

Ωστόσο τα σπίτια σιμαζεύανε τους ανθρώπους των γύρω από το Πασχαλινό Τραπέζι και κάνανε την οικογενειακή μυσταγωγία : Ο παππούς, η γιαγιά, το αντρΰγυνο, τα εγγονάκια, δισέγγονο πολλές φορές, κι ’υστέρα οι άλλοι : Οι συμπεθέροι, οι κουνιάδοι, οι συντέκνοι, οι φαμέγοι, οι φίλοι κι ’οι αδερφοχτοι, όλοι γύρω από το τραπέζι της γιορτής και της χαρας. Έτρωγαν το φαγητό με τη αρχοντιά των Κρητικών εθίμων κι’ έπιναν το κρασί μ’ ευχές και εγκάρδιες συγκινήσεις: χρόνια πολλά πατέρα. Να χαρείτε το στεφάνι σας παιδιά μου. Με το καλό νάρθουνε κι’ οι ξενιτεμένοι μας. Ο Θεός να συχωρέση των αποθαμενων μας...
Συχνά μαζί με το κρασί πίνανε και τα δάκρυα που κυλούσαν κρυφά από τα μάτια των για κείνους πουλείπαν στον κάτω κόσμο και στην ξενητειά. Οι γεροντότεροι λέγανε στα τραπέζια ιστορίες για τα θαύματα του Χριστού και για τα βάσανα των χριστιανών. Κι’ έκαναν έτσι την θρησκευτική και εθνική κατήχηση σε παιδιά κι’ εγγόνια κι άλλοι ψάλλανε το τροπάρι της ημέρας κι’ αρχίζανε ένα παλιό ριζίτικο τραγούδι. Πανάρχαια ιερά και ζεστά ανθρώπινα αισθήματα ξυπνούσαν μέσα στις καρδιές, Αγκάλιαζαν τη συντροφιά κι έκαναν ίερη μυσταγωγία την οικογενειακή σύναξη. Το σπίτι ήταν ακόμη το κέντρο της γης, η ιερά εστία της ζωης κι’ ο άνθρωπος μπορούσε να χαρεί σ’ αυτό και να γιορτάσει. Σήμερο γιορτάζομε τις μεγάλες γιορτές στο δρόμο. Στο ταξίδι, στα ξενοδοχεία, στις κρουαζιέρες και στις λέσχες. Έτσι γεμίζουμε τον χρόνο μας με κίνηση και θόρυβο, μας λείπει όμως η βαθειά αγαλλίαση που ‘ρχεται από τη θεία φεγγοβολή της ψυχής μας.
Χρονιάρες μέρες στην Κρήτη: Στο Κρητικό σπίτι. Οι φαμελιές γεννούσαν πολλά παιδιά. Έπαιρνε ο χάρος, έπαιρναν οι πόλεμοι κι’ οι κουρσάροι, έπαιρν’ η ξενιτειά μα μένανε κι άλλα και γέμιζε το σπίτι. Κι’ οι καρδιές το ίδιο γεννούσαν πρωτόγονα, παρθενικά και ζεστά ίερά αισθήματα. Τη θεοσέβεια, την Ανθρωπιά, τη λευτεριά, την Αγάπη , το φιλότιμο, την υποχρέωση, τη ντροπή, την τιμιότητα και τη χουβαρντωσύνη. Και τα αισθήματα αυτά μένανε βαθειά φυλαγμένα σαν ιεροί θησαυροί στις καρδιές των παππούδων μας.
Τα ψηλά βουνά, τα γκρεμνά και τα φαράγγια του Νησιού κάνανε περήφανες κι’ αγριωπές καμιά φορά τις φυσιογνωμίες των ανθρώπων. Οι άντρες μιλούσαν λίγο κι’ οι γυναίκες σωπαίνανε. Κι’ όμως οι καρδιές μαζεύανε και στερνιάζανε μέσα των τα ιερά αισθήματα, κι’ όταν έρχονταν οι στιγμές και το καλούσε η ώρα, ανοίγανε οι θείοι κρουνοί και τρέχανε τα ρυάκια της ψυχής. Γνωστικές κουβέντες, θερμοί χαιρετισμοί, εγκάρδια χαμόγελα, γλυκές ματιές, τραγούδια και μοιρολόγια, που κερνούσανε σα διάφανο ποτήρι τα μυστικά βάθη της Κρητικής ψυχής.
Και μέσα, στο ιερό αυτό άδυτο της Κρητικής ψυχής φυλαγμένη πάντα η αιώνια εικόνα: Ο Θεός κι’ η σεμνότητα της ζωής.

Του Μακαριστού Μητροπολίτου Είρηναίου Γαλανάκη+
Από το βιβλίο του Ό Χριστός Σημάδεψε την Κρήτη" , Αθήνα 1969.
Αγία Γαλήνη τ.1 Δεκ.1980

Μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης



Ο Ειρηναίος (κατά κόσμον Μιχαήλ Γαλανάκης) ήταν Μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου και Μητροπολίτης Γερμανίας.

Γεννήθηκε στο Νεροχώρι Αποκορώνου Χανίων στις 10 Νοεμβρίου 1911. Σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο Κρήτης και στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1937. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεολογία και στην Κοινωνιολογία στη Γαλλία, στα Πανεπιστήμια της Λιλ και του Παρισιού.
Εργάστηκε ως Καθηγητής Θεολογίας σε σχολεία του Νομού Χανίων την περίοδο 1938 - 1945. Εκάρη Μοναχός στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων υπό του Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου. Το 1946 χειροτονήθηκε Διάκονος και κατόπιν Πρεσβύτερος από τον Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη του δόθηκε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Χρημάτισε Υποδιευθυντής της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης και επίσης προσέφερε τις υπηρεσίες του ως εφημέριος και Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου.
Το Δεκέμβριο του 1957 η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης τον εξέλεξε δια κλήρου επίσκοπο της Ιεράς Επισκοπής Κισάμου και Σελίνου και χειροτονήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1957. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1962, με την ανύψωση των Επισκοπών της Εκκλησίας Κρήτης σε Μητροπόλεις προήχθη σε Μητροπολίτη. Χρημάτισε δύο φορές Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1971 εξελέγη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας. Επί αρχιερατείας του αναγνωρίσθηκε η Ορθόδοξη Μητρόπολη Γερμανίας ως τρίτη επίσημη εκκλησία στη χώρα, οικοδομήθηκε ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Τριάδος και το Μητροπολιτικό μέγαρο στη Βόννη, αλλά και πολλοί άλλοι Ιεροί Ναοί σε άλλα μεγάλα κέντρα της Γερμανίας. Συνήθιζε να ομιλεί κάθε Σάββατο από το γερμανικό ραδιόφωνο στους εκεί Έλληνες και άρχισε να εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό μέ τίτλο «Ορθόδοξος Μετανάστης». Παραιτήθηκε το 1980.
Στις 26 Ιανουαρίου 1981 ο Μητροπολίτης Ειρηναίος τη φροντίδι και επιμονή Κλήρου και Λαού των Επαρχιών Κισάμου και Σελίνου επανήλθε εκ νέου στη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου. Στις 24 Αυγούστου 2005 υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους υγείας στην Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης η οποία και έγινε αποδεκτή.
Επί αρχιερατείας του οραματίστηκε και ίδρυσε την Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης. Επί των ημερών του, με τη συνεργασία και άλλων κοινωνικών παραγόντων δημιουργήθηκε η μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία ΑΝΕΚ (Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Κρήτης), η ΕΤΑΝΑΠ (Εταιρεία Αναπτύξεως Αποκορώνου), η Εταιρεία Αναπτύξεως Σελίνου, η ΑΝΕΝ (Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Νότου). Ήταν ισόβιος Πρόεδρος του «Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Βενιζέλος» και είχε τιμηθεί με το ανώτατο παράσημο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Το έτος 2008 ιδρύθηκε Σωματείο με την επωνυμία «Ένωση προβολής του έργου του από Κισάμου και Σελίνου Μητροπολίτη Ειρηναίου». Τον Οκτώβριο του 2009 στις κτιριακές εγκαταστάσεις της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου στεγάζεται το μουσείο «Ειρηναίος Γαλανάκης», τα εγκαίνια του οποίου τέλεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος στις 6 Οκτωβρίου 2009.
Απεβίωσε την Μεγάλη Τρίτη 30 Απριλίου 2013  σε ηλικία 102 ετών και ετάφη στον αύλειο χώρο του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Καστελλίου.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: