Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

 


ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

 

της Αγγελικής Δαμίγου

 

Ο Άγιος Αθανάσιος υπήρξε Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας  και η μνήμη του εορτάζεται στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.

Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε το 295 ή 296 στην Αλεξάνδρεια από φτωχούς Χριστιανούς Έλληνες γονείς αλλά με θερμότατη ευσέβεια. Λόγω των οικονομικών του δεν μπόρεσε να έχει πολυετή φοίτηση σε ανώτερες σχολές. Πήρε, όμως, εγκυκλοπαιδική, φιλοσοφική παιδεία, όπως μαρτυρεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Η διάνοια του, πλούσια προικίσθηκε από το Θεό, με γενναία αυτοκαλλιέργεια και ανύψωση και μπόρεσε όχι μόνο να λάμψει σαν μέγας στρατευόμενος ηγέτης της Εκκλησίας αλλά και σαν μεγάλος ακριβολόγος, δογματικός και σαν απολογητής τόσο στους αιρετικούς και τους φιλόσοφους πολέμιους του Χριστιανισμού. Μαζί με τον Κύριλλο ήταν οι αγιότατοι αρχιεπίσκοποι Αλεξανδρείας και οι Θείοι της Εκκλησίας του Χριστού Πατέρες. Και οι δύο από την Αλεξάνδρεια Γι’ αυτό η μνήμη τους εορτάζεται την ίδια μέρα, στις 18 Ιανουαρίου,

Το 312 εχειροθετήθη αναγνώστης. Το 320 σε ηλικία 25 ή 26 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο.

Το 325 ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, 75 χρόνων και φιλάσθενος, δίσταζε ν’ ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δια να μεταβούν στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, όπου θα παρευρίσκοντο όλοι οι επίσκοποι Ανατολής και Δύσεως. Ο Μέγας Αθανάσιος, αρχιδιάκονος τότε, τον προέτρεψε να μη διστάσει να παρευρεθεί και τον ενεθάρρυνε, με το σκεπτικό, ότι θα παρευρίσκετο καθ’ όλη τη διάρκεια της μετάβασής του και της επιστροφής του πλάι του.

Δεν έλαβε μέρος στις συνεδριάσεις και στις συζητήσεις της Συνόδου, υπήρξε όμως σπουδαιότατος παράγοντας στις προσυσκέψεις και στις προσυζητήσεις τόσο ώστε αρκετά χρόνια αργότερα το 339, όταν έγινε η Σύνοδος στην Αλεξάνδρεια, εκείνοι που έλαβαν μέρος σ' αυτήν, είπαν: ότι ο Μέγας Αθανάσιος ήταν κυρίως εκείνος που σταμάτησε την αρρώστια του Αρειανισμού.

Ο γηραιός Αλέξανδρος, στο επιθανάτιο κρεβάτι του, τον Απρίλιο του 328 εξέφρασε προς τους παρευρισκόμενους κληρικούς και προκρίτους του ποιμνίου του, ότι ήθελε διάδοχο του τον Αθανάσιο, ο οποίος έλειπε σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη. Επέστρεψε μετά το θάνατο του Αλέξανδρου τον Ιούνιο τον 328, Τότε Κλήρος και λαός τον εξέλεξαν πανηγυρικά σε ηλικία 33 ετών παρά τις λυσσώδεις αντιδράσεις των Αρειανών, που η αναίδεια και η θρασύτητα τους έφτασε  στον   Μεγάλο   Κωνσταντίνο κατά της γενομένης εκλογής.

Ο Άρειος που ξεγέλασε τον Κωνσταντίνο, ότι τάχα παραδέχτηκε τις πράξεις της Α’ Οικουμενικής Συνοδου, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα, γι' αυτό και ο αυτοκράτορας θέλησε να πείσει τον Αθανάσιο να δεχτεί τον Άρειο στους κόλπους της Εκκλησίας για την ειρήνη κράτους και Εκκλησίας. Όμως, ο Αθανάσιος βαθύς γνώστης των Αρειανών, το αρνήθηκε. Μόλις, λοιπόν, έγινε αρχιεπίσκοπος κατάγγειλαν στον Μέγα Κωνσταντίνο, ότι έκανε σκευωρίες εναντίον του και ότι ήθελε να διαταράξει την ειρήνη του κράτους. Ο Κωνσταντίνος το πίστεψε. Συγκάλεσε το 335 Σύνοδο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης για να εξετάσει τις κατηγορίες κατά του Αθανασίου. Έντεχνα, από τη Σύνοδο, αποκλείστηκαν οι Ορθόδοξοι Μάρτυρες. Η Σύνοδος βασίστηκε στις μαρτυρίες Αρειανών, Μελετιανών ακόμη και Εβραίων ειδωλολατρών και καταδίκασε τον Αθανάσιο σε καθαίρεση, ενώ παράλληλα ψήφισε την παραδοχή του Αρείου στους κύκλους της Εκκλησίας.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος διέταξε την εξορία του Αθανασίου στην πόλη Κρίβερι δυτικά της Γαλατίας που κράτησε 2 χρόνια και 4 μήνες. Ο Μέγας Κωνσταντινος πέθανε τον Μάιο του 337 και ο Μέγας Αθανάσιος επανήλθε στην Αλεξάνδρεια στις 23 Νοεμβρίου του 337 κάτω από τις λαϊκές επευφημίες.

Ο Μέγας Αθανάσιος το 339 συνεκάλεσε Σύνοδο με 100 Ορθοδόξους επισκόπους στην Αλεξάνδρεια κι απέδειξε το ανυπόστατο όλων των κατηγοριών εναντίον του και πήρε αθωωτική ψήφο.

Τον Ιούλιο του 338 ο Μέγας Αντώνιος δήλωσε δημόσια την εκτίμηση και αφοσίωσή του στον πρόμαχο της Ορθοδοξίας Μέγα Αθανάσιο. Οι εχθροί του, όμως, έπεισαν τον Κωνστάντιο να συγκροτήσει Σύνοδο στην Αντιόχεια με την οποία καθήρεσαν τον Αθανάσιο κι έκαναν αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας τον Αρειανό Γρηγόριο τον Καππαδόκη.

Ο Κωνστάντιος επικύρωσε την καταδίκη που ανάγκασε τον Αθανάσιο σε δεύτερη εξορία που διήρκεσε 7 1/2 χρόνια από τις 16 Απριλίου του 339 έως τις 21 Οκτωβρίου του 346.

Μετά την καθαίρεση του ο Μέγας Αθανάσιος, αφού συνέταξε εγκύκλιο -επιστολή στους Επισκόπους του θρόνου του, έφυγε για τη Ρώμη το Πάσχα του 339 κι έμεινε εκεί 3 χρόνια.

Διέδωσε εκεί την Ορθοδοξία κι αποτέλεσε αφετηρία της ισχυρής και συστηματικής μοναχικής κίνησης της Δυτικής Εκκλησίας.

Το 343 η Σύνοδος στη Σαρδική, τον δικαίωσε και τον ανακήρυξε νόμιμο επίσκοπο της Αλεξανδρείας.

Οι πολέμιοι του, που ήταν περίπου 76 στη Φιλιππούπολη, ανανέωσαν την απόφαση της καθαιρέσεώς του κι έπεισαν τον Κωνστάντιο να ειδοποιήσει τον αδελφό του Κώνστα που βασίλευε στη Δύση, ότι αν τυχόν τολμούσε ο Μέγας Αθανάσιος να επανέλθη στην Αλεξάνδρεια, θα τον θανάτωναν. Στο τέλος, ο Πάπας Ιούλιος κι ο Κώνστας έπεισαν τον Κωνστάντιο να ακυρώσει όλα τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά του Αθανασίου. Ξαναγύρισε στην Αίγυπτο και πριν μπει στην Αλεξάνδρεια, επίσημοι και λαός του έκαναν μοναδική υποδοχή.

Στις 21 Οκτωβρίου του 340 εγκαταστάθηκε πάλι στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, όπου ο Μέγας Αντώνιος σε βαθύ γήρας του έστειλε τους χαιρετισμούς και τα σέβη του. Φρόντισε γιο την πνευματικότερη ζωή των μοναχών της Αιγύπτου, για την εξασφάλιση καλύτερης εργασίας των εργατών της Ορθοδοξίας και συνέγραψε την περίοδο εκείνη την απολογία κατά των Αρειανών και υπέρ των αποφάσεων της εν Νίκαια Συνόδου.

Όταν πέθανε ο αυτοκράτωρας Κώνστας, ο αδελφός του Κωνστάντιος, πιεζόμενες από τους Αριανούς, επέτρεψε στον έπαρχο της Αιγύπτου Συριανό, να κυκλώσει με στρατό το ναό, την ώρα που λειτουργούσε ο Μέγας Αθανάσιας και οι στρατιώτες να ορμήσουν ξιφήρεις στα εκκλησιαζόμενα πλήθη, που ζήτησαν να προστατεύσουν τον ιεράρχη τους, ενώ οι ιερείς τον ικέτευαν να φύγει. Εκείνος αφού έψαλε μέρος του ψαλμού κατά του ασεβούς τυράννου της Αιγύπτου, βοηθούμενος από τα πλήθη, εξήλθε και ξέφυγε.

Η 3η εξορία του διήρκεσε 6 χρόνια από τις 21 Φεβρουαρίου του 362 ως τις 21 Φεβρουαρίου του 362. Περιπλανώμενος στις έρημους της Άνω Αιγύπτου πέρασε από τις κατασκηνώσεις των μοναχών και τα μονήρη ησυχαστήρια των ασκητών. Η θεία Πρόνοια, όμως, τον διεφύλαξε.

Επικοινωνούσε με τους έμπιστους του στην Αλεξάνδρεια.

Στις 3 Νοεμβρίου του 361 απέθανε ο Κωνστάντιος. Τον διαδέχτηκε ο Ιλιανός που στην αρχή της βασιλείας του δέχθηκε την ανεξιθρησκία και επέτρεψε να επανέλθουν στους θρόνους τους οι εξόριστοι επίσκοποι. Έτσι επέστρεψε πάλι ο Αθανάσιος στις 21 Φεβρουαρίου του 362.

Μετά από 8 μήνες όμως ανεξιθρησκίας ο Ιλιανός φοβήθηκε το παμμέγιστον κύρος του Αθανάσιου. Τον αποκαλούσε στις επιστολές του «ανθρωπίσκο» και «εχθρό των θεών» και του κατελόγισε θανάσιμο έγκλημα ότι βάφτισε «Ελληνίδες γυναίκες των επισήμων» και στο τέλος ο Ιλιανός διέταξε στις 24 Οκτωβρίου του 362 την 4η εξορία του Μεγάλου Αθανασίου. Κατά την αναχώρηση του κι επειδή τα πλήθη έκλαιγαν είπε «Θαρρείτε, νεφρίδιον εστί και θάττον παρελεύσετε» («έχετε θάρρος, γιατί είναι ένα νέφος και γρήγορα θα περάσει»).

Φιλοξενήθηκε από τους μοναχούς στη Θηβαϊδας. Όταν πέθανε ο Ιλιανός και ανέλαβε διάδοχος ο Ιοδιανός επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του στις 5 Σεπτεμβρίου του 363. Το 365 ανέλαβε το θρόνο του αυτοκράτορα ο Ουάλης φίλος του Αρειανισμού, ο οποίος εξέδωσε στις 5 Μαίου του 365 διάταγμα που ανανέωσε το παλιότερο διάταγμα του Κωνστάντιου περί εξορίας των Ορθοδόξων επισκόπων.

Ο λαός ήθελε τον αρχιεπίσκοπο του κι έπεισε τον έπαρχο Αλεξανδρείας να παρακαλέσει τον Ουάλη να μην εκτελεστεί η απόφαση. Ο Ουάλης έστειλε  στρατιώτες να σκοτώσουν τον Μεγάλο Αθανάσιο.

Όταν στις 5 Οκτωβρίου ο Μέγας Αθανάσιος το έμαθε, βγήκε νύχτα κρυφά από την Αλεξάνδρεια και κρύφτηκε σε ένα κοιμητήρι στο πατρικό του σπίτι κι έμεινε εκεί 4 μήνες, έως ότου απέθανε ο ηγεμόνας της Αλεξάνδρειας Τατιανός που ζητούσε να τον φονεύσει με εντολή του Ουάλη.

Στο διάστημα αυτών των μηνών πέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιος και τον διαδέχτηκε ο σοφός και ενάρετος Ευάργιος. Δεν μπόρεσε, όμως, ν' αποτρέψει τον Ουάλη ν' αποστείλει άλλον αρχιεπίσκοπο στην Αλεξάνδρεια. Όμως όταν το άκουσαν αυτό οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας κι έμαθαν οτι θα χοροστατήσει στο ναό του Αγίου Διονυσίου, ξεσηκώθηκαν, πήραν μαζί τους τον στρατιωτικό διοικητή και κλήρος και λαός περικύκλωσαν απειλητικά τον ναό.

Θεώρησαν αχαρακτήριστη την τελευταία απομάκρυνση του Ποιμενάρχου τους. Κάτω από αυτή την πίεση και τις νουθεσίες του καινούργιου Πατριάρχη Ευάργιου, ο Ουάλης δέχτηκε τελικά να αναλάβει πάλι ο Αθανάσιος το θρόνο του αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρειας και να μην ενοχληθεί ποτέ πια. Αυτό έγινε την 1η Φεβρουαρίου του 366

Έκτοτε πλέον ο Αθανάσιος εποίμανε την Αρχιεπισκοπή του με ειρήνη, ανενόχλητος, πολυσέβαστος, πολύτιμος και διατήρησε πάντοτε όλη του τη δραστηριότητα για την Ορθοδοξία. Δικαίως του δόθηκε ο τίτλος ότι υπήρξε ο αγιότερος των ηρώων και ο ηρωικότερος των Αγίων.

Δικαίως επίσης ονομάστηκε Μέγας Πατήρ και στύλος της Ορθοδοξίας. Διακρίθηκε ως πολυγραφότατος και σπουδαιότατος συγγραφέας. Δυστυχώς δεν διεσώθησαν παρά αποσπάσματα από τα έργα του. Ως διάκονος έγραψε τις πραγματείες του κατά των εθνικών και της ενανθρωπίσεως του λόγου. Στα «πολεμικά» του κατατάσσονται η Εκθεσις Πίστεως, η Εγκύκλιος Επιστολή, η Επιστολή προς τους επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης, οι Λόγοι κατά των Αριανών. Άφησε και πολλές επιστολές.

Η γλώσσα του Μεγάλου Αθανασίου δεν έχει κάλλος και κομψότητα, όπως του Βασιλείου, του Γρηγορίου και του Χρυσοστόμου. Διακρίνεται όμως για την ακριβολογία, τον τόνο και τη δύναμή της. Και αληθινά μέσα από τα γραπτά του εξαγγέλλεται ότι υπήρξε κορυφαίος των ποιμεναρχών της Εκκλησίας.

Πέθανε στις 2 Μαΐου του 373 μ. Χ. σε ηλικία 75 ετών. Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του δύο φορές τον χρόνο. Την 2ά Μαΐου, ημέρα του θανάτου του και την 18η Ιανουαρίου, μαζί με την μνήμη του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Αλεξανδρείας

Το θρησκευτικό και ηθικό ανάστημά του στέκεται σαν ωραίο πνευματικό άγαλμα στους κόλπος της Εκκλησίας του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.

ΠΗΓΗ

Αγγελικής Δαμίγου : Το συναξάρι των Αγίων

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: