Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Η μυθιστορηματική ζωή της ARTEMISIA GENTILESCHI




ARTEMISIA GENTILESCHI 
(1593-1654)

Το «θηριώδες» έργο αλλά και τη μυθιστορηματική ζωή μιας σπουδαίας παραμελημένης ζωγράφου, την οποία επί αιώνες η ιστορία της τέχνης επέμενε να αγνοεί...

ΤΗΣ ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ

Στη βιογραφία του πατέρα της, ζωγράφου του μπαρόκ Οράτσιο Τζεντιλέσκι, που εκδόθηκε το 1642, ο συγγραφέας Τζιοβάνι Μπαλιόνε αναφέρθηκε σε εκείνη μόνο σε μία πρόταση. Ο Φίλιπο Μπαλντινούτσι ήταν πιο γαλαντόμος: της αφιέρωσε τέσσερις ολόκληρες σελίδες -μαζί με περιγραφές μερικών πινάκων της- στο μνημειώδες έργο του «Notizie de' professori del disegno da Cimabue in qua», του 1681. Για τους υπόλοιπους βιογράφους του 17ου αιώνα, η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι λες και δεν έζησε ποτέ.
Γυναίκες ζωγράφοι υπήρξαν αρκετές στον καιρό της. Μόνο που για εκείνες η ζωγραφική ήταν μια απασχόληση που περιοριζόταν αυστηρά εντός σπιτιού και τα θέματα τους δεν έπρεπε να ξεφεύγουν από το δίπτυχο νεκρές φύσεις - οικογενειακά πορτρέτα. Όμως, εκείνη διέφερε. Επηρεάστηκε βαθιά από τον τολμηρό, δραματικό ρεαλισμό του Καραβάτζο. Φιλοτεχνούσε θέματα «απαγορευμένα» για το φύλο της: στους πίνακές της πρωταγωνιστούσαν γυναίκες δυναμικές, έτοιμες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Επιπλέον, είχε τη φιλοδοξία να συναγωνιστεί επαγγελματικά τους κορυφαίους ζωγράφους της εποχής της - και το κατάφερε. Βιοποριζόταν από την τέχνη της, πράγμα ανήκουστο για καλλιτέχνιδα εκείνα τα χρόνια, παίρνοντας παραγγελίες από κύκλους βασιλέων και ηγεμόνων. Έγινε η πρώτη γυναίκα που έφτασε να διοικεί μεγάλο ατελιέ με πολλούς βοηθούς και η πρώτη που έγινε δεκτή ως μέλος στη φημισμένη Ακαδημία Σχεδίου της Φλωρεντίας. Όμως, αφού πέτυχε όλα αυτά, γιατί αργήσαμε τόσο πολύ να μάθουμε για εκείνη; Γιατί η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, παραγνωρισμένη μέχρι σήμερα; Γιατί μόλις το 2012 το Παρίσι -μητρόπολη της τέχνης- φιλοξένησε την πρώτη επί γαλλικού εδάφους έκθεση με έργα της, στο μουσείο Maillol;
«Αγνοήθηκε γιατί ήταν γυναίκα», λέει η Μέρι Γκάραρντ, καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και συγγραφέας του βιβλίου-αναφοράς «Artemisia Gentileschi» (1989). «Οι σύγχρονοι της την έβλεπαν σαν εξωτικό φρούτο· δεν είναι λίγες οι φορές που τη χλεύασαν και τη διέσυραν. Αλλά και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί της τέχνης δεν την αντιμετώπισαν ως ίση απέναντι σε ίσους. Η ανθούσα ιταλική εκδοτική βιομηχανία έστρεφε τα φώτα της, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ακόμα και σε ελάσσονες ζωγράφους, όχι όμως στην Αρτεμισία, την οποία "ανακάλυψε" με μεγάλη καθυστέρηση». Και αν η άποψη αυτή φανεί πολύ φεμινιστική, υπάρχει προς επίρρωση της και το επιχείρημα ενός άντρα, του τεχνοκριτικού της βρετανικής εφημερίδας Guardian Τζόναθαν Ουαρτ: «Σπουδαίες καλλιτέχνιδες, όπως η Αρτεμισία, υπήρξαν αρκετές. Απλώς, οι άντρες ήμασταν ανέκαθεν πολύ εφευρετικοί στο να επινοούμε τρόπους για να τις υποτιμούμε. Δεν θα κυβερνούσαμε τον κόσμο για τόσες χιλιετίες αν δεν ήμασταν καλοί στο να προστατεύουμε τα κεκτημένα μας!».
Στην περίπτωση της Τζεντιλέσκι, τα «κεκτημένα» των μεγάλων ζωγράφων της Αναγέννησης περιφρουρήθηκαν, πράγματι, πολύ αποτελεσματικά. Τα πρώτα «σοβαρά» βιβλία για τη ζωή και το έργο της άρχισαν να κυκλοφορούν μόλις στα τέλη της δεκαετίας του '80. Λίγα χρόνια νωρίτερα, τη δεκαετία του '70, κυρίως στα αμερικανικά πανεπιστήμια και υπό την επιρροή του φεμινιστικού κινήματος είχαν γραφτεί κάποιες μελέτες για το έργο της. Και με την πρώτη μεγάλη έκθεση για εκείνη να έχει πραγματοποιηθεί στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης το 2002, το κοινό ουσιαστικά πολύ πρόσφατα άρχισε να γνωρίζει τη γυναίκα ζωγράφο με τη μυθιστορηματική ζωή, που διεκδίκησε με πείσμα και κατέκτησε περίοπτη θέση σε έναν κόσμο αντρών...

Η Σουζάνα και ο βιασμός


Γεννήθηκε στη Ρώμη, στις 8 Ιουλίου 1593. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά -και η μοναδική κόρη- που έμελλε να αποκτήσουν ο ζωγράφος Οράτσιο Τζεντιλέσκι και η σύζυγός του Προυντέντια, η οποία πέθανε στη γέννα του μικρότερου γιου της, όταν η Αρτεμισία ήταν δώδεκα ετών. Το κορίτσι, μεγαλώνοντας πλέον σε ένα σπίτι ανδροκρατούμενο και προσπαθώντας να ξεπεράσει το θάνατο της μητέρας της, βρήκε παρηγοριά στη ζωγραφική. Ο Οράτσιο από νωρίς είδε το ταλέντο της και της αφιέρωσε αρκετό χρόνο για να της διδάξει τις βασικές τεχνικές της ζωγραφικής. Η ανταπόκριση της ήταν πέρα από κάθε προσδοκία.
Το 1650, σε ηλικία 17 ετών και με εμπειρία μόλις δύο ετών, η μοναχοκόρη του φιλοτέχνησε το έργο «Η Σουζάνα και οι γέροντες». Για τη γυμνή φιγούρα χρησιμοποίησε ως μοντέλο το είδωλο της σε έναν καθρέφτη, όπως θα έκανε συχνά στο μέλλον. Η αφηγηματική δύναμη του πίνακα σου κόβει την ανάσα. Η ηρωίδα προσπαθεί να αποφύγει τους δύο άντρες που την παρενοχλούν. Η δυσαρέσκεια στο πρόσωπο της είναι τόσο ρεαλιστικά, που ο θεατής δεν μπορεί παρά να αισθανθεί θυμό για τους θύτες και συμπόνια για το θύμα. Η υπογραφή στον καμβά, πίσω από το δεξί πόδι της «Σουζάνα», δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης. Το έργο είναι το πρώτο της σπουδαίας ζωγράφου Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι.
Και να που έμελλε η «εικαστική παρενόχληση» της πρωταγωνίστριας του έργου να αποδειχθεί προφητική για την καλλιτέχνιδα: το Μάιο του 1611, ο Αγκοστίνο Τάσι, ένας τοπιογράφος με τον οποίο συνεργαζόταν ο πατέρας της, τη βρήκε μόνη στο σπίτι και τη βίασε. Στη συνέχεια, υποσχέθηκε να την παντρευτεί. Όταν όμως αποκαλύφθηκε ότι ήταν ήδη παντρεμένος (η σύζυγός του ζούσε σε άλλη πόλη), ο Οράτσιο, το Μάρτιο του 1612, τον μήνυσε για βιασμό.
Η δίκη, που διήρκεσε επτά ολόκληρους μήνες, δεν ήταν μόνο θέμα συζήτησηε σε όλη την πόλη, αλλά αποτελεί, έως σήμερα, μια από τις causes celebres στην ιστορία της τέχνης. Η νεαρή κοπέλα διασύρθηκε και υπέστη εξευτελιστική εξέταση από μαμμή για να διαπιστωθεί αν πράγματι είχε χάσει την παρθενιά της. Το παπικό δικαστήριο την υπέβαλε ακόμα και στο φρικτό βασανιστήριο της «sibille» (μεταλλικό δαχτυλίδια που έσφιγγαν τα δάχτυλα της προκαλώντας της αφόρητο πόνο), για να βεβαιωθεί ότι δεν έλεγε ψέματα. Ο βιαστής τελικά καταδικάστηκε σε πενταετή απομάκρυνση από τη Ρώμη - ποινή που ουσιαστικά δεν εξέτισε ποτέ.
Ο Οράτσιο, ο οποίος είχε προσπαθήσει επανειλημμένοι να πείσει την κόρη του να κλειστεί σε μοναστήρι, την πάντρεψε βιαστικά με έναν αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας άντρα, τον Πιέτρο Αντόνιο Στιατέζι. Ο γάμος έγινε στις 29 Νοεμβρίου 1612, μόλις ένα μήνα μετά το τέλος της δίκης, στην εκκλησία του Santo Spirito. Γιατί δέχτηκε ο Στιατέζι να παντρευτεί μια ατιμασμένη - όπως εθεωρείτο πλέον από τον κοινωνικό περίγυρο η νεαρή Τζαντιλέσκι; Συμφωνά με κάποιες πηγές, χρωστούσε αρκετά χρήματα στον πατέρα της. Λίγες ημέρες μετά την τελετή, η Αρτεμισία άφησε πίσω της το πατρικό σπίτι στη «συνοικία των καλλιτεχνών», κοντά στην Piazza di Spagna, και ακολούθησε τον σύζυγο της στη Φλωρεντία.

Από τη Φλωρεντία στην αυλή του Καρόλου


Στην πρωτεύουσα της Τοσκάνης, όπως και στη Ρώμη, η αρχιτεκτονική έκρηξη είχε οδηγήσει στην άνθηση του επαγγέλματος των ζωγράφων: τα ανάκτορα των πλουσίων, τα δημόσια κτίρια και οι εκκλησίες χρειάζονταν διακόσμηση. Η Αρτεμισία άρχισε να δέχεται τις πρώτες παραγγελίες και δεν άργησε να μπει στους κύκλους των καλλιτεχνών και των ανθρώπων του πνεύματος. Ως προτεζέ του Μικελάντζελο Μπουαναρότι, επιφανούς μέλους της φλωρεντίνικης Κοινωνίας, γνώρισε τον Γαλιλαίο -με τον οποίο αλληλογραφούσε επί χρόνια- αλλά και τον ευγενή Φραντσέσκο Μαρία ντι Νικολό Μαρίνγκι, ο οποίος έγινε... ισόβιος εραστής και οικονομικός υποστηρικτής της.
Και μπορεί να απέκτησε τέσσερα παιδιά μέσα σε μια πενταετία (από αυτά μόνο μία κόρη της επέζησε), αλλά η μητρότητα δεν νίκησε το πάθος της για τη ζωγραφική. Στη Φλωρεντία δημιούργησε τα πιο εμβληματικά έργα της: γυμνά με έντονο ερωτισμό, αναπαραστάσεις σκηνών από τη Βίβλο, την αρχαία ιστορία και μυθολογία. Περισσότερο, βέβαια, εντυπωσιάζουν οι γυναικείες μορφές σε ρόλο τιμωρού απέναντι σε άντρες. Οι ιστορικοί της τέχνης αποδίδουν αυτό το μένος της στην περιπέτεια του βιασμού και της δίκης-παρωδίας, που της άφησαν δυσεπούλωτα τραύματα...
Η πολυτελής διαβίωση της Αρτεμισίας και της οικογένειάς της στη Φλωρεντία δημιούργησε, όμως, πολλά χρέη. Οι πιέσεις των πιστωτών άρχισαν να γίνονται ασφυκτικές. Έτσι, το 1620, ξεκίνησε για τη ζωγράφο μια σειρά μετακινήσεων, προς αναζήτηση δουλειάς και χορηγών: στη Ρώμη, τη Βενετία, τη Νάπολη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1630 -πιθανότατα το 1636-ταξίδεψε στο Λονδίνο. Ο σύζυγός της την είχε ήδη εγκαταλείψει. Ο πατέρας της βρισκόταν εκεί από το 1626, ως ζωγράφος στην αυλή του φιλότεχνου βασιλιά Καρόλου Α'. Είχε αναλάβει τη διακόσμηση της βασιλικής κατοικίας στο Γκρίνουιτς, αλλά, καθώς η υγεία του είχε κλονιστεί, η κόρη του έσπευσε να τον βοηθήσει να την ολοκληρώσει.
Ο Οράτσιο πέθανε το 1639. Στη διαθήκη του δεν συμπεριέλαβε την κόρη του στους κληρονόμους του. Η Αρτεμισία επέστρεψε στη Νάπολη -μια πόλη που δεν αγαπούσε ιδιαίτερα, όπως αποκάλυψε σε κάποιες επιστολές της-, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της. Τελευταία φορά που το όνομα της αναφέρεται σε γραπτή πηγή είναι στις 31 Ιανουαρίου 1654. Εκείνη τη χρονιά πιθανότατα έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 61 ετών. Ετάφη στο κοιμητήριο του San Giovanni dei Fiorentini. Στην επιτύμβια στήλη της είχε ζητήσει να γραφτούν μόνο δύο λέξεις: «HEIC ARTEMISIA». Ο τάφος της καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της ναπολιτάνικης εκκλησίας, το 1785. Έμειναν μόνο οι πίνακες της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι και οι 28 επιστολές της που διασώθηκαν για να αφηγούνται την ιστορία και την αλήθεια της... 



MARY D. GARRARD 
«Οι ακαδημαϊκοί κύκλοι ακόμη τη σνομπάρουν»

Η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον μίλησε στο «Κ» για τη συνέχιση μιας μεγάλης αδικίας...

«Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι είναι πολύ σημαντική για την τέχνη, επειδή ήταν η πρώτη που απεικόνισε θέματα οικεία, βέβαια, καθαρά από τη γυναικεία πλευρά όμως. Τόλμησε, για παράδειγμα, να ζωγραφίσει εικόνες βιασμών και σεξουαλικής βίας όχι ως κατορθώματα ένδοξων αντρών -όπως συχνά τις παρουσίαζαν οι ζωγράφοι-, αλλά ως επονείδιστες πράξεις, δείχνοντας τον αντίκτυπο που είχαν στις γυναίκες-θύματα. Οι ηρωίδες της δεν υποκύπτουν αδιαμαρτύρητα στη δύναμη των αντρών. Αντιστέκονται και αντιδρούν. Δείτε την έκφραση της Ιουδίθ όταν αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη στον πίνακα του 1612 και θα καταλάβετε... Τα έργα της έχουν και μια άλλη "χρησιμότητα". Φανερώνουν πώς αισθανόταν μια νέα γυναίκα που ζούσε στη Ρώμη στις αρχές του 17ου αιώνα - σε μια πατριαρχική οικογένεια και έπειτα σε έναν προαποφασισμένο από τον πατέρα της γάμο, με όλους τους κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, δηλαδή, η ίδια, μέσα από τους πίνακες της, έγινε η φωνή των γυναικών - που για πρώτη φορά ακούστηκε στην ιστορία της τέχνης. Γι' αυτό και με λυπεί που, αν και οι φιλότεχνοι σε όλο τον κόσμο, υποκλίνονται στο ταλέντο της και το ψυχικό σθένος που επέδειξε σε όλη τη ζωή της, οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί κύκλοι ακόμη τη σνομπάρουν. Δεν τολμούν καν να τη συγκρίνουν, ως ζωγράφο, με τον πατέρα της, πόσο μάλλον με τον Καραβάτζο. Αγαπώ ιδιαίτερα έναν πίνακα που ζωγράφισε όσο βρισκόταν στο Λονδίνο, την "Αυτοπροσωπογραφία ως Αλληγορία της Ζωγραφικής". Πρέπει και η ίδια να ξεχώριζε αυτό το έργο της, αφού σε μια επιστολή της προς κάποιον από τους πάτρωνες της ανέφερε: "Αυτός ο πίνακας θα δείξει στην εξοχότητά σας τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα..."».

Πηγή
«Κ» της Καθημερινής τ.458/11.3.2012


Δεν υπάρχουν σχόλια: