Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ Έπαιζε «κρυφτούλι» με τη νιότη

 


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, μία από τις πιο αναγνωρίσιμες και πολυσυζητημένες μορφές της νεοελληνικής ποίησης, δεν υπήρξε απλώς ένας δημιουργός – υπήρξε ένα ολόκληρο φαινόμενο. Το άρθρο του Μάνου Χωριανόπουλου μας ξεναγεί με οξυδέρκεια και ευαισθησία στις αντιφάσεις του ανθρώπου και τις ιδιαιτερότητες του ποιητή: από τις λαμπρές δημόσιες εμφανίσεις του στους κοσμικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας, μέχρι τη μοναχική του επιστροφή στο ημίφως ενός δωματίου, μπροστά σ’ ένα κερί. Μέσα από βιογραφικά στοιχεία, προσωπικές μαρτυρίες, αλλά και κριτικές –ευνοϊκές ή επικριτικές–, αναδεικνύεται η πολύπλευρη προσωπικότητα του Καβάφη: ενός ποιητή που τόλμησε να εκφράσει το ατομικό του βίωμα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή στη λογοτεχνία. Η αναγνωρισιμότητά του σήμερα, η παγκόσμια εμβέλεια του έργου του αλλά και οι διαχρονικές αντιδράσεις που προκαλεί, καθιστούν αναγκαία και πάντα επίκαιρη μια εκ νέου ανάγνωση της ζωής και της δημιουργίας του.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΚΑΒΑΦΗΣ

Έπαιζε «κρυφτούλι» με τη νιότη πίσω από την αναμμένη λάμπα

Ανάλωσε τη ζωή του ανεβοκατεβαίνοντας από τα ψηλώματα της Τέχνης στα στενά σοκάκια των καφενείων της Αλεξάνδρειας

 


Γράφει ο Μάνος Χωριανόπουλος

Γιὰ νὰ ’ρθοῦν

Ἕνα κερί ἀρκεῖ. Τὸ φῶς του τὸ ἀμυδρὸ
ἀρμόζει πιὸ καλά, θὰ ’ναι πιὸ συμπαθὲς
σὰν ἔρθουν τῆς Ἀγάπης,
ἂν ἔρθουν, οἱ Σκιές.

Ἕνα κερί ἀρκεῖ. Ἡ κάμαρη ἀπόψε
νὰ μὴν ἔχῃ φῶς πολύ. Μέσα στὴν ῥέμβην ὅλως
καὶ τὴν ὑποβολή, καὶ μὲ τὸ λίγο φῶς —
μέσα στὴν ῥέμβην  ἔτσι θὰ ὀραματισθῶ
γιὰ νὰ ’ρθοῦν τῆς Ἀγάπης, γιὰ νὰ ’ρθοῦν οἱ Σκιές.

[1920]

Στις 29 Απριλίου 1933 -από μιαν απίστευτη συγκυρία της μοίρας  - έφευγε από τη ζωή σε ηλικία 70 χρόνων- ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, την ίδια μέρα ακριβώς, πού είχε έρθει στον κόσμο (29 Απριλίου  1863).

Ο Κωστής Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης —όπως υπογραφόταν ο ίδιος, στα νεανικά του χρόνια— γράφει σε αυτογραφικό σημείωμα: «Είμαι. Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, άλλα εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια — σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ, μικρός πολύ έφυγα και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία.  Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλίαν. Στην εφηβική μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολιν. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια πού δεν επήγα.

»Ή τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω αγγλικά, γαλλικά και ολίγα ιταλικά».

Συμπληρωματικά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι ήταν γιος μεγαλέμπορου. Κι’ ακόμη, ότι είχε οκτώ μεγαλύτερα αδέλφια πού πέθαναν όλα πριν απ' αυτόν — όπως σημειώνει- ο κ. Π. Σαβίδης, στα «Ποιήματα: — Κ.Π, ΚΑΒΑΦΗ» (Τόμος Α').

Χωρίς αμφιβολία ο Κων. Καβάφης αποτελεί μιαν εντελώς ιδιόρρυθμη και ξεχωριστά ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία άνθρωπου και ποιητή που προκάλεσε και προκαλεί έντονες και αμφιλεγόμενες συζητήσεις - ακόμα και σήμερα -πενήντα ολόκληρα χρόνια από το θάνατο του.

Έτσι από το ένα μέρος προβάλλει ο τρανός ποιητής, με το βαθύτατο συμβολισμό, το μεστό φιλοσοφικό υπόστρωμα, το ανεπανάληπτο προσωπικό ύφος και τη μεγαλύτερη ίσως, υστεροφημία πού γνώρισε, ποτέ, ομότεχνός του, σε όλο τον κόσμο. Κι από το άλλο, σχολιάζεται —πικρόχολα πολλές φορές— ο ιδιωτικός του βίος, με τις αδιάλειπτες κοσμικές εμφανίσεις και τις άλλες («αδυναμίες» πού τον θέλουν: «ακτινοβολούντα, με φροντισμένη, κομψήν αμφίεση να δεσπόζει παντού, στις δημόσιες συγκεντρώσεις και ανάμεσα στους διαλεχτούς καλεσμένους του αλεξανδρινού άρχοντα Αντώνη Μπενάκη. Άλλα μετά από λίγο - οι ίδιοι πάντα κύκλοι— τον παρουσιάζουν να γλυστράει διακριτικά και να χάνεται από το κοσμικό προσκήνιο, για να βρεθεί σε μια κάμαρη του σπιτιού του, μόνος —κάτω από το λιγοστό φως του κεριού— «σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν οι Σκιές».

 


ΨΥΧΟΣΥΝΘΕΣΗ

Σαν άνθρωπος ο Καβάφης είχε και περίεργη ψυχοσύνθεση — όπως τον βιογραφούν ο Τίμος Μαλάνος, ο Πιερίδης, ο Χατζηφώτης, ο Σάρεγιάννης και άλλοι συγκαιρινοί του ή  και νεώτεροι πού τον είχαν γνωρίσει από κοντά.

Αναμφισβήτητα όμως, πιστότατη σκιαγραφία  του  ποιητή,   μας  άφησε ο άλλος μεγάλος της Λογοτεχνίας μας, ο Νίκος Καζαντζάκης, που γράφει σχετικά —από ένα ταξίδι στην Αλεξάνδρεια— όπου είχε συναντηθεί,  φυσικά   με τον  Καβάφη..

«Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του. Ανάμεσα μας είναι   ένα   μικρό   τραπεζάκι,   γιομάτο ποτήρια με χιώτικη μαστίχα και ουίσκι — και πίνουμε. Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κι' ιδέες, γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει με κάποια προσπάθεια η κουβέντα. Εγώ πολεμώ να κρύψω το γέλιο, τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Να, ένας άνθρωπος μπροστά μου, άρτιος, πού τελεί τον άθλο της Τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή,  αρχηγός,  ερημίτης, κι' υποτάσσει την περιέργεια, της φιλοδοξίας και της φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής. Έπρεπε να είχε γεννηθεί στον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία, Καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του Πάπα, έκτακτος απεσταλμένος στο παλάτι του Δόγη στη Βενετία και επί πολλά χρόνια, πίνοντας, αγαπώντας, χαζεύοντας στα κανάλια, γράφοντας, σωπαίνοντας — να διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και πολύπλοκες και σκανδαλώδεις υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας».

Και πιο κάτω, ο Ν. Κ. συνεχίζει: «Ή φωνή του είναι γεμάτη, ακκισμούς και χρώμα — και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη, γραία αμαρτωλή ψυχή του. Κοιτάζω απόψε και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή, πού αποχαιρετά αργά, παθητικά, χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία, την Αλεξάνδρεια πού  χάνει»...

Πολύ κοντινός του Καβάφη την τελευταία 20ετία πριν το θάνατο του ,του, ήταν ο γνωστός Αλεξανδρινός λογοτέχνης Πάγκος Πιερίδης που μας έχει δώσει από πρώτο χέρι αυθεντική περιγραφή απ' την ιδιόρρυθμη ζωή του ποιητή και τις γνωστές αδυναμίες πού δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ούτε  και στα στερνά χρόνια.

(«Μια σοβαρή ανάγκη, γράφει, έσπρωχνε τον Καβάφη στα σοκάκια και στα λαϊκά καφενεία: η ανάγκη της περιπέτειας. Να γνωριστεί με νέους του λαού, να τους καταπλήξει, να τους θέλξει, να τους κατακτήσει. Αυτός ο αριστοκράτης της σκέψης, αναζητούσε τα «άμορφα» παλικάρια του λαού, καθόταν στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, τους μιλούσε τους εξέταζε, τους άκουγε τους επαινούσε. Τον συγκινούσαν την ώρα εκείνη κι αργότερα τη συγκίνηση του την έκανε έργο τέχνης. Τα ηδονιστικά του ποιήματα —απόσταγμα συγκινήσεων τυχαίων γνωριμιών — φανερώνουν πόσο παθαινόταν με τα νιάτα».

Να, πώς ο ίδιος ο ποιητής «ατενίζει την ομορφιά»:

Έτσι πολύ ατένισα

Τὴν ἐμορφιὰ ἔτσι πολὺ ατένισα,
ποῦ πλήρης εἶναι αὐτῆς ἡ ὅρασίς μου.
Γραμμὲς τοῦ σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ἡδονικά.
Μαλλιὰ σὰν ἀπὸ ἀγάλματα ἑλληνικά παρμένα·
πάντα ἔμορφα, κι ἀχτένιστα σὰν εἶναι,
καὶ πέφτουν, λίγο, ἐπάνω στ' ἄσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα τῆς ἀγάπης, ὅπως τἄθελεν
ἡ ποίησίς μου....... μὲς στὲς νύχτες τῆς νεότητός μου,
μέσα στὲς νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα......

 


ΕΠΙΚΡΙΣΕΙΣ

Ο Καβάφης έγραψε όλα - όλα 154- ποιήματα, τα «ώριμα» πού επιμελήθηκαν — σημειώνει ο καθηγητής κ. Γ. Π. Σαβίδης —« ο κληρονόμος του Αλέκος Σεγκόπούλος, μέ τήν πρώτη του σύζυγο Ρίκα Αγαλλιανού και τον ζωγράφο Τάκη Καλμώχο.

Το πρώτο του ποίημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Έσπερος» της Λειψίας το 1886 κι από τότε δημοσίευε τακτικά ποιήματα του και φιλολογικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά της Αλεξάνδρειας, της Αθήνας, της Πόλης  και της Λειψίας.

Η πρώτη παρουσίαση του Καβάφη ατά Ελληνικά Γράμματα έγινε στα 1903, απ' το Γρηγόριο Ξενόπουλο, ενώ την πρώτη εμφάνιση του στο διεθνές κοινό (1919), την οφείλει ο ποιητής στον Άγγλο μυθιστοριογράφο Ε. FORSTER. Από τότε, μεταφράσεις των έργων του κυκλοφόρησαν πολλές, και σε πολλές γλώσσες — όπως στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, Ιταλικά, Ιαπωνικά ολλανδικά, γιαπωνέζικα, τούρκικα κ.ά.

Έτσι η φήμη του Καβάφη, από στενά αλεξανδρινή, στην αρχή, έγινε πανελλήνια κι αργότερα επεκτάθηκε παντού στο εξωτερικό. Κι έφτασε, στα 1952 — όταν πια δεν ζούσε ο ποιητής — ένας γνωστότατος εκδοτικός οίκος του Λονδίνου να διαφημίζει: «Έχουμε τα καλύτερα βιβλία. Από  τον Τσώσερ ως τον  Καβάφη».

Και όμως παρά τη διεθνή αυτή αναγνώριση, παραμένουν οξύτατες και συχνά άδικες επικρίσεις πού διατυπώθηκαν, κατά καιρούς, από τους αρνητές και τους πολέμιους του καβαφικού έργου:

«Θέλησε να κάμει ποίηση τις σαρκικές αδυναμίες του και τον στρεβλωμένο αισθησιασμό του» — σημειώνει για το έργο του «αισθησιακού» ποιητή,  ο  κριτικός   Ηλίας   Βουτιερίδις·

Άλλα και άλλοι σημαίνοντες των Γραμμάτων — εκείνης της εποχής— όπως ο Φώτης Πολίτης, ο Ταγκόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης, ο Π. Βλαστός, ο Σπ. Μελάς και πάρα πολλοί άλλοι, καταδίκασαν τον ηδονισμό του ποιητή και την απουσία ιδανισμού  στην  ποίησή  του.

Ο Ψυχάρης μάλιστα, ενοχλημένος αφάνταστα από την «ασυμβίβαστη γλωσσική μίξη» καθαρεύουσας και δημοτικής στην ποίηση του Καβάφη, έγραψε:

—«Ό κ. Καβάφης, άξιος διάδοχος σωστό μαθητούδι του Σουρή, κατάλαβε περίφημα, πώς δεν είναι ανάγκη να ιδρώνει ολοένα τ' αφτί μας, πώς χρειάζεται κάπου - κάπου, λίγο γλέντι. Κι έτσι έγινε πολύ εύκολα ο Καβάφης, ο καραγκιόζης της Δημοτικής».

Το ίδιο περιφρονητικός κι ένας άλλος, άξιος των νεοελληνικών Γραμμάτων, επίσης, ο Γιώργος Θεοτολάς, πρόσθεσε:

—«Προσωπικά, ένας οποιαδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών μ' ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ' ό,τι μ' ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής».

Άλλα και ο Καβάφης από την πλευρά του, γινόταν πολύ δηκτικός στις κρίσεις του, όταν μιλούσε για το έργο καταξιωμένων ομότεχνων του, που τον είχαν, όμως, πικράνει.

Να, μερικά χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιας κριτικής, πού αδικούν κατάφωρα όχι μόνον τον κρινόμενο, άλλα και τον κριτή τον ίδιο»:

—Τι εκόμισε επί τέλους ο Γρυπάρης στην Τέχνη; Το σονέτο; Γνωστό από την εποχή του Πετράρχη, Τεχνική; Την αδάνειστη από τον HEREDIA. Ιδέες; Καλούτσικες, μα όχι εντελώς δικές του. Ύστερα παιδιά, τί τεχνική είναι αυτή; από τα τρίκλωνα και ξέκλωνα; Τι σημαίνει τρίκλωνα και ξέκλωνα;

 «Όταν πρωτοφάνηκε ο Γρυπάρης, οι μετοχές του ήταν πολύ υψωμένες. Τώρα —που γνωρίσαμε το έργο του— έπεσαν. Ξεκάνετε τις μετοχές σας... Θα χάσετε...».

Και για το Λορέντζο Μαβίλη — που φθόνησε ίσως ο Καβάφης τη δόξα του, όταν είδε, ν' ανεγείρουν την προτομή του ήρωα του Δρίσκου στην Αλεξάνδρεια — έγραψε:

—«Ο Μαβίλης Λαμπρός ποιητής και λαμπρός πατριώτης! 'Αλλά εκείνη η «λήθη» του έχει ένα λάθος, σοβαρό μάλιστα:

Τέτοια ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε

στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση.

Και στη συνέχεια σχολιάζει ο ίδιος;

«Περίεργες αυτές οι ψυχές —παρατηρεί ο ποιητής. Καλά ήπιαν μια φορά' το νερό της λήθης και λησμόνησαν. Τι θέλουν οι ευλογημένες και ξαναπηγαίνουν!... Τί θέλουν και ξαναπηγαίνουν! αφού  λησμόνησαν !...»,

Βαρύτατες επικρίσεις είχε διατυπώσει ακόμη ο Καβάφης και για τα έργα του εθνικού μας Βάρδου Κωστή Παλαμά — καθώς και για αλλούς ποιητές της εποχής. Κι όταν αργότερα —σε μια φιλολογική συγκέντρωση— προσκλήθηκε να τις επαναλάβει, αρκέσθηκε να κουνήσει, αρνητικά,  το  κεφάλι του.

Κι όταν πάλι, τον έφεραν σε αδιέξοδο οι «αντιφρονούντες», υπενθυμίζοντας του, τα ίδια τα «αιχμηρά» σχόλια ταυ, εκείνος δέχθηκε:

— Μπορεί κάτι να έχω πει. Δεν θυμάμαι τίποτα πια, από εκείνα τα λόγια...

 

ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ

Αλλά και για το Σωτήρη Σκίπη, δεν φαίνεται να διατηρούσε πολύ φιλικά αισθήματα ο Καβάφης, αφού σ' ένα από τα συχνά ταξίδια του πρώτου στην Αλεξάνδρεια βρήκε την ευκαιρία ο δεύτερος να πληροφορήσει τους φίλους του:

— Τα μάθατε; Ενέσκηψε ο Σκιπίων.

Η κ. Κυβέλη Σεγκοπούλου, που έγινε σύζυγος του Αλέκου Σεγκόπουλου μοναδικού κληρονόμου του Καβάφη  (μετά το θάνατο της πρώτης συζύγου ταυ, της ποιήτριας; Ρίκας Αγαλλιανού) με δέχθηκε πολύ ευγενικά σπίτι της. Σπευσίπου 23 και μιλώντας για τη στενή φιλία Καβάφη —  Σεγκόπουλου,  είπε:

    «Ο Κούλης είπε πολλά γι' αυτή τη φίλια... Αλλά ήταν όλα φανταστικά, Ο Καβάφης με τον άντρα, μου είχαν ψυχικό δεσμό. Αυτό πού λέμε, ψυχική συγγένεια. Κι έμοιαζαν οι δύο τους, σε πάρα πολλά σημεία.

»Σας θυμίζω, άλλωστε, ότι έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια για τους νέους ποιητές και συγγραφείς που δεχόταν πρόθυμα στο σαλόνι του και είχε πάντα να τους πει καλά λόγια και να τους ενθαρρύνει στα πρώτα  τους   βήματα,

«Εκείνη την εποχή ο Αλέκος έβγάζε το λογοτεχνικό περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη» κι ήταν φυσικό„ να δημιουργηθεί στενός δεσμός μεταξύ τους, τον όποιο ο κόσμος παρεξηγούσε.

Άλλωστε ο Αλέκος, δεν ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που τον  επισκεπτόταν συχνά. Όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της Αλεξάνδρειας τον συναναστρέφονταν —και επιδίωκαν μάλιστα τη φιλία του και την εύνοια  του.

«Ας μυν ξεχνάμε, πρόσθεσε, ότι η μορφή του Καβάφη, μοναδική μορφή ευπατρίδη και άρχοντα κυριαρχούσε, τότε, στην Αλεξάνδρεια. Κι έχει μείνει ιστορικό το φιλολογικό του σαλόνι, στο σπίτι του της οδού «Λέψιους» πλάι στο ελληνικό νοσοκομείο που υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα, με τ' όνομα του, ίσαμε σήμερα.

»Κι εκεί, βρισκόντουσαν κάθε Τρίτη, όλα τα μεγάλα ονόματα στο χόρο του πνεύματος, όπως ο Μοδινός, ο Δ. Χαριτάτος, ο Αλέξανδρος Καμπάς, ο Γιάγκος Πιερίδης, ο Γιώργος Παπουτσάκης αι πολλοί άλλοι».

Ερώτηση: Είναι γνωστό  κ. Σεγκοπούλου οτι ο Καβάφης έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη στους νέους. Με τον Σεγκόπουλο ήταν συγκαιρινοί;        


Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

ΑΠ.: Είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας. 'Ο Αλέκος γεννήθηκε το 1898 καί ό Καβάφης το 1863. Τόν περνούσε, δηλαδή, 35 ολόκληρα χρόνια.

ΕΡ.: Πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο Καβάφης, μετά από ένα τόσο ευρύ κύκλο φίλων, άφησε τον Σεγκύπουλο γενικό κληρονόμο   της   περιουσίας   του;

ΑΠ.: Σας είπα και πριν. Έμοιαζαν σε πολλά σαν χαρακτήρες οι δύο άνδρες. Είχαν κοινά ενδιαφέροντα. Και τους ένωσε δυνατή φιλία. Γι' αυτό και του τα άφησε όλα: Χειρόγραφα, βιβλία, βιβλιοθήκες, έπιπλα. Ναι, όλα τα έπιπλα πού βλέπετε  γύρω σας ήταν  του   Καβάφη.

ΕΡ.: Πράγματι μ' όλα αυτά τα έξοχα έπιπλα, τα βιβλία, τους πίνακες και τα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή, το σπίτι σας,, ουσιαστικά, έχει γίνει Μουσείο Καβάφη. Αυτή ήταν η επιθυμία του ποιητή;

ΑΠ.: Αυτά όλα, «κατ' επιθυμία» του άντρα μου  θα δοθούν στο Μσυσείο Μπενάκη. Τα χειρόγραφα του ποιητή είναι σε σίγουρα χέρια. Τα έχουμε δώσει στον καθηγητή κ. Σαβίδη, πού λατρεύει πραγματικά τον Καβάφη.

Το τελευταίο ταξίδι – από τα λίγα που' πραγματοποίησε ο ποιητής— στην Ελλάδα, έγινε στις 4 Ιουλίου 1932, όταν πια η υγεία του είχε κλονισθεί σοβαρά. Έπασχε από καρκίνο του λάρυγγα και τον έβαλαν οι Σεγκόπουλοι στον «Ερυθρό Σταυρό», οπού του έγινε τραχειοτομή κι από τότε, για τέσσερις μήνες, δεν είδε μια μέρα καλή. Έφθινε διαρκώς. Χειρότερο, όμως, πώς δεν μπορούσε πια να μιλεί και έγραφε σ' ένα σημειωματάριο,   ο,τι  ήθελε να πει.

Τελικά, στα μέσα Νοεμβρίου 1932 —καταπτοημένος από την ταλαιπωρία του— γύρισε στην Αλεξάνδρεια και έγραψε, τότε, το τελευταίο ποίημα του,, μέ τον προχρονολογημένο τίτλο «Μέρες του  1908».

 

ΤΑ ΚΕΡΙΑ

Το ποίημα αυτό (17.11.32) ήταν το τελευταίο: Μια νοσταλγική αναδρομή του ποιητή, μέσα από το στερνό καταχείμωνο της ζωής, στη φευγάτη άνοιξη —μέ τις ηδονιστικές θύμησες μιας ακόμη, άνομης ερωτικής περιπέτειας...

Από τότε όμως ο ποιητής έμπαινε τώρα πια, στη μικρή ευθεία πριν απ' το τέλος και μέρα τη μέρα, πιο πολύ, είχε την αίσθηση της απειλής του θανάτου, καθώς τα σβηστά κεριά —«θλιβερή γραμμή»— πλήθαιναν ολοένα ενώ τ' άλλα, τ' αναμμένα, καί λιγοστά, τρεμόσβηναν εμπρός του...

Έτσι το μοιραίο δεν άργησε να συμβεί, όταν μετά από 6 μήνες — στις 28Απριλίου 1933— έπαθε συμφόρηση και δεν άντεξε. Πέθανε, την άλλη μέρα, το πρωί, στο Ελληνικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας και το απόγευμα της ίδιας ημέρας, έγινε ή κηδεία του στο ελληνικό νεκροταφείο του Σάτμπυ. Τον έθαψαν στον οικογενειακό τάφο των Καβάφηδων, πού αργότερα, με φροντίδα του δήμου της πόλεως, κηρύχθηκε σαν  «διατηρητέο μνημείο».

 

ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

13 ΜΑΡΤΙΟΥ 1983

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: