Translate -TRANSLATE -

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Το παράπονο του καπετάνιου

 


«Τι μπορώ να σχολιάσω εγώ, μια στεριανή και ας είμαι νησιώτισσα. Μόνο από αυτήν την συγκλονιστική αφήγηση, ένιωσα το χτυποκάρδι της ανταριασμένης θάλασσας, και την αγάπη των θαλασσινών για το τραγούδι των σειρήνων που τα κύματα τους συνοδεύουν για ΜΙΑ ζωή ..και πως να την ...αφήσουν ;;; Είναι ο ΈΡΩΤΑΣ της ψυχής του κάθε ναυτικού».

 

Το παράπονο του καπετάνιου

 


 Ένας άγνωστος καπετάνιος στην αποβάθρα δακρυσμένος... στην πλώρη ενός πλοίου Liberty του Hellas Liberty

 

Γράφει ο Αλέξανδρος Κασίμης

 

Ήμουν δίπλα σου σήμερα, εντελώς τυχαία σε κοιτούσα διακριτικά. Κατάλαβα πολλά μου  μίλαγε ....η έκφραση του βλέμματος σου.

Οι άνθρωποι της θάλασσας καταλαβαινόμαστε από μίλια μακριά. Μυρίζουμε την αλμύρα ...που έχει ποτίσει στο κορμί μας. Τους ξεχωρίζουμε ... υπάρχει αυτή η μυρωδιά ''της καραβίλας μέσα στο πετσί τους που δεν θα φύγει ποτέ''

Είναι άλλοι. Κατηγορία ανθρώπων ξεχωριστών.

Η ηρεμία τους πάντα υπάρχει σε κάθε συνομιλία. Στην συμπεριφορά, ποτέ δεν θα φωνάξει δεν θα αγριέψει ναυτικός στην στεριά. Είναι κανόνας. Έχει περάσει τόσες δυσκολίες στην μέση του ωκεανού που στο κάθε πρόβλημα στην στεριά απλά θα χαμογελάσει.....γιατί όλα αυτά του φαίνονται τόσο ασήμαντα, που στην στιγμή θα γελάσει....

Μέσα στο πλοίο μπορεί να κατεβάσει όλους τους Αγίους και τα καντήλια, να βρίσει, να τσακωθεί. Όλοι τα έχουν ζήσει. Στην στεριά όμως είναι, οι πιο υπομονετικοί ήρεμοι άνθρωποι του κόσμου.

Ταξίδεψες μέρες, μήνες, χρόνια μέσα σε ήρεμες ή ανταριασμένες θάλασσες και ωκεανούς. Ναυάγησες, πήρες φωτιές, έμεινες καραβοφάναρο από βλάβες στις μηχανές, πηρές κλίσεις μεγάλες από μετατόπιση φορτίων με το πλοίο σου.

Ποτέ δεν έμαθε κανένας δικός σου πόσες φορές φόρεσες το σωσίβιο σου σε ώρα ανάγκης έτοιμος για να εγκαταλείψεις το πλοίο σου και να πέσεις στην άγρια θάλασσα μέσα στην νύχτα.

Όταν έφτασες στο πατρικό σου σπίτι στο νησί, εκεί γύρω όλοι στην αυλή, σε περίμεναν.

Μετά τις αγκαλιές των δικών σου αγαπημένων ανθρώπων, μάνας γυναίκας, παιδιών σου, όλοι ανυπομονούσαν … ..να ανοίξεις το μπαούλο να δούναι τι καλούδια τους έφερες.

Ένα αχταρμά από διαφορετικά πράγματα είχε ήδη μέσα ανακατεμένα

και αυτή η διαφορετική μυρωδιά από ρούχα, κολόνιες, κάποιο ραδιοφωνάκι, κάποιες πετσέτες, σεντόνια από την Αμερική,  είχαν την δική τους ξεχωριστή οσμή από το κάθε μέρος όπου αγοράστηκαν. 

 


 

Κανείς δεν σε ρώτησε πως ήταν το μπάρκο, το ταξίδι αν είχατε αβαρίες βλάβες ή τυφώνες. Απλά η ερώτηση όλων ήταν ποτέ θα ξαναφύγεις καπεταν Γιωργή να μου φέρεις μια τηλεόραση Sony Trininton από την Ιαπωνία.

Το μόνο που άκουγες συχνά ήταν ''παχυνες'', α μια χαρά θα την πέρναγες στο καράβι ...σου σχολιάζανε. Ή “αδυνάτησες'' -άλλα καλό σου έκανε είσαι πιο καλός έτσι - και ας είχες λιώσει στην βάρδια και στην υπερωρία και στο ματσακόνι για βάψιμο κρεμασμένος απέξω σε σκαλωσιά της κακιάς ώρας. Καμιά άλλη ερώτηση. Και εσύ σε μια γωνιά να κοιτάς αμήχανος και να μην μιλάς.

Βίωσες, έζησες την εργασία μέσα στο πλοίο, το ξενύχτι, την βάρδια, τον ιδρώτα στο στόκολο, την ζέστη στην μηχανή, το κρύο στην πλώρη στην μπόμπα έτοιμη για φούντο την άγκυρα.

Και ήρθε η ώρα να βγεις στην στεριά, να περάσεις τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής σου.

Κατεβαίνεις τα βήματα της σκάλας αργά και μετρημένα. Ένα κομμάτι μεγάλο από την ζωή σου την νεανική το άφησες σε αυτό το τελευταίο liberty.

Έφυγες και άφησες παντού την μυρωδιά σου. Στα ρέλια, στο τιμόνι, στην καμπίνα σου, στο καπνιστήριο, στην θέση σου στην τραπεζαρία, στην κούπα σου και σ’ όλα αυτά που σε συγκινούν και σε ρίχνουν ψυχολογικά.

Αφήνεις πίσω σου συναδέλφους, φίλους, συγγενείς, κουμπάρους, αδέλφια και πατάς το πόδι σου στην στεριά.

Όλα σου φαίνονται αλλιώτικα, ψεύτικα γεμάτη υποκρισία, οι άνθρωπου μίζεροι, αγέλαστοι, μίζεροι κακομοίρηδες, αρπακτικά όρνια να σε κλέψουν από την πρώτη στιγμή.

Ο ταξιτζής που πήρες σου λέει με κλαψιάρικο ύφος :

- Καπετάνιε δώσε ένα άλμπουρο να φουμάρω, μέσα στην ζητιανιά και στην κλάψα

- Δεν έχω ψιλά για ρέστα.. Άσε το κατοστάρικο να κάνω σεφτέ .... σου λέει όταν φτάσεις απέξω από την πόρτα του σπιτιού σου.

Χάθηκε εκείνο το χαμόγελο το πρωί στο καπνιστήριο του βαποριού με τα πειράγματα μεταξύ σας. Εκείνο το άγγιγμα το αδερφικό από τον συνάδελφό σου ναύτη ή μηχανικό.

Τίποτα δεν σε γεμίζει, δεν σε αγγίζει, δεν σε χαροποίει.

Ο χώρος μικρός στην στεριά, σου φαίνεται πιο μικρός από τα χιλιάδες μίλια που όργωσες με τα πλοία που ταξίδεψες όλα αυτά τα χρόνια.

Και κατεβαίνεις στο λιμάνι, εκεί στην αποβάθρα του, μόνος σου. 

 


 

Κοιτάς τα πλοία για ώρα που φεύγουν. Τοποθετείς αυθόρμητα τον εαυτό σου σε κάποια θέση στην δεξιά βαρδιόλα της γέφυρας.

Η άγκυρα, η δεξιά, ακόμη κρεμασμένη μέχρι να την ξεπλύνει η πιεση της θάλασσας να καθαρίσει από τον βούρκο του βυθού και έπειτα να την πάρουν επάνω να την ασφαλίσουν.

Μυρίζεις το καπνό από τις τσιμινιέρες των πλοίων.

Σκάφτεσαι....

Νοσταλγείς..

Θυμάσαι...

Η ψυχή σου ραγίζει, σπάει σε μικρά κομμάτια από ευαισθησία. Σκέψεις πόνου, καημού, μοναξιάς και αυτό το βασανιστικό καθημερινό μαρτύριο να μην περνά η ώρα, η βάρδια, η μέρα, η εβδομάδα, ο μήνας, ο χρόνος, να γυρίσεις στους δικούς σου αγαπημένους ανθρώπους.

Η απόλυτη σιωπή σου είναι το δικό σου μοναχικό ταξίδι στο παρελθόν στην ζωή σου μέσα στα πλοία που κάνεις ποτέ δεν θα μπορέσει να στο ξεριζώσει, να στο βγάλει, να στο πάρει .....  Γιατί σου ανήκει είναι δικό σου !

Δεν έχει κάνεις την ευαισθησία να σε νιώσει. Δεν πρόκειται κανείς να σε καταλάβει ...να μοιραστεί συναισθήματα από την ζωή σου στην θάλασσα. Μόνο πολλοί λίγοι ευαίσθητοι άνθρωποι.

Ξαφνικά μπαίνεις στο αυτοκίνητο σου θλιμμένος, σιωπηλός, αμίλητος και βουρκωμένος για τα χρόνια που πέρασαν σαν αστραπή τόσο γρήγορα

Η ψυχή σου δυνατή σου φωνάζει :

« Βρες μπάρκο ...να φύγουμε. 40 μέρες ταξίδι για Αμερική, Ιαπωνία ...τώρα δεν αντέχω την καραντίνα στο σπίτι ....».

Κάποιοι δικοί σου άνθρωποι, πριν ακόμη πιεις τον σπιτικό ελληνικό καφέ σου - ούτε δυο μέρες δεν έχεις που πάτησες το πόδι σου στην στεριά- σε ρωτάνε :

- Γιώργη πότε θα φύγεις για μπάρκο;;;

Ακόμη τα αυτιά σου βουίζουν από τον θόρυβο των μηχανών και  αναρωτιέσαι αν άκουσες καλά και ένα μαχαίρι στην καρδιά σου καρφώνεται σιγά-σιγά και αρχίζει να την κάνει να αιμορραγεί ....

Ακόμη δεν ήρθα και θέλουν να φύγω πάλι για μπάρκο;;; Και πνίγεσαι στις δικές σου σκέψεις όπως όλη σου την ζωή μοναχικά την πέρασες μόνος σου στην θάλασσα και στα πλοία.

Στο σπίτι σου, εκεί που κατάντησε να γίνει η φυλακή των σκέψεων και αναμνήσεων σου -σαν να ήσουν κλεισμένος ''στο μπαλαούρο'' του πλοίου- θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου

Γιώργη, θα σου φωνάζει η γυναίκα σου, τρέχα στον Σκλαβενίτη έχει ένα απορρυπαντικό 0,20 φτηνότερα ......Πήγαινε μην χάσουμε την πρόσφορα …… Kαι σκέφτεσαι πόσα εκατομμύρια χρήματα πέρασαν από τα χέρια σου και τρελαίνεσαι για τα 20 λεπτά που πρέπει να τρέξεις όπως σου έδωσε εντολή-διαταγή η γυναίκα σου. Και δεν μπορείς να το επεξεργαστείς στο μυαλό σου καθώς στα πλοία εσύ έδινες εντολές- διαταγές και έπαιρνες αποφάσεις για τις ζωές του πληρώματος και του πλοίου σου

Πειραιάς 21 Ιανουαρίου 2021

Αλέξανδρος Κασίμης

Αντιπλοίαρχος Πολεμικού Ναυτικού ε.α

Μηχανικός όχι καπετάνιος

Απλά η θάλασσα μας ενώνει

Αφιερωμένο στον άγνωστο καπετάνιο που μοιραστήκαμε την σιωπή μας σήμερα εκεί στην αποβάθρα του λιμανιού του Πειραιά ...μέσα από τα μάτια της ψυχής μας

Facebook/Alexandros Kassimis

* Το σχόλιο ήταν της κας Μαίρης Νικολαΐδη

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: