ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΙΘΟΥΣΑΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1930
Περί του βίου του ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ ΜΠΟΥΤΗ
Στο φύλο 113 (Νοεμβρίου –Δεκεμβρίου 1988) της τοπικής εφημερίδας «ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΑ» υπάρχει στην τελευταία σελίδα ένα άρθρο που με εντυπωσίασε. Είναι ένα πολύ καλογραμμένο άρθρο του Αριστείδη Μπαρούνη και αναφέρεται σε μια προσωπικότητα της Προπολεμικής Ανδρίτσαινας τον βουλευτή, δικηγόρο των πτωχών και αντιστασιακό Γιαννάκο Μπούτη. Προσωπικά από το περιβάλλον μου δεν μου έτυχε να ακούσω για κανένα από τους δύο. Στο διαδίκτυο μάλιστα γκουγκλάροντας δεν κατάφερα να βρω πληροφορίες που θα με διαφώτιζαν περισσότερο. Μάλιστα μπορώ να πω ότι βρήκα περισσότερα στοιχεία για τον συγγραφέα που έχει πεθάνει παρά για τον βιογραφούμενο.
Στην περιγραφή του συγγραφέα μου έκανε εντύπωση η αναφορά για Δικαστήρια στην Ανδρίτσαινα κάτι που από την έρευνά μου δεν προέκυψε καθώς από το βιβλίο «Δικηγορικός-Συμβολαιογραφικός Οδηγός της Ελλάδος του 1932-33» πουθενά δεν αναφέρεται Δικαστικό Κατάστημα στην Ανδρίτσαινα. Σε ερώτησή μου αν υπήρξαν ποτέ δικαστήρια στην Ανδρίτσαινα η απάντηση ήταν:
"Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μόνιμων δικαστηρίων στην Ανδρίτσαινα. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι δικαστικές διαδικασίες πραγματοποιούνταν στην περιοχή, πιθανόν με τη μορφή περιοδεύοντων δικαστηρίων ή έκτακτων συνεδριάσεων για την επίλυση τοπικών διαφορών.
Η Ανδρίτσαινα έχει πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, με σημαντικά κτίρια και ιδρύματα όπως η Νικολοπούλειος Βιβλιοθήκη και το Λαογραφικό Μουσείο. Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές για τη χρήση αυτών των κτιρίων ως δικαστήρια, είναι πιθανό ότι φιλοξενούσαν διάφορες διοικητικές και κοινοτικές λειτουργίες στο παρελθόν.
Επιπλέον, η Ανδρίτσαινα έχει αναδείξει σημαντικές προσωπικότητες στον τομέα της δικαιοσύνης, όπως ο Δημήτριος Κιουσόπουλος, ο οποίος διετέλεσε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ελλάδας . Αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη νομικής παράδοσης στην περιοχή, αν και δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη δικαστικών ιδρυμάτων".
Τελικά στο βιβλίο «Δικηγορικός-Συμβολαιογραφικός Οδηγός της Ελλάδος του 1932-33» αναζήτησα και βρήκα ότι ο Ιωάννης Μπούτης ήταν Δικηγόρος Ανδριτσαίνης και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας. Άλλοι δικηγόροι Ανδριτσαίνης ήταν την ίδια περίοδο οι: Αιλιανός Αθανάσιος, Αμπαριώτης Πολυχρόνης, Κυριλλόπουλος Διομήδης, Παπαδημητρίου Δημήτρης, Πολυχρονόπουλος Μιχαήλ και ο Πρίγκουρης Παναγιώτης .
Πρωτοδικείο Κυπαρισσίας
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΑΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ ΜΠΟΥΤΗΣ:
Ο βουλευτής, ο Δικηγόρος των πτωχών, ο Αντιστασιακος
Του Αριστείδη Μπαρούνη
Είναι Πέμπτη πρωινό. Μια ημέρα σαν όλες τις άλλες για τους περισσότερους κατοίκους της μεσαιωνικής κωμόπολης της Ανδρίτσαινας. Οι κάτοικοι του ενεργού πληθυσμού από το πρωί βρίσκονται στις θέσεις τους. Οι καταστηματάρχες στα μαγαζιά τους, οι δημόσιοι, υπάλληλοι στα γραφεία τους, οι μαθητές με τα πηλίκια και τις τσάντες κατευθύνονται στα σχολεία τους. Μερικοί αργόσχολοι (και υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι) έχουν πιάσει τις ίδιες πάντα θέσεις στα καφενεία και στα ουζοπωλεία. Ορισμένοι και στα κρασοπωλεία. Όμως μια ασυνήθιστη κίνηση παρατηρείται στην ανατολική πλατεία, σ' αυτήν που καλύπτει, με τα τραπέζια του το Ζαχαροπλαστείο του Ν. Μπαρούνη. Κοντά στα δικαστήρια. Βλέπεις εκεί ανθρώπους κάθε λογής και προέλευσης ως επί το πλείστον αρειμάνιους χωριάτες (μερικοί από αυτούς κρατούν γκλίτσες) αλλά και περιποιημένους μικροαστούς, όλοι βγαλμένοι από το ίδιο πάντα μαθηματικό υποσύνολο των κατ' επάγγελμα ή από χόμπι θαμώνων των δικαστηρίων.
Το πλήθος κινείται προς κάθε κατεύθυνση. Άλλοι πίνουν καφέδες συνήθως βαρύ γλυκούς άλλοι πίνουν ούζα και άλλοι έχουν (ψιλή αλλά σοβαρή κουβέντα με κάποιους άψογα ντυμένους κυρίους που κρατούν χαρτοφύλακες με δικαστικά έγγραφα. Είναι οι δικηγόροι της προπολεμικής Ανδρίτσαινας 12 έως 15 τον αριθμό. Πρόκειται για μια δικάσιμο των δικαστηρίων της Ανδρίτσαινας. Ανάμεσα τους προς αποφυγήν εκτρόπων μπορείς να διακρίνεις τους κρατικούς αξιωματούχους της ασφάλειας με τις απαστράπτουσες σαρδέλες στα μανίκια της τότε βαθυπράσινης στολής των χωροφυλάκων. Μπορείς ακόμα να διακρίνεις καμιά φορά και μερικούς κληρικούς ιερωμένους κυρίως από τα πέρα χωριά που προς στιγμή ξέχασαν τα χριστιανικά πρότυπα της «άλλης παρειάς» ή «τον ζητείτε, και δόσουσιν» και βρέθηκαν εκεί για να υποστηρίξουν κάποιο νόμιμο κατ' αυτούς δικαίωμα ή καμία φορά αμφισβητούμενης νομιμότητας δικαιώματά τους. Ανάμεσα στο αεικίνητο πλήθος ξεχωρίζει ένας λεβεντόκορμος συμπαθητικός κύριος, πρώτο ανάστημα, με αριστοκρατική εμφάνιση και πρόσωπο σπαθί, που τονίζει μια γκρίζα γραβάτα ή παπιγιόν να δένει απόλυτα με ένα κομψό συνήθως γκρι κοστούμι τελευταία λέξη της τότε μόδας. Κάτω από το αυστηρό και σοβαρό παρουσιαστικό του αριστοκράτη και του διανοούμενου μπορείς να διακρίνεις το γλυκό βλέμμα του μεγάλου ανθρωπιστή.
Είναι ο Γιαννάκος Μπούτης, πρώην βουλευτής και το νούμερο ένα των δικηγόρων της προπολεμικής Ανδρίτσαινας.
Συνήθως του αναθέτουν τις πιο σοβαρές ή δύσκολες υποθέσεις με την βεβαιότητα ή την ελπίδα άτι θα τις φέρει σε αίσιο πέρας. Και αυτό συμβαίνει τις περισσότερες φορές, γιατί ο Γιαννάκος, πρώτον διαλέγει τις δουλειές που αναλαμβάνει αποφεύγοντας τις άδικες και χαμένες υποθέσεις και δεύτερο γιατί όταν αγορεύει στο δικαστήριο η στεντόρεια φωνή του και η αδιάλειπτη ροή του λόγου του καθηλώνει δικαστές και ακροατήριο σε βαθμό που δύσκολα θα βγει απόφαση αντίθετη με τις νομικά (θεμελιωμένες προτάσεις του.
Εκτός όμως από τις δύσκολες υποθέσεις ο Μπούτης αναλαμβάνει και τις υποθέσεις των πτωχών. Στο Γιαννάκο μπορούσε κάποιος να απευθυνθεί για δικαστική του υπόθεση και όταν δεν είχε στην τσέπη του λεπτά περισσότερα από όσα χρειάζονται για έναν καφέ. Στην ερώτηση του πελάτη μετά από την ως επί το πλείστον ευνοϊκή γι' αυτόν έκβαση της υπόθεσης του, για το ύψος της αμοιβής, η απάντηση, εάν είναι πτωχός, είναι στερεότυπη: «Να πας στην ευχή της Παναγιάς».
Ευκατάστατος από προσωπική εργασία, πατρική περιουσία και ένα πετυχημένο γάμο με την μοναχοκόρη του πλούσιου κτηματία και τσέλιγκα του Φαναριού Πάπαρη, ο Μπούτης δεν περιμένει τίποτα από την δικηγορία, την βλέπει σαν ένια χόμπι και ένα τρόπο να εξυπηρετεί τους πολιτικούς του φίλους όπως συνήθιζε να κάνει από την εποχή που ήτανε βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων στην περίοδο 1932-1936.
Πέρα όμως από αυτή την σκοπιμότητα, ο Μπούτης αγαπά την δικηγορία γιατί ταιριάζει στον χαρακτήρα του και ξέρει ότι το να αγαπάς το επάγγελμα που κάνεις είναι η πρώτη και κύρια προϋπόθεση για να επιτύχεις σε αυτό. Βεβαίως αγαπάει και την υψηλού επιπέδου δικηγορία γιατί είναι δύσκολο να φαντασθούμε τον Μπούτη επικεφαλής συνεργείου δικαστικών κλητήρων να εποπτεύει μια έξωση. Είναι ικανός να πληρώσει εξ ιδίων τα καθυστερούμενα ενοίκια παρά να αναλάβει μια τέτοια υπόθεση.
Τα μεσημέρια μετά τα δικαστήρια ή φεύγοντας από το γραφείο του, πίνει ούζο με τον διοικητή της Ασφάλειας, τους γιατρούς της πόλης, τους πελάτες του τις περισσότερες φορές, με τον ποιητή Γιάννη Κοσμόπουλου, με τον οποίο ανταλλάσσει ελαφρό χιούμορ και με κάθε συμπολίτη άσχετα από την κοινωνική του θέση. Η καλοσύνη του γίνεται ακόμη περισσότερο έκδηλη με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα μικρά παιδιά, όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά, άσχετα αν είναι φτωχά ή πλούσια. Ένα αλαφρό τσίμπημα στο μάγουλο και μετά ακολουθεί η στερεότυπη ερώτηση : Καλό παιδί ή παλιόπαιδο; Πρέπει να απαντήσεις καλό παιδί για να σε αφήσει να φύγεις.
Τα βράδια μετά την βόλτα στην οποία δίνει συνήθως το παρόν με το άψογο ντύσιμο του γεννημένου αριστοκράτη, παίζει μπριτζ με τον υπομοίραρχο Μουσαγέα, τον έφορο Φούλια, τον Χρήστο Κότσικα και άλλους επαΐοντες του παιχνιδιού αυτού. Σε όλη την διάρκεια του παιχνιδιού στο οποίο θεωρείται εξπέρ, κριτικάρει σε έντονο αλλά και καλόπιστο ύφος το παίξιμο των συμπαικτών του ή την εξέλιξη του παιχνιδιού. Οι συμπαίκτες του, που γνωρίζουν την αδυναμία του αυτή τον αντιμετωπίζουν στωικά, μόνο ο Μουσαγέας πού και πού του αντιμιλά.
Τον υπόλοιπο χρόνο τον καταναλίσκει ασχολούμενος με τα κοινά, ή δίνοντας συμβουλές σε κάθε συμπολίτη του για κάθε θέμα που τον απασχολεί.
Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ και απέραντη καλοσύνη προς όλους.
Η ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Τα ευτυχισμένα χρόνια του μεσοπολέμου πέρασαν και ήλθε ο πόλεμος του 1940 και η κατοχή. Μεταξύ 1941 και αρχών 1942 ενεφανίσθη στην ελληνική ύπαιθρο μια αριστερίστικη οργάνωση, το ΕΑΜ, η οποία στην Ολυμπία σαν πρώτο μέλημα της έβαλε να προσεγγίσει τον Μπούτη. Παρά το γεγονός ότι ιδεολογικά η οργάνωση του ήτανε ξένη, ο Μπούτης κατατάγηκε σε αυτήν σαν υπεύθυνος της εαμικής οργάνωσης Ανδρίτσαινας. Οι σκοποί της οργάνωσης στο σύνολο τους είτε έγιναν αντιληπτοί από τον Μπούτη άμεσα είτε έγκαιρα πάντα δεν ταυτιζόταν με την ιδεολογία ενός ακραιφνή δημοκράτη.
Φαίνεται ότι ο Μπούτης αγνοούσε ή έβαλε σε δεύτερη μοίρα τους άλλους σκοπούς και πρόσεξε μόνο τον ένα, τον κατά τη γνώμη του βασικό. Την αντίσταση κατά των Γερμανών.
Η παρουσία του Μπούτη στο ΕΑΜ της Ανδρίτσαινας είχε πλην των άλλων σαν αποτέλεσμα την άμβλυνση των παθών που αναπτύχθηκαν από την σύγκρουση της οργάνωσης του ΕΑΜ με άλλες αντιστασιακές ομάδες εθνικιστών που εμφανίσθηκαν στα βουνά της Ολυμπίας. Το σπέρμα του εμφυλίου πολέμου είχε ριχθεί αλλά ο Μπούτης έκανε ό,τι του ήτανε δυνατόν για να τον αποφύγει τουλάχιστον στην Ολυμπία. Αυτό το πέτυχε με αποτέλεσμα να μην υπάρξουν στην Ανδρίτσαινα τουλάχιστον αιματηρές εξελίξεις όπως εκτελέσεις αντιφρονούντων από το ΕΑΜ κλπ., όπως έγιναν στις περισσότερες γειτονικές προς την Ανδρίτσαινα οργανώσεις.
Στα πλαίσια των προσπαθειών του αυτών για την αποφυγή συγκρούσεων εντάσσεται η προσπάθεια του Μπούτη να αποφευχθεί η επίθεση των ομάδων του Ναπολέοντα κατά του αποσπάσματος Θεοχαρόπουλου μέσα στην Ανδρίτσαινα, επίθεση για την οποία τα τιμήματα του ΕΑΜ είχαν ήδη πάρει θέσεις (Αύγουστος 1942). Βέβαια ο Μπούτης θα ήθελε να ματαιωθεί τελείως αυτή η επίθεση η οποία έγινε την επομένη στα Νιβιτσοχώρια, αλλά κάτι τέτοιο ήτανε πέραν των δυνάμεων του.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ — ΔΡΑΜΑ
Χειμώνας 1943. Η Ανδρίτσαινα εγκαταλελειμμένη από το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων, μοιάζει νεκρή πολιτεία. Άλλοι φιλοξενούνταν σε γειτονικά χωριά, άλλοι μένουν σε αγροικίες κοντά ή μακριά από το χωριό και άλλοι έχουν βγει στο Αντάρτικο. Μόνο οι γέροι και ορισμένα παιδιά έχουν μείνει σε κάποιες γειτονιές μια και πληροφορίες Εαμίτικης προέλευσης φέρνουν σαν επικείμενη μια εκκαθαριστική επιχείρηση του γερμανικού στρατού κατοχής στην ανταρτοκρατούμενη ορεινή Ολυμπία. Μετά από λίγες ημέρες κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό στον αυχένα του βουνού κοντά στα Κανελέικα αλώνια διαγράφηκαν οι σκιές μιας ομάδας Γερμανών μοτοσικλετιστών. Μια άλλη ομάδα πλαγιοφυλακής πέρασε από τις πλαγιές του Μουριά στον Αγιολιά και απ’ εκεί στο Πανωχώρι. Ήτανε οι εμπροσθοφυλακές μιας μεγάλης μηχανοκίνητης γερμανικής φάλαγγας η οποία σε λίγο είχε αναπτυχθεί σε όλο το μήκος του κεντρικού δρόμου από τα Σουλινάρια μέχρι την Καμπενίτσα. Ξαφνικά ένα απόσπασμα αποχωρίσθηκε από την κύρια φάλαγγα κι από τρείς κατευθύνσεις κατηφορίζει τα στενά προς τον Αίγιο Γιάννη. Μερικοί άνδρες του αποσπάσματος ακροβολίζονται πάνοπλοι στα γύρω σπίτια και στο δρόμο.
Κάποιοι άλλοι του Μηχανικού σπρώχνουν κάτι χονδρά βαρέλια με εύφλεκτο υγρό προς το σπίτι το Μπούτη. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος ρίχνει μια βόμβα μολότοφ ανάμεσα στα βαρέλια και σε χρόνο μηδέν το σπίτι του Μπούτη με την βαριά επίπλωση και την απέραντη οικοσκευή έχει γίνει παρανάλωμα της φωτιάς. Ιδρώτας και εργασία μισού αιώνα ζωής είχαν θυσιαστεί στο όνομα ενός αντιστασιακού αγώνα που από άλλους χειροκροτήθηκε και από άλλους κατακρίθηκε. Οι κατακτητές είχαν εκδικηθεί τον υπ' αριθμόν 1 αντιστασιακό της Ολυμπίας.
Το κτύπημα για κάθε άλλον θα ήτανε εξουθενωτικό αλλά ο Μπούτης απαλλαγμένος από μικροαστικές προκαταλήψεις και αποδεσμευμένος από το σύνδρομο του καλοπερασάκια μικροαστού, το αντιμετώπισε ηρωικά σαν φυσική συνέπεια μιας δικής του πράξης για την οποία αναλάμβανε πέρα για πέρα την ευθύνη. Ο άρχοντας που ζούσε στο τριώροφο βολεύθηκε σε ένα γειτονικό ισόγειο σπίτι, μέχρι το τέλος του βίου του.
Το 1944 που ακολούθησε, έφερε μια νέα μεγαλύτερη απογοήτευση για τον Μπούτη, όταν οι κομμουνιστές του ΕΑΜ αρνήθηκαν να τον ορίσουν εκπρόσωπο της Ολυμπίας στην ΠΕΕΑ, προτιμώντας αντί για τον γνήσιο αντιστασιακό, έναν ιδεολόγο κομμουνιστή από τα Πάνω χωριά, τον γιατρό Φωτόπουλο.
Ήρθε η απελευθέρωση το 1945 και οι εκλογές του 1946.
Ο Μπούτης απογοητευμένος από την εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα σε εμφύλιο πόλεμο, από την μεταχείριση που του επεφύλαξαν οι κομμουνιστές συναγωνιστές του και από την προσωπική του περιπέτεια, αποούρεται από τα κοινά. Άλλωστε δεν υπάρχει θέση στους συνδυασμούς των αστικών κομμάτων γα έναν αντιστασιακό του ΕΑΜ. Έτσι τελείωσε η πολιτική καριέρα του Μπούτη, ο οποίος θα ήτανε σίγουρος βουλευτής και υπουργός αργότερα, αν μετείχε των εκλογών με το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Αποτραβηγμένος οπό τα κοινά, αφοσιώθηκε στην δικηγορία του, μέχρι το τέλος του βίου του. Πέθανε σε όχι πολύ βαθύ γήρας, εκεί γύρω στα 77 χρόνια. Οι κακουχίες του αγώνα και η, απογοήτευση από τους συναγωνιστές του τον έστειλαν πριν την ώρα του στον τάφο.
Ο Μπούτης υπήρξε αναμφισβήτητα μια από τις μεγαλύτερες Ολυμπιακές προσωπικότητες για τον 20ό αιώνα. Η Ολυμπία και η Ανδρίτσαινα του οφείλουν πολλά. Οι Ανδριτσάνοι όταν θα θέλουν να περηφανευθούν, τέτοιους βγάζει η πόλη μας, πρέπει να λένε.
Ο στίχος επίγραμμα του Καβάφη του ταιριάξει απόλυτα :
Aνδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ' ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος.
Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας. —
"ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΑ 1988"
ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ ΜΠΟΥΤΗΣ
Ο Γιαννάκος Μπούτης δεν ήταν απλώς μια αξιοσέβαστη προσωπικότητα της τοπικής κοινωνίας· υπήρξε σύμβολο ανθρωπιάς, δικαιοσύνης και πολιτικής εντιμότητας. Σε μια εποχή γεμάτη αντιφάσεις και κοινωνικούς κραδασμούς, κατάφερε να διατηρήσει αταλάντευτη τη δημοκρατική του συνείδηση και να σταθεί δίπλα στον λαό, είτε μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων είτε στα ταραγμένα χρόνια της Αντίστασης. Η παρουσία του στην Ανδρίτσαινα, όπως περιγράφεται γλαφυρά στο άρθρο του Μπαρούνη, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για την εμβέλεια της προσφοράς του. Η ιστορική μνήμη έχει καθήκον να τον διαφυλάξει και να του αποδώσει τη θέση που του αξίζει, όχι μόνο στις τοπικές αφηγήσεις, αλλά και στη συλλογική εθνική συνείδηση. Ανθρώποι όπως ο Μπούτης μάς υπενθυμίζουν πως η Ιστορία δεν γράφεται μόνο από τους επώνυμους ήρωες, αλλά και από εκείνους που έζησαν με αξιοπρέπεια και συνέπεια απέναντι στον εαυτό τους και την κοινωνία.
ΚΑΓ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ
Θυμάμαι πόσες φορές η γιαγιά μου η Όλγα, μου είχε διηγηθεί την ιστορία, για το πως οι Γερμανοί έκαψαν το σπίτι του Μπούτη. Για τις μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών που τους έβλεπαν να έρχονται απο τη δημοσιά πέρα από τα Σουληνάρια. Για τους στρατιώτες που σταμάτησαν στην αγορά πήραν τα βαρέλια και ανέβηκαν στο σπίτι. Για τις φωνές τους όταν έδιναν διαταγές να περιχύσουν το σπίτι με το περιεχόμενο των βαρελιών και στο τέλος να το κάψουν. Για την είδηση που μεταδίδοταν από στόμα σε στόμα "έκαψαν το σπίτι του Μπούτη"
Ο Γιαννάκος Μπούτης όντως ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα της Ανδρίτσαινας και η φήμη του έφτανε και στα γύρω χωριά της περιοχής. Ήταν όπως περιγράφεται στο άρθρο, το απάγκιο τον φτωχών και κατατρεγμένων. Επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά, ότι τα φωτεινά μυαλά σκέπτονται αριστερά!
Η φήμη του μπάρμπα Γιαννννάκου (έτσι τον αποκαλούσαν) κυκλοφορούσε σε όλα τα χωριά όπως και στο χωριό μου. Για κάποια σκληραίικη δικαστική υπόθεση, του είχε δωθεί μάλλον ως αποζημίωση ένα χωράφι κοντά στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής το οποίο ποτέ δεν καλλιέργησε και ήταν ελευθέρας βοσκής σε όλα τα κοπάδια! Όλοι το ήξεραν και μερικοί ακόμη το ξέρουμε ως "Το χωράφι του Μπούτης".
Είναι αυτός που αποκαλούσε τους Ανδρίτσαινας και ας τον συγχωρέσουν "Τοκιστές και σουλατσαδόρους".
Κυκλοφορούσε και μια ευτράπελη ιστορία, που τον φέρει να πετάει το ραδιόφωνο από το παράθυρο του σπιτιού του, επειδή τα εκλογικά αποτελέσματα που μεταδίδοντο δεν ήταν ευνοϊκά για τον ίδιο(1958 ή 1961).
Τέλος στην Ανδρίτσαινα λειτουργούσε Ειρηνοδικείο μέχρι την δεκαετία του '70 σε διάφορες αίθουσες σπιτιών της κωμόπολης μια φορά κάθε μήνα τουλάχιστον, το οποίο συνερχόταν και δίκαζε και στο χωριό Αμπελιώνα μέχρι την δεκαετία του '60.
Ας είναι αναπαυόμενος..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου