Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

28 Αυγούστου 1948. Εκτελείται η Ελένη Γκατζογιάννη

Η Ελένη Γκατζογιάννη με τον γιο της, Νίκο, στα δεξιά


28 Αυγούστου 1948. Η εκτέλεση της Ελένης Γκατζογιάννη από κομμουνιστές αντάρτες

Η «Ελένη» του Ελληνοαμερικανού Νίκου Γκατζογιάννη ήταν η ταινία που τη δεκαετία του ’80 έδωσε το έναυσμα ώστε να ανοίξει  ξανά ο δημόσιος διάλογος για τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα. Πολλές φορές με αφορισμούς και πάθος.
Το κεντρικό της θέμα, η εκτέλεση της Ελένης Γκατζογιάννη από κομμουνιστές αντάρτες, ξεσήκωσε κύματα αντιδράσεων στους κόλπους της αριστεράς και αναζωπύρωσε τη διαμάχη μεταξύ των δύο ιδεολογικών πόλων.
Η ιστορία
Ο Νίκος Γκατζογιάννης γεννήθηκε στη Λια της Θεσπρωτίας το 1939. Ο ίδιος και οι αδερφές του πέρασαν την παιδική τους ηλικία εν μέσω μίας από τις πιο ταραχώδεις δεκαετίες στην Ελλάδα. Τα χρόνια της κατοχής, αλλά κυρίως η μετέπειτα περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου στιγμάτισαν την οικογένεια Γκατζογιάννη. Η μητέρα τους, Ελένη, μεγάλωνε μόνη της τα τρία παιδιά, καθώς ο σύζυγός της είχε φύγει στην Αμερική για να εργαστεί. 
Το 1948, το χωριό Λια, όπου ζούσε η Ελένη με τα παιδιά της, είχε μετατραπεί σε προπύργιο των δυνάμεων του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». Ήταν η χρονιά που οι αντάρτες του «ΔΣΕ» αποφάσισαν να στρατολογήσουν τα μεγαλύτερα αγόρια, ενώ σκόπευαν να στείλουν τα μικρότερα σε γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες.
Η Ελένη Γκατζογιάννη δεν μπορούσε να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Επιχείρησε να φυγαδεύσει τον μοναχογιό της, Νίκο, μαζί με άλλα είκοσι άτομα, εκτός της περιοχής που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Δημοκρατικού Στρατού. Ωστόσο, οι αντάρτες τους πρόλαβαν. Αρχικά συνέλαβαν την Ελένη κι αφού την ανέκριναν και τη βασάνισαν, την οδήγησαν σε δημόσια δίκη.
Στις 28 Αυγούστου 1948 η 41χρονη γυναίκα εκτελέστηκε, αφήνοντας ορφανούς το Νίκο και τις αδερφές του. Μην έχοντας άλλους συγγενείς στην Ελλάδα, τα τρία παιδιά ήταν αναγκασμένα να αφήσουν τη χώρα και να εγκατασταθούν μόνιμα στην Αμερική όπου βρισκόταν ο πατέρας τους.

Η δημιουργία της «Ελένης»


Το 1983, ο 44χρονος Νίκολας Γκέιτζ, όπως λεγόταν πλέον ο Νίκος Γκατζογιάννης στην Αμερική, εξέδωσε ένα βιβλίο που εξιστορούσε τα τραγικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Λια Θεσπρωτίας. Ο Νίκολας, εν τω μεταξύ, είχε εξελιχθεί σε πετυχημένο δημοσιογράφο που μεταξύ άλλων αρθρογραφούσε μόνιμα για τους «New York Times». Η «Ελένη» ήταν καρπός μιας πολύχρονης και εκτενούς έρευνας του Ελληνοαμερικανού, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να ξετυλίξει το κουβάρι του θανάτου της μητέρας του. 


Ο Νίκολας Γκέιτζ αρθρογραφεί για τους «New York Times

Το βιβλίο σημείωσε τεράστια επιτυχία στην Αμερική. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε σε 250.000 αντίτυπα, ενώ η δεύτερη έφτασε το 1.000.000. Λίγους μήνες αργότερα, στα τέλη της ίδιας χρονιάς, το έργο διατέθηκε και στο ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοτζιά. Η επιτυχία που σημείωσε και στη γενέτειρά του ήταν μεγάλη, αφού μέσα σε ένα χρόνο εξαντλήθηκαν 40.000 αντίτυπα. Ωστόσο, ο έντονος διάλογος και οι αντιδράσεις άρχισαν να πυροδοτούνται όταν έγινε γνωστή η επικείμενη παραγωγή της ομώνυμης ταινίας.

Κύμα αντιδράσεων

Τα προβλήματα άρχισαν πριν ακόμα να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Παρά τις διευκολύνσεις που παρείχε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για τη διεξαγωγή των γυρισμάτων, τα σωματεία των τεχνικών αντέδρασαν έντονα με αποτέλεσμα το φιλμ να γυριστεί τελικά στην Ισπανία.
Η πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους έγινε στις 20 Μαρτίου του 1984. Η ταινία αμέσως μπήκε στο στόχαστρο των αριστερών παρατάξεων και χαρακτηρίστηκε ως «αντικομμουνιστική», «προπαγανδιστική» και «κράχτης της χρεοκοπημένης εθνικοφροσύνης». Ειδικότερα, το ΚΚΕ εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση που καλούσε τους ψηφοφόρους του να εναντιωθούν στην προβολή της «Ελένης». 

 Η ανακοίνωση της ΚΝΕ δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Τα Νέα»


Έξω από τους κινηματογράφους, ομάδες νέων άρχισαν να μοιράζουν φέιγ βολάν και να φωνάζουν συνθήματα κατά της ταινίας, χαρακτηρίζοντάς τη φασιστική. Μάλιστα, σημειώθηκαν και προπηλακισμοί αιθουσαρχών και θεατών, πράγμα που οδήγησε τελικά στη διακοπή της προβολής της στους κινηματογράφους της επαρχίας.
Εξαιτίας των γεγονότων, άρχισαν να παίρνουν θέση και τα υπόλοιπα κόμματα για το ζήτημα, ενώ και οι αναφορές στον Τύπο μέρα με τη μέρα πλήθαιναν. Η Νέα Δημοκρατία σε ανακοίνωσή της ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «στη δημοκρατική Ελλάδα οι Έλληνες είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τις ιδεολογικές πεποιθήσεις τους, έχουν το δικαίωμα να βλέπουν όποιες ταινίες θέλουν, η τέχνη είναι ελεύθερη και έθεσε το ερώτημα αν τόσο η ελευθερία και η τέχνη, όσο και η έκφραση γνώμης μπορεί να υπόκειται στον καταναγκασμό της ανοιχτής τρομοκρατίας και της οργανωμένης βίας ή της απειλής».
Παράλληλα, στις εφημερίδες και στα περιοδικά της εποχής πλήθος αριστερών διανοούμενων αλλά και απλών πολιτών κατέθεταν τις απόψεις τους στις αντίστοιχες στήλες. Δημιουργήθηκε, στην ουσία, ένας δημόσιος διάλογος ο οποίος συνεχίστηκε, πολλές φορές με πάθος, για τουλάχιστον ενάμιση χρόνο. 


Η Κέιτ Νέλιγκαν ως Ελένη Γκατζογιάννη στην ταινία «Ελένη»

Τελικά, αυτή η τεταμένη κατάσταση αποτέλεσε το έναυσμα μιας ευρύτερης συζήτησης, ακόμη και αν κάθε πλευρά «άκουγε» μόνο τα δικά της επιχειρήματα, τελικά εκτονώθηκε με μία υπαρκτή ανάγκη για δημόσιο διάλογο, η οποία εκκρεμούσε τρεις δεκαετίες, από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου.






Δεν υπάρχουν σχόλια: