Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Ι Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ : Δυο μερόνυχτα στη μονή των Ιβήρων




Ο  ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ  ΚΑΙ  Ο ΛΟΓΟΣ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Δυο μερόνυχτα στη μονή των Ιβήρων

ΤΟΥ κ. Ι Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ            *
Η Μονή των Ιβήρων, ολόκληρη πολιτεία, βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Όρους. Εκεί ή θάλασσα είναι γεμάτη άνεμους και κύματα. Το Αιγαίο θυμωμένο μπουκάρει, συντρίβεται στους ακατάλυτους βράχους, αναστατώνει τους μικρούς όρμους, παφλάζει στις αμμουδιές. Μέρες του χειμώνα η ζωή  γίνεται σκληρή. Και το καλοκαίρι, σαν πιάσουν τα μελτέμια, δύσκολη.
Το παράδοξο για μας τους μεταγενέστερους όνομα της μονής οφείλεται στον Ιωάννη τον Ίβηρα (Ίβηρες  είναι οι Γεωργιανοί), «ο οποίος ίδρυσεν αύτην» (παίρνω από τον «Άθω» του Ν. Ι· Λούβαρι) «εκ των πλουσίων λαφύρων της νικηφόρου κατά των Περσών εκστρατείας του. Την πρωτοβουλίαν έσχε Θεοφανώ, η μήτηρ Βασίλειου του Β', η οποία επεθύμει να παράσχη άσυλον εις αποδημητάς   προερχομένους   εκ  Γεωργίας. Η μονή αποβαίνει ταχέως κέντρον εξελληνισμού, δια τον οποίον ενδιαφέρονται εξ ίσου οι Έλληνες αυτοκράτορες  και οι Γεωργιανοί βασιλείς. Ελληνική γλώσσα και ελληνική   φιλοσοφία   κυριαρχούν   ταχέως εντός των τειχών της ευρείας μονής».     Την προς την τελευταίαν ταύτην τιμήν μαρτυρούν αι φυσιογνωμίαι   του   Σόλωνος,  του   Πλάτωνος. του  Σοφοκλέους, αι οποίαι συμπαρίστανται   μετά   των   Αγίων του Χριστιανισμού εις τας τοιχογραφίας  του  Νάρθηκος του   παλαιού   καθολικού    της μονής». 
Η μονή των Ιβήρων, αφιερωμένη στην Κοίμηση, γιορτάζει με το παλιό ημερολόγιο. Έτσι πέφτουμ' εκεί   Σάββατο,  παραμονή  της   μεγάλης γιορτής, και Κυριακή. Πλήθος  κληρικών και   λαϊκών συρρέει από κάθε δυνατή "πρόσβαση. Από στεριά κι’ από θάλασσα. Από κάθε λαγκαδιά. Από κάθε κορφή από κάθε πλαγία και με το μοτόρι της συγκοινωνίας και με κάθε άλλο πλεούμενο συντροφιές συντροφιές συμμαζώνονται στο μεγάλο περίβολο του μοναστηρίου, οι προσκυνητές. Πολλοί δεν ανήκουν στο Ορός, μονάχοι ή λαϊκοί. Έρχονται από τον έξω κόσμο. Από τις πολιτείες και τα χωριά της Χαλκιδικής από τη Θεσσαλονίκη, συναπαντιούμαι και μ' ένα καλλιεργημένο εφημέριο, από την Ελασσόνα. Από την Αθήνα έρχεται κι' ο μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης Κυπριανός, άνθρωπος ζωντανός, ανοιχτομάτης και ανοιχτόκαρδος, για να λαμπρύνη με την παρουσία του τη γιορτή της Παναγιάς της Πορταΐτισσας. καταποντισμένης μέσα στο ασήμι, το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια, των Ιβήρων.                 
Για τον ερευνητή και τον φίλο της μοναξιάς η περίσταση, βέβαια δεν είναι καλή. Άνθρωποι περιδιαβάζουν, ξαπλώνονται, στοιβάζονται παντού: στον αυλόγυρον, στους εξώστες, στους διαδρόμους, στα κελλιά. Αλλά πολύ συχνά κατορθώνει να τους καταβροχθίση η απλοχωριά  κ’ έτσι ξαναβρίσκει κανείς για λίγο την περισυλλογή του.
Όσο προχωρεί το απομεσήμερο τόσο και περισσότερο η ώοα γίνεται  βυζαντινή. Αισθάνεται και ο πιο απληροφόρητος πως οπισθοχωρεί σ' έναν άλλο χρόνο. Ο εσπερινός έχει όλη τη μεγαλοπρέπεια του αυτοκρατορικού Ελληνισμού. Από  τις οχτώ ίσαμε τις έντεκα τη νύχτα. Το κατανυχτικό μισόφωτο του κατάγραφου καθολικού φωτίζεται σίγα σίγα από τα καντήλια, τά κεριά, τους μεγάλους πολυελέους, λάμπουν ζωντανά τα πρόσωπα των αγίων ολόγυρα, οι κληρικοί ανεβαίνουν ατά στασίδια τους, αρχίζουν τα «ανοιξαντάρια» σε ·μέλος αργό, ξετυλίγονται εύρυθμα, αρμονικά, σοβαρά, καθώς μια συνομιλία με τα υπερούσια: «Ανοίξαντός σου τήν χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». «Αντανελείς το πνεύμα σου και εκλείψουσι και εις τον χουν αυτών επιστρέψουσι». Το μέγιστο μάθημα της ματαιότητας. Ο  Άνθιμος, ο γραμματέας του μοναστηριού, ο προηγσύμενος Αγαθάγγελσς και ο Ανδρέας ο σιμωνοπετρίτης, καθηγητής της βυζαντινής μουσικής στην Αθωνιάδα σχολή, κατευθύνουν την Υμνολογία με φωνή γυμνασμένη και αναβρυσμένη «εξ εγκάτων». Δεκαπέντε παπάδες» δυο διάκοι, ο δεσπότης, ένα σμήνος καλόγεροι συμμετέχουν στην ακολουθία του Μεγάλου Εσπερινού. Το λιβάνι ευωδιάζει τριαντάφυλλο και γιασεμί. Κατά έθος αρχαιότατο, η μονή των Ιβήρων και η επισημότατη ανάμεσα σ' όλες Μεγίστη Λαύρα,  στέλνουν η μια στην άλλη προκαθήμενο της γιορτής τον προηγούμενο τους, για τρείς μέρες. Έτσι βρίσκετ’ εδώ, τελετάρχης ας πούμε, άνθρωπος αληθινά ευγενικός και αφοσιωμένος στο χρέος του, ο προηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας Κωνσταντίνος.
Όσο βαθαίνει η νύχτα, τόσο επιβλητικώτερη γίνεται η ακολουθία. Απολησμονιέται κανείς μέσα στη λαμπρή φωταύγεια, στην αρμονία των ύμνων, στη  μεγαλοπρέπεια των αμφίων, στην έξοχη ομορφιά των καλλιτεχνημάτων. Ένας κόσμος πού έζησε χίλια εκατό χρόνια παλεύοντας, μια παράδοση, πού ,- όσο κι’ αν μας φαίνεται σήμερα ξεφτισμένη, κίνησε μυριάδες ψυχές προς την καρτερία και την αυτοθυσία- ξανάρχεται στην πραγματικότητα του εικοστού αιώνα. Και αυτό δεν είναι υπόθεση πού μπορεί να την παραμερίσει κανείς.


Στις έντεκα γίνεται μικρή διακοπή. Οι ακολουθίες θα διαδεχθούν τις ακολουθίες ίσαμε το πρωί. Εμείς οι λιγώτερο ανθεκτικοί ανεβαίνουμε στα κελλιά μας να κοιμηθούμε. Βρίσκουμε τη λάμπα στο τραπέζι, τα παράθυρα μισάνοιχτα. Ο άνεμος της νύχτας κατεβαίνει από το βουνό παγερός. Προσπαθούμε να τα κλείσουμε, δεν το κατορθώνουμε. Το ευτύχημα είναι πού υπάρχουν βαρειά σκεπάσματα. Τα πανύψηλα δέντρα έξω στενάζουν.   Πολλοί   απλώνουν   ό,τι   έχουν φέρει μαζί τους στους θαμποφωτισμένους διάδρομους και προσπαθούν να κοιμηθούν. Ένας καλόγερος από τον έξω κόσμο ακουμπάει τους αγκωνές του στα γόνατα του και σιγοψιθυρίζει την ατελεύτητη προσευχή του. Είναι από εκείνους τους εξωλέστατους αγιονορείτες, πού περιπλανούνται στις πολιτείες κ' εμπορεύονται το μοσκολίβανο ανάμεσα στις άπραγες γυναικούλες.
Ξημερώνει μια μέρα ολοφώτεινη. Πηγαίνουμε και πάλι στο καθολικό, να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία, να ιδούμε το δεσπότη να περιβάλλεται τα κατάχρυσα βυζαντινά άμφια πού είναι φυλαγμένα με ·προσοχή στο σκευοφυλάκιο του μοναστηριού, αξίας αμύθητης. Το Ευαγγέλιο, ρωσικής τέχνης, κατάφορτο από πολύτιμα πετράδια, άνθρωπος ένας δεν κατορθώνει να το κράτηση. Ζυγίζει, καθώς μας βεβαιώνουν, εικοσιεπτά κιλά. Στις δέκα πηγαίνουμε στην «τράπεζα». Δεν είναι άξια προσοχής  η «τράπεζα» των Ιβήρων, καθώς της Μεγίστης Λαύρας η άλλων μονών. Αλλ’ είναι ευρυχωρότατη. Τριακόσια πρόσωπα μπορούν να γευματίσουν εκεί με άνεση. Για δυο μερόνυχτα, μεσημέρι (κατά τις δέκα), βράδυ (κατά τις εφτά) το γεύμα η τό δείπνο είναι μια εντυπωσιακή  υπόθεση.     Προηγείται ο  δεσπότης. Ακολουθούν οι προηγούμενοι, οι καλόγεροι, σε μακριά συνοδεία. οι επισκέπτες. Η ψαλμωδία ξεχύνεται θριαμβευτική. Τοποθετούνται όλοι όρθιοι μπροστά στα καθίσματα και στους πάγκους. Ο δεσπότης ευλογεί την «βρώσιν και την πόσιν των δούλων του Θεού. Ο αναγνώστης ανεβαίνει στον άμβωνα του  και διαβάζει. Κανείς, φυσικά δεν τον προσέχει, μολονότι το νόημα είναι να μη δίνης σημασία στην ανάγκη του σώματος και να κρατής το πνεύμα σου άγρυπνο -και στραμμένο προς το Θεό. Η σύνθεση του γεύματος ή του δείπνου είναι περίπου στερεότυπη·: ψάρι, σαλάτα, τυρί και κρασί. Η μέρα είναι γιορτινή, το κρασί μπολικεύει, έρχεται η διάθεση του τραγουδιού στα χείλη. «Ευθυμεί τις εν ύμίν; Ψαλλέτω». Ο αναγνώστης τελειώνω τα διαβάσματα του. Αρχίζουν να ψάλλουν. Ευθυμούν.
Το απομεσήμερο γίνεται το ιδιότυπο μνημόσυνο των κτητόρων του μοναστηριού.. Ο τεράστιος δίσκος με τα κόλλυβα αποτελεί έργο τέχνης. Με ψιλή πολύχρωμη ζάχαρη είναι ζωγραφισμένη στην επιφάνεια του η Παναγιά. Ακολουθεί η επίσκεψη του σκευοφυλάκιου και της πολύτιμης βιβλιοθήκης με τα γεωργιανά και τα ελληνικά χειρόγραφα, με τα θαυμάσια διατηρημένα αρχέτυπα με τις λαμπρές μεταγενέστερες εκδόσεις. Ο πατήρ Αθανάσιος, ο βιβλιοθηκάριος, άνθρωπος καλοπροαίρετος και σοφός, ξεναγεί τους πυκνούς επισκέπτες. Δεν θα προσπαθήσω στα σύντομα τούτα ταξιδιωτικά απόγραφα να μιλήσω είτε για τα ιστορικά είτε και για τα καλλιτεχνικά καθέκαστα του Όρους. Η σχετική βιβλιογραφία είναι απέραντη. Προσπαθώ να δώσω μόνο την προσωπική μου εντύπωση, και κυριώτατα, νά επισημάνω μερικά Χαρακτηριστικά φαινόμενα και περιστατικά.
Ο καιρός ξαφνικά χειροτερεύει. Το μοτόρι δεν έρχεται να μας πάρει. Ο  άνεμος δυναμώνει. Η δεύτερη νύκτα πέφτει φορτωμένη βροχή. Θα περιμείνουμε την αυγή, την αλλαγή του καιρού. Η αυγή δεν δικαιώνει την ελπίδα μας. Από το μέρος της θάλασσας δε γίνεται λόγος.  Από το μέρος της στεριάς ο δρόμος είναι γεμάτος λάσπη, το λεωφορείο δεν ξεθαρεύεται να κάμη το ταχτικό του δρομολόγιο. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε με τα μουλάρια, με ψύχρα και με σιγαλή ποτιστική βροχή. Από μονοπάτι σε μονοπάτι, για τις Καρυές. Είμαστε ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα πού τρέμει μη λάχη και το νερό δυναμώση και σ' εκείνα τα κατάμερα (ή λέξη είναι του Παπαδιαμάντη πού τον έχουμε όλην ώρα στο νου μας) καταφυγή δεν υπάρχει. Το ξεκίνημα γίνεται βιαστικό. Ο τελώνης του Όρους μου δανειζει τή χλαίνη του. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το τί σημαίνει να σου δανείση τη χλαίνη τον ο τελώνης του Όρους. 'Αλλ’ εγώ είμαι βέβαιος. Γιατί σε απότομο στρίψιμο του δρόμου το μουλάρι  που είχε, φαίνεται, κάποια φιλολογική κατάρτιση, με ρίχνει κάτω, μαζί με το σαμάρι, σε βράχους κοφτούς. Χρωστώ τη σωτηρία μου στη χλαίνη και στην άμεση συμπαράσταση των φίλων πού με συνώδευαν. Μερικά τσαγκρουνίσματα έσβησαν σε λίγες μέρες. Άλλαξα μουλάρι:, τό άλλο ήταν απαίδευτο, δεν ήξερε από κριτική κ’ έκανε καλά τη δουλειά του.
Η βροχή εξακολουθούσε. Λιγοστή, φιλειρηνική, μια καλόπιστη βροχή, επί τέλους! Οι Καρυές ήταν μουντές, σιωπηλές, τό λεωφορείο μας πρόσμενε, να κατέβουμε στη Δάφνη, να πάρουμε το μοτόρι της δυτικής ακτής. Εκεί ο καιρός είναι τις περισσότερες φορές καλύτερος. Ο σκοπός ήταν να προχωρήσουμε προς τη Μέγιστη Λαύρα και να κερδίσουμε και πάλι την ανατολική ακτή, περιπλέοντας τον Ακράθω. Η περιοχή είναι η πιο γυμνή και η πιο απόκρημνη του Όρους. Έχει το σχήμα ενός παραλληλόγραμμου. Ο Άθως είναι η ψηλή κορφή, κάπου δυο χιλιάδες μέτρα, ένας απρόσιτος βράχος, όπου ένα μοναχικό εκκλησάκι, της Μεταμόρφωσης. Ο Αλέξανδρος Μωραΐτίδης περιγράφει με λυρική διάχυση το απόκρημνο μεγαλείο του. Εκείνη τη σκληρή ερημιά,  όπου  το κύμα διασταυρώνεται, διαγκωνίζεται και φρενιάζει, εκείνον τον τόπο, τον ακραίο, πού καταλήγει στον κάβο Φονιά (ή λαϊκή ονομασία είναι χαρακτηριστική), είχε προτιμήσει ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ο πρώτος συστηματικός οικιστής του Όρους. Γιατί και πρωτύτερα φιλέρημα πρόσωπα είχαν κονέψει σε πρόχειρα κτίσματα εδώ κ' εκεί. Τέτοια φιλέρημα πρόσωπα δέν λείπουν και σήμερα. Σε σκήτες, σε κελλιά, σε καθίσματα. Άνθρωποι πού δεν αγάπησαν τα πολυάνθρωπα μοναστήρια κ' έκαμαν τον ασκητισμό ατομική τους υπόθεση. Ολόκληρη η μεσημβρινοδυτική περιοχή του Όρους ονομάζεται «Έρημος». Εκεί βρίσκονται τα ονομαστά Καυσοκαλύβια. τα Κατουνάκια, η σκήτη της μικρής Αγίας Άννας, τα Καρούλια και μάλιστα το Φριχτό λεγόμενο Καρούλι. Είναι μια φύση απάνθρωπη, που την έχει ωστόσο, κάπως εξανθρωπίσει ο άνθρωπος. Εκεί μπορείς να συναπαντήσης και ντόπιους και ξένους ασκητές, αληθινά αφωσιωμένους στην άσκηση τους.
Ι.    Μ.   ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Από την εφημερίδα Ελευθερία
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Χρησιμοποιήθηκε το μονοτονικό σύστημα μόνο ως προς τον τονισμό. Διατηρήθηκε η ορθογραφία, γραμματική και το συντακτικό του αρχικού κειμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: