Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑ ΣΩΖΕΙ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΖΩΕΣ







ENRIETTA  LACKS

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΦΤΩΧΕΙΑΣ, ΤΡΕΛΑΣ
ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ


Η ταπεινή Αφροαμερικανίδα  Ενριέτα  Λακς έγινε ακουσίως η δότρια των πρώτων αθάνατων ανθρώπινων κυττάρων που καλλιεργήθηκαν σε εργαστήριο. Μ' αυτόν τον τρόπο, συνέβαλε στην ανακάλυψη του εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας, στην ανάπτυξη θεραπειών κατά του καρκίνου, του έρπητα, της λευχαιμίας, της γρίπης, της αιμοφιλίας και της νόσου του Πάρκινσον.Βέβαια κάποιοι θησαύρισαν από αυτή την ιστορία. Όμως όχι η οικογένεια της Ενριέτα - ο άντρας της και τα παιδιά της δεν είχαν ιδέα για τις εξελίξεις... Περισσότερα γι' αυτή την πικρή υπόθεση στο βιβλίο της Ρεμπέκα Σκλουτ «The Immortal Life of Enrietta Lacks» ή αλλιώς στο καλύτερο βιβλίο του 2010 σύμφωνα με το amazon.com

ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ οι φτωχοί και αγράμματοι Αφροαμερικανοί πίστευαν ότι η μνημόνευση των νεκρών φέρνει κακοτυχία. Το όνομα της Ενριέτα Λακς θα καταδικαζόταν λοιπόν στη λήθη αν τα καρκινικά κύτταρα που τη σκότωσαν στα 31 της δεν αποκάλυπταν τη σπάνια ικανότητα τους να αναπαρά­γονται αιώνια. Όμως τα Ε-Λα -όπως ονομάστηκαν- διανεμήθηκαν εν αγνοία της οικογένειας Λακς σε πολλά εργαστήρια του κόσμου, καλλιεργήθηκαν υπερεντατικά και χρησιμοποιήθηκαν σε αμέτρητες έρευνες.

Η ιδέα να γραφτεί η βιογραφία της γυναίκας πίσω από τα κύτταρα γεννήθηκε στο μυαλό της Ρεμπέκα Σκλουτ όταν η τελευταία ήταν φοιτήτρια βιολογίας. Κατά τη διάρκεια όμως της έρευνας της, η συγγραφέας οδηγήθηκε σε απρόσμενα μονοπάτια. Κατ’ αρχάς εμπέδωσε τα ηθικά διλήμματα που έχει προκάλεσα η καλλιέργεια και η εμπορική εκμετάλλευση των Ε-Λα χωρίς οποιαδήποτε οικο­γενειακή συγκατάθεση. Επιπλέον, γνώρισε καλά την οικογένεια της Ενριέτα. Ως καρπός της προσπάθειας της ήρθε ένα βιβλίο που μπορεί να θεωρηθεί ντοκου­μέντο για τις σκοτεινές πτυχές της επιστημονικής έρευνας, ύμνος στη μόρφωση και κοινωνική καταγγελία.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΠΑΡΑ
Η Ενριέτα Λακς γεννήθηκε το 1920. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανή από μητέρα και πέρασε στην κηδεμονία του πάππου της, ο οποίος είχε επίσης αναλάβει την ανατρο­φή του ξαδέλφου της -και μελλοντικού συζύγου της- Ντέιβιντ. Κάθε πρωί τα παιδιά ξυπνούσαν από τις 4 π.μ. για να ταΐσουν τα ζώα και να δουλέψουν στα καπνοχώραφα της Βιρτζίνια. Στον ελεύθερο χρόνο τους τσαλαβουτούσαν σε μια γούρνα πίσω από το σπίτι. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, στριμώχνονταν με άλλα ξα­δέλφια τους σε ένα καλυβάκι και διηγούνταν ιστορίες τρόμου.
Η Ενριέττα και ο Ντέιβιντ παντρεύτηκαν το 1941, αφού είχαν προη­γουμένως αποκτήσει δυο παιδιά -το πρώτο όταν η Ενριέτα ήταν στα 14... Φυσικά δεν πήγαν ταξίδι του μέλιτος - οι καπνοκαλλιέργειες δεν μπορούσαν να περιμένουν. Λίγο καιρό μετά τον γάμο, μετακόμισαν στο Τέρνερ Στέισον της πολιτείας Μέριλαντ, δηλαδή σε μια μικρή κοινότητα Αφροαμερικανών εργατών που ευημερούσαν λόγω της συγκυριακής άνθησης της χαλυβουργίας στην περιοχή. Ο Ντέιβιντ έγινε λοιπόν βιομηχανικός εργάτης και η Ενριέτα αφοσιώθηκε στη φροντίδα των παιδιών. Απολάμβανε ιδιαίτερα να μαγειρεύει και εί­χε για σπεσιαλιτέ της την πουτίγκα ρυζιού. Τα βράδια έπαιζε με τον άντρα της χαρτιά και άκουγε μαζί του μπλουζ στο ραδιόφωνο. Όταν δε ο Ντέιβιντ είχε νυχτερινή βάρδια, η Ενριέτα πήγαινε με την ξαδέλφη της για χορό. Όσοι τη γνώρισαν τότε μιλούν για μια γυναίκα που ξεχείλιζε από ενέργεια και κέφι. Μόνο μελανό σημείο της ζωής της η νοητικώς καθυστερημένη πρωτότοκη κόρη της (Ελσι), η οποία στην εφηβεία κλείστηκε στο ψυχιατρικό ίδρυμα Κρόνσβιλ.

Όταν το 1951 η Ενριέτα ψηλάφησε έναν όγκο στην κοιλιά της, επισκέφτηκε το νοσοκομείο Τζονς Χόπκινς, τότε νοσηλευτικό ίδρυμα για απόρους. Το τηλεφώ­νημα που δέχτηκε προκειμένου να ενημερωθεί για τη διάγνωση δεν επηρέασε μάλλον τη μέρα της, η οποία συνεχίστηκε με δουλειές του σπιτιού. Την επομέ­νη μάλιστα, ενώ η Ενριέτα ετοιμαζόταν για το νοσοκομείο, είπε στον άντρα της και στα παιδιά της: «Δεν είναι τίποτα σοβαρό. Ο γιατρός θα με φτιάξει αμέσως». Όμως η Ενριέτα Λακς έπασχε από επιθετικής μορφής καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και πέθανε μετά από μερικούς μήνες, στις 4 Οκτωβρίου 1951, αφήνοντας πίσω της πέντε παιδιά: την Ελσι (που τελικά πέθανε στο ψυχιατρείο υπό αδιευ­κρίνιστες συνθήκες), τον Λόρενς, τον Σόνι, τον Τζο και τη μόλις ενός έτους Ντέμπορα. Επιπλέον, δεν έμαθε ποτέ ότι οι γιατροί είχαν αφαιρέσει από τον τράχηλο της ένα δείγμα καρκινικών κυττάρων για ερευνητικούς σκοπούς.

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΑ Ε-ΛΑ

Ο βιολόγος Τζορτζ Γκάι ανέλαβε να παρακολουθήσει τα κύτταρα Ε-Λα - όπως ονομάστηκαν από τα αρχικά της νεκρής. Έκπληκτος τα είδε να αναπαράγο­νται ραγδαία και αδιάκοπα ειδικότερα, διαπίστωσε ότι διπλασίαζαν τον πληθυσμό τους κάθε 24 ώρες. Τελικά τα Ε-Λα έγιναν τα πρώτα αθάνατα ανθρώπινα κύτταρα που καλλιεργήθηκαν σε εργαστήριο και αρκετά αργότερα αποκαλύφθηκε το μυστικό της αθανασίας τους: ένα ενεργό ένζυμο που περιέχεται σε καρκινικά κύτταρα, η τελομεράση.

Αν και καρκινικά, τα Ε-Λα έδειξαν συντόμως ότι μοιράζονται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα υγιή κύτταρα. Αυτό το γεγονός λοιπόν -σε συνδυασμό με τον γρη­γορότατο πολλαπλασιασμό τους, ο οποίος εγγυόταν ταχύτατα εργαστηριακά αποτελέσματα- τα κατέστησε εξαιρετικό υλικό για μελέτες. Επίσης αποδείχτηκαν τόσο ανθεκτικά, ώστε μερικοί ερευνητές ανέφεραν ότι αυτά τα κύτταρα θα μπορούσαν να επιβιώσουν ακόμη και σε σωλήνα νεροχύτη.

 Ένας από αυτούς τους επιστήμονες, ο Μονρό Βίνσεντ, αντιλήφθηκε και τις επιχειρηματικές δυνατότητες της υπόθεσης: ίδρυσε την πρώτη μονάδα μαζικής διανομής κυττάρων Ε-ΛA.

Στις έξι δεκαετίες που ακολούθησαν τον θάνατο της Ενριέτα, τα κύτταρα της συνέβαλαν -μεταξύ άλλων- στην ανακάλυψη του εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας, στην ανάπτυξη θεραπειών κατά του καρκίνου, του έρπητα, της λευχαιμίας, της γρίπης, της αιμοφιλίας και της νόσου του Πάρκινσον, στη μελέτη της δυσανεξίας, στη λακτόζη, σε έρευνες για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τη σκωληκοειδίτιδα αλλά και τη μακροζωία.

Σύμφωνα με τη Ρεμπέκα Σκλουτ, μέχρι το 2009 συσσωρεύτηκαν περισσό­τερες από 60.000 επιστημονικές δημοσιεύσεις βασισμένες στην εργαστηριακή χρήση των συγκεκριμένων κυττάρων. Παράλληλα, τα Ε-Λα τάισαν τη βιομηχανία πώλησης βιολογικού υλικού με πολλά εκατομμύρια (σήμερα -όπως λέει το βιβλίο- μια ιδιωτική εται­ρεία πωλεί απογόνους των συγκεκριμένων κυττάρων σε τιμές που κυμαίνονται από τα 100 έως τα 10.000 δολάρια ανά φιαλίδιο). Τα παιδιά της Ενριέτα μεγάλωσαν ωστόσο στην ανέχεια, δεν απόλαυσαν ειδικές ιατροφαρμακευτικές παροχές και άργησαν εξορ­γιστικά να πληροφορηθούν οτιδήποτε για τη δεύτερη ζωή της μητέρας τους.

Η ΑΣΤΑΘΗΣ ΚΟΡΗ

Ο τρόπος με τον οποίο οι Λακς έμαθαν για τα Ε-Λα θυμίζει κινηματογραφικό σενάριο.

Μια μέρα του 1973 η γυναίκα του Λόρενς Λακς, η Μπομπέτ, κατά τη διάρκεια μιας φιλικής κουβέντας με έναν συνεργάτη του Εθνικού Ιδρύματος κατά του Καρκίνου, έμαθε ότι πραγματοποιούνται πειράματα στα κύτταρα κάποιας Ενριέτα Λακς. «Το όνομα της πεθεράς μου», σχολίασε η Μπομπέτ. «Αλλά σίγουρα δεν είναι αυτή - έχει πεθάνει πάνω από 20 χρόνια». Τελικά ο Λόρενς τηλεφώνησε αμήχανος στο νοσοκομείο Τζονς Χόπκινς και δήλωσε: «Παίρνω για τη μητέρα μου, την Ενριέτα Λακς. Έχετε ένα ζωντα­νό κομμάτι της εκεί». Η τηλεφωνήτρια δεν μπόρεσε όμως να βρει αρχείο για τέτοια ασθενή και η υπόθεση έληξε εκεί. Ο Λόρενς δεν ήξερε πού αλλού να απευθυνθεί.

Δύο χρόνια μετά ένας νεαρός δημοσιογράφος από το περιοδικό Rolling Stone προσέγγισε την οικογένεια Λακς, φιλοδοξώντας να συγκεντρώσει πληροφορίες για τη ζωή της Ενριέτα. Αντ' αυτού, βομβαρδίστηκε από ερωτήσεις. Κατόπιν τα παιδιά της Ενριέτα διάβασαν το άρθρο του, πληροφορήθηκαν ότι «κάποιος μπορεί να παραγγείλει με περίπου 25 δολάρια ένα μικρό φιαλίδιο Ε-Λα» και βεβαιώθηκαν ότι ο δρ. Γκάι και το νοσοκομείο Τζονς Χόπκινς είχαν ιδιοποιηθεί τα κύτταρα της μητέρας τους και ! είχαν πλουτίσει από το εμπόριο τους.

Η Ντέμπορα Λακς θέλησε τότε να μηνύσει το νοσοκομείο, αλλά δεν διέθετε τα απαιτούμενα χρήματα. Εξάλλου μια τέτοια κίνηση δεν θα είχε ισχυρή νομική βάση. Η Ντέμπορα περιορίστηκε λοιπόν στην αγορά βι­βλίων εκλαϊκευμένης επιστήμης, προκειμένου να μάθει περισσότερα για την τύχη των Ε-Λα. Όσο όμως προσπαθούσε να κατανοήσει τους μηχανισμούς της βιολογίας, τόσο καταλαμβανόταν από τρόμο για τα δεινά που θεωρούσε ότι υπέμενε η Ενριέτα: στοιχειωμένη από τη δεισιδαιμονία και την ημιμάθεια, φανταζόταν τη μητέρα της να υποφέρει απ' όλους τους φοβερούς ιούς που δοκιμάζονταν στα κύτταρα της.

Αργότερα η Ντέμπορα άρχισε να βλέπει τη ζωή της ως χωρισμένη σε δύο εποχές: στην προ Λονδίνου και στη μετά Λονδίνου. Το ορόσημο με την ονομασία «Λονδίνο» προέκυψε το 1996, με ένα ντοκιμαντέρ του BBC που έκανε για πρώτη φορά ευρέως γνωστή την ιστορία της Ενριέτα.  Μετά την προβολή του, μάλιστα, τα παιδιά της έγιναν για πρώτη φορά τιμώμενα πρόσωπα- σε ένα ιατρικό συμπόσιο και σε μια εκδήλωση στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας Σμιθσόνιαν. Για πρώτη φορά η Ντέμπορα Λακς ένιωσε λοιπόν ότι η συνεισφορά της μητέρας της στην επιστήμη αναγνωριζόταν. Τότε, διψασμένη να μάθει περισσότερα για το παρελθόν της οικογένειας της, αναζήτησε το ιατρικό αρχείο της Ελσι. Οι προσπάθειες της απέβησαν όμως άκαρπες, εκείνη εγκλω­βίστηκε σε μακάβριες εικασίες σχετικά με τον τρόπο θανάτου της ιδρυματοποιημένης αδερφής της και στο τέλος οδηγήθηκε στο νοσοκομείο με νευρικό κλονισμό.

ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΦΙΛΙΑ

Λίγο καιρό αφότου η Ντέμπορα Λακς πήρε εξιτήριο, η Ρεμπέκα Σκλουτ πρωτοεπιχείρησε να έρθει σε επαφή μαζί της. Η Ντέμπορα, καταβεβλημένη ακόμη από την περιπέτεια της, ξεγλίστρησε για έναν χρόνο. Όταν όμως δέχτηκε μια συνάντηση, το καλοκαίρι του 2000, αποδείχτηκε πραγματικός χείμαρρος. Επέμεινε ότι η μητέρα της είχε κλωνοποιηθεί και αναρωτήθηκε πόσοι σωσίες της κυκλοφορούσαν στον κόσμο. Όταν δε η Ρεμπέ­κα προσπάθησε να διαλύσει αυτές τις ιδεοληψίες, η Ντέμπορα έδειξε μια βιντεοκασέτα με το φιλμ «Τζουράσικ Παρκ» και μία με την τηλεταινία «Ο κλώνος».

Η Ντέμπορα Λακς ήταν ιδιαίτερα παθιασμένη με την υπόθεση των κυττάρων της μητέρας της. Έτσι η Ρεμπέκα Σκλουτ συνέχισε να τη συναντά συστηματικά για περίπου έναν χρόνο, ώστε να μελετάει μαζί της επιστημονικά βιβλία και να κουβεντιάζει μαζί της για τα Ε-Λα. Επιπλέον, ανάμεσα στις συναντήσεις τους, η συγγραφέας έστελνε στην Ντέμπορα  κάθε είδους διαφωτιστικό υλικό (επιστημονικές επιθεωρήσεις, φω­τογραφίες των κυττάρων, ακόμη και λογοτεχνικά βιβλία εμπνευσμένα από την ιστορία της Ενριέτα), χωρίς να παραλείπει να επισημαίνει τα όποια επινοημένα περιστατικά. Δυστυχώς το πάθος της Ντέμπορα εξελίχθηκε σε εμμονή. Έμαθε να χρησιμοποιεί το Ιντερνέτ και άρχισε να περνάει νύχτες ολόκληρες στον υπολογιστή, αναζητώντας αρχεία περί Ε-ΛΑ. Όταν πλέον ένιωθε κατάκοπη, κατάπινε μια χούφτα υπνωτικά και κατέρρεε πάνω στο πληκτρολόγιο.

Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Κάποια στιγμή η Ρεμπέκα Σκλουτ υποσχέθηκε στην Ντέμπορα Λακς μια επίσκεψη στο νοσοκομείο Τζονς Χόπκινς, ώστε να πάρουν επιτέλους στα χέρια τους ένα δείγ­μα Ε-ΛΑ. Έτσι τον Μάιο του 2001 οι δυο τους βρέθηκαν μπροστά σε έναν τεράστιο καταψύκτη με εκατομμύρια κύτταρα, ένας ερευνητής έβγαλε ένα φιαλίδιο, το έδω­σε στην Ντέμπορα και εκείνη άρχισε να το τρίβει με τις παλάμες της σαν να προσπαθούσε να το ζεστάνει. «Είναι παγωμένη», είπε. Αμέσως μετά πλησίασε το φιαλίδιο στο στόμα της και ψιθύρισε: «Είσαι διάσημη».

Η Ρεμπέκα υποσχέθηκε και κάτι ακόμα: να ψάξει για το ιατρικό αρχείο της Ελσι Λακς. Δυστυχώς ή ευτυχώς, κατάφερε να το εντοπίσει και τα στοιχεία επιβεβαίωσαν τους χειρότερους φόβους της Ντέμπορα: η Ελσι είχε πεθάνει σε μια περίοδο που το Κρόνσβιλ θύμιζε «Φωλιά του κούκου». Σε κάθε γιατρό αντιστοιχούσαν 225 ασθενείς. Οι θάνατοι ξεπερνούσαν τα εξιτήρια. Οι ασθενείς όλων των φύλων και των ηλικιών -αλλά πάντα Αφροαμερικανοί- ζούσαν μαντρωμένοι σε κελιά με ελλιπέστατο εξαερισμό και υποβάλλονταν σε απάνθρωπα πειράματα.

Αρχικά η Ντέμπορα έδειξε ψύχραιμη. Δήλωσε μάλιστα στη Ρεμπέκα ότι σκόπευε να επιστρέψει στο σχολείο, προκειμένου να κατανοήσει την επιστήμη και να νικήσει τον τρόμο της για την τύχη της μητέρας και της αδερφής της. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η αποκάλυψη για το Κρόνσβιλ ήταν τόσο στρεσογόνος, ώστε λίγες ημέρες αργότερα η Ντέμπορα υπέστη εγκεφαλικό. Στη συνέχεια, κατά την ανάρρωση της, εξέφρασε την επιθυμία να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι το επίδομα της κοινωνικής πρόνοιας θα της κάλυπτε με το ζόρι τις βασικές ανάγκες επιβίωσης.

Η «ψυχή του βιβλίου», όπως την έχει χαρακτηρίσει η Ρεμπέκα Σκλουτ, δεν πρό­λαβε να το δει να εκδίδεται: πέθανε το 2009, σε ηλικία 60 ετών. Πρόλαβε ωστόσο να δει τον εγγονό της να τελειώνει το λύκειο και την ανιψιά της να γράφεται στο πανεπιστήμιο. «Μετά απ' αυτό, είμαι αληθινά συμβιβασμένη με την ιδεατού θανάτου», είπε κάποια στιγμή η Ντέμπορα στη Ρεμπέκα. 
Οι αληθινές ιστορίες δεν τελειώ­νουν όμως τόσο γλυκερά. Σήμερα ο αδελφός της Ντέμπορα, ο Σόνι Λακς, χρωστάει 125.000 δολάρια επειδή υποβλήθηκε σε τετραπλό μπαϊπάς χωρίς να είναι ασφαλισμένος σε οποιοδήποτε ταμείο... ·
Της ΓΩΓΩΣ ΚΑΡΚΑΝΗ
Πηγή: Περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ»

Δεν υπάρχουν σχόλια: