Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Η εποχή των (γυαλιστερών) εικόνων...


Της ΜΑΡΙΑΣ ΑΡΑΚΑΔΑΚΗ

«…Ο καλλιτέχνης αφ' ενός μας καλεί να συμμεριστούμε τις συνθήκες διαβίωσης εκείνων που έζησαν αποκλεισμένοι στο νησί από το 1904 μέχρι και το 1957 και αφετέρου μας προσφέρει μια διέξοδο μέσω της τέχνης. Ο τρίτος στόχος του είναι η διατομεακή συλλειτουργία τεχνών και επιστήμης και η ουμανιστική συν-θεώρηση παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Αυτός είναι ο λόγος που το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα αγκαλιάζει, πέρα από τα εικαστικά, τη μουσική, την αρχαιολογία και την επιστήμη», αναφέρει στο εισαγωγικό της σημείωμα στον κατάλογο της έκθεσης η ιστορικός τέχνης Κατερίνα Κοσκινά(…)

Την περασμένη Πέμπτη 16/8, τα μεσάνυχτα, στήθηκα γεμάτη προσμονή μπροστά στην τηλεόραση για να παρακολουθήσω από την ΕΤ-1 την παρουσίαση της έκθεσης «Tsoclis-Εσύ, ο τελευταίος λεπρός», την οποία δεν μπόρεσα ακόμη να δω από κοντά, και τη συνέντευξη του Κώστα Τσόκλη  στην Κατερίνα Ζαχαροπούλου, υπεύθυνη της ποιοτικής εκπομπής «Η εποχή των Εικόνων».
"Μου είναι όμως αδύνατο να καταλάβω πώς ένας καλλιτέχνης τόσο ταλαντούχος, μετά από πολύμηνο πηγαινέλα στο νησί για την προετοιμασία της έκθεσης,έχοντάς το δει όλες τις ώρες της μέρας και από όλες τις οπτικές γωνίες, δεν κατόρθωσε να διακρίνει στο συγκρότημα αυτό ΚΑΜΙΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΞΙΑ, παρά μόνο την εύκολη συναισθηματική φόρτιση από την ιστορία του κολαστηρίου, που έτσι κι αλλιώς την αντιλαμβάνεται και ο πιο ανίδεος επισκέπτης. Πώς δεν αντιλήφθηκε ότι το επιβλητικό φρουριακό συγκρότημα έχει κι αυτό αισθητικές αρετές, πασιφανείς μέσα στο μεγαλείο της επιβλητικής ογκοπλασίας, την αυστηρότητα των λιτών, χρηστικών μορφών.." ( Francesco Basilicata, Scoglio et fort(ez)za di Spinalonga 1619)


Στο ντοκυμαντέρ που παρακολούθησα, οι περισσότερες από τις παρεμβάσεις στη Σπιναλόγκα (έτσι όπως αναμεταδόθηκαν τουλάχιστον) μου φάνηκαν πετυχημένες, είχαν εικαστικό ενδιαφέρον -μου άρεσε η εικόνα που παραθέτω, με ό,τι αυτή συμβολίζει- και προσπαθούσαν κάτι να πουν στον ανυποψίαστο θεατή για τον ξεχωριστό αυτό τόπο. Υπήρξε ωστόσο μια αποστροφή στο λόγου του καλλιτέχνη, που υποθέτω για τους περισσότερους θα πέρασε εντελώς απαρατήρητη, η οποία μου δημιούργησε πολλές αμφιβολίες για το τι κατάλαβε ο ίδιος από τη Σπιναλόγκα, έτσι ώστε να μπορεί να κάνει και τους άλλους να καταλάβουν: 
“Εμένα πάντως αυτό το νησί δεν με εντυπωσίασε. Δεν έχει και τίποτα να δεις, δεν ξέρω τί έρχονται και βλέπουν. Έχει βέβαια τα τείχη, που οι ειδικοί λένε ότι είναι σημαντικά, αλλά δεν είναι αυτό, είναι μόνο ο χώρος. Όχι, δεν με εντυπωσίασε...”

Έχω διαβάσει ή παρακολουθήσει αρκετές συνεντεύξεις του γνωστού δημιουργού τα τελευταία χρόνια, ώστε να γνωρίζω τη συνήθειά του να καλλιεργεί ένα «αιρετικό» προφίλ και να λέει πράγματα που «ταράζουν τα νερά», προωθώντας τη γνωστή του άποψη ότι «η αληθινή τέχνη πάντα σοκάρει». Κάποιες απόψεις του τις βρίσκω πολύ διεισδυτικές και εύστοχες, όπως εκείνες που περιλαμβάνονταν στη συνέντευξή του στην ΑΝΑΤΟΛΗ  πριν από μερικούς μήνες, γύρω από τη θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χώρο και την ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Αυτά που άκουσα όμως προχτές, με ενόχλησαν πολύ.
Ας μη θεωρηθεί, προς Θεού, ότι αισθάνομαι επιστημονικά «θιγμένη», επειδή αυτά ακριβώς τα τείχη, που «δεν τον εντυπωσίασαν», με έχουν απασχολήσει τόσα χρόνια. Κάθε άλλο! Επειδή τα γνωρίζω «από μέσα», το βρίσκω απολύτως φυσικό να μη γίνεται εύκολα κατανοητή η Σπιναλόγκα ως φρουριακή κατασκευή από τον καθένα, εκτός από τους ελάχιστους επιστήμονες του χώρου, καθώς ανήκει σε μια πολύ ειδική κατηγορία οχυρών με σύνθετα χαρακτηριστικά.
Μου είναι όμως αδύνατο να καταλάβω πώς ένας καλλιτέχνης τόσο ταλαντούχος, μετά από πολύμηνο πηγαινέλα στο νησί για την προετοιμασία της έκθεσης, έχοντάς το δει όλες τις ώρες της μέρας και από όλες τις οπτικές γωνίες, δεν κατόρθωσε να διακρίνει  στο συγκρότημα αυτό ΚΑΜΙΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΞΙΑ, παρά μόνο την εύκολη συναισθηματική φόρτιση από την ιστορία του κολαστηρίου, που έτσι κι αλλιώς την αντιλαμβάνεται και ο πιο ανίδεος επισκέπτης. Πώς δεν αντιλήφθηκε ότι το επιβλητικό φρουριακό συγκρότημα έχει κι αυτό αισθητικές αρετές, πασιφανείς μέσα στο μεγαλείο της επιβλητικής ογκοπλασίας, την αυστηρότητα των λιτών, χρηστικών μορφών, την αρμονική αντίθεση ανάμεσα στις στιβαρές κεκλιμένες επιφάνειες των τειχών και τις καμπυλότητες των ημισελήνων, εν κατακλείδι στο τέλειο δέσιμο του έργου των ανθρώπων με το έργο της φύσης: της πολεμικής μηχανής με τον τραχύ ξερόβραχο, που αναδύθηκε, λες, από τα νερά μόνο και μόνο για να την κρατήσει στην πλάτη του.
Από έναν καλλιτέχνη με τις δικές του ευαισθησίες θα περίμενα να έχει διαισθανθεί ότι αυτή ακριβώς η Ομορφιά και η Αρμονία που εκπέμπει η Σπιναλόγκα ως μνημειακό σύνολο, ενταγμένο μέσα σ’ ένα έκπαγλης ομορφιάς φυσικό τοπίο, αυτή είναι που δημιουργεί τη ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ανάμεσα στον εξωτερικό κόσμο -με την αρχαία έννοια της λέξης κόσμος- και το εσωτερικό δράμα που εκτυλίχθηκε μέσα στις ψυχές των εκτοπισμένων του λεπροκομείου,  πολλαπλασιάζοντας το μαρτύριό τους. Χωρίς αυτήν την Ομορφιά, η ιστορία των αποκλεισμένων λεπρών θα έχανε όλο το σολωμικό της μεγαλείο (θυμηθείτε εκείνο το «έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη…») και θα γινόταν μια κοινή ιστορία νοσοκομείου Λοιμωδών νόσων.
Εκτός κι αν το διαισθάνθηκε, αν φοβήθηκε τον κίνδυνο να επισκιαστούν τα έργα του, να πάρουν συμπληρωματικό και όχι πρωταγωνιστικό ρόλο, και συνειδητά προσπάθησε να υποβαθμίσει αυτό που ήταν η Σπιναλόγκα πριν έρθει ο ίδιος να τη… βγάλει από την αφάνεια (το συγκεκριμένο μνημείο έχει άλλωστε πέσει και στο παρελθόν θύμα παρόμοιου «καπελώματος»), οπότε πάλι γεννάται το ερώτημα πώς ένας καλλιτέχνης στο απόγειο της ωριμότητάς του επιτρέπει στον εαυτό του τέτοια παιδιάστικα φερσίματα…
Μπορεί να φταίει η «παλιομοδίτικη» προσωπική μου άποψη, ότι η τέχνη πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι  αγωγή και παραμυθία της ψυχής και λιγότερο εργαλείο για ηλεκτροσόκ. Μπορεί να θολώνει την κρίση μου το γεγονός ότι θεραπεύω την αρχιτεκτονική, τη μόνη από τις τέχνες που δεν είναι αυτόνομη, που δεν επιτρέπει στο δημιουργό να αγνοεί, ή και να προκαλεί, τον αποδέκτη-χρήστη -«εγώ αυτό κάνω και σ’ όποιον αρέσει». Όπως και νάχει, η εκπομπή που παρακολούθησα μου άφησε μια πικρή γεύση: δεν κατάφερα να διακρίνω ούτε τη «διατομεακή συλλειτουργία τεχνών και επιστήμης», ούτε τον «εναγκαλισμό των εικαστικών με την αρχαιολογία και την επιστήμη», όπως διατείνεται το σημείωμα της επιμελήτριας κας Κοσκινά στο απόσπασμα που παρέθεσα στην αρχή. Και δεν κατάλαβα τι είδους προβολή προσφέρουν παρόμοιες  απόψεις στο νησί και την περιοχή μας. Αντιθέτως, σε συνδυασμό και με τις (μεταγενέστερες αυτής της συνέντευξης) αιτιάσεις του καλλιτέχνη εναντίον των κακόβουλων ξεναγών και του πενόμενου Δήμου Αγίου Νικολάου (που τον στήριξε οικονομικά όσο μπορούσε), τις οποίες εξέφρασε στην τελευταία συνέντευξή του στην ΑΝΑΤΟΛΗ, και οι οποίες μου θύμισαν έντονα παλαιότερες κατηγόριες του εναντίων των Τηνίων (ότι είναι απαίδευτοι, αδιάφοροι, και δεν καταλαβαίνουν το έργο του και τη μεγάλη τύχη να τον έχουν στο νησί τους), διέκρινα μόνο την αλαζονεία του «φτασμένου» και την περιφρόνηση για τους αδαείς και μακριά νυχτωμένους, που έχει την ατυχία να τον περιτριγυρίζουν. Αυτό το τελευταίο, το έχει ο ίδιος διατυπώσει πολύ πιο εύστοχα από ό,τι θα μπορούσα ποτέ να το διατυπώσω εγώ:
«…ο Έλληνας περιφρονεί τον εαυτό του στο πρόσωπο του ομοίου του. Το έχω ξαναπεί και θεωρώ τη φράση αξίωμα.»
 Η κ. Μαρία Αρακαδάκη, είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός και μέλος του ΕΔΠ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
http://librodoro.blogspot.gr/2012/08/blog-post_30.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: