Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Τα προηγηθέντα και η απελευθέρωση της Αθήνας (12.10.1944)




ΤΑ ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης
Για να κατανοήσει καλύτερα ο αναγνώστης πώς και υπό ποιες συνθήκες επραγματοποιήθη η απελευθέρωση των Αθηνών, πρέπει να μη λησμονεί ποια ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα ήδη από της εποχής του Λιβάνου. Και ταυτοχρόνως να γνωρίζει όσα είχαν προηγηθεί μέχρι την ώρα της απελευθερώσεως.
Τα όσα είχαν συμβεί στη Μ. Ανατολή κατά το πρώτο τετράμηνο του 1944 - το Κίνημα, η Στάση του Ναυτικού, οι κυβερνητικές μεταβολές - προεκάλεσαν, όπως ήταν επόμενο, στην Αθήνα σοβαρές ανησυχίες, τις οποίες επέτειναν και τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα. Οι συγκρούσεις με τα Τάγματα Ασφαλείας επυκνούντο και η γερμανική στάση, εν όψει εκκενώσεως της Ελλάδος, εσκληρύνετο. Οι οικονομικές και επισιτιστικές συνθήκες άρχισαν να θυμίζουν τον χειμώνα τού 1941-1942. Οι μετακινήσεις πολιτικών και στρατιωτικών προς τη Μ. Ανατολή, με πρωτοβουλία εκείνων που δρούσαν ήδη στο Κάιρο, δημιουργούσαν την εντύπωση ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί μετά τον Λίβανο. Στην κατεχόμενη Ελλάδα οι κομμουνισταί εμάχοντο ώστε η χώρα να περιέλθει υπό τη σταλινική επιρροή και όσοι μετά παρρησίας διεκήρυσσαν ότι η Ελλάς έπρεπε να κρατηθεί εκτός σοβιετικής προστασίας εχαρακτηρίζοντο από την οργανωμένη προπαγάνδα «μοναρχοφασίστες».
Μετά τον σχηματισμό τού πρώτου κλιμακίου της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου στο Κάιρο, αρχηγός τού Στρατού και τού Επιτελείου ορίσθη, στις 2 Ιουνίου, ο υποστράτηγος Κ. Βεντήρης. Από τους πρωταγωνιστάς τού κινήματος τού 1935 και ιδρυτής της οργανώσεως ΡΑΝ, εγνώριζε απολύτως την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Αθήνα. Σε συνεργασία με τον αδελφό του Γεώργιο Βεντήρη, είχε ήδη διευκρινίσει τη θέση των συνεργατών του ως προς το θέμα της επανόδου του Βασιλέως, με τη δήλωση ότι το Πολιτειακό θα ελύετο μετά την Απελευθέρωση


Ο ΣΠΗΛΙΩΊΌΠΟΥΛΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ   ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Τον διορισμό του Βεντήρη ακολούθησε, στις 14 Ιουλίου, ο διορισμός του  υποστρατήγου Π. Σπηλιωτοπούλου ως Στρατιωτικού Διοικητού  Αττικής και του συνταγματάρχου Γ. Παπαγεωργίου ως υπευθύνου για τη Β. Ελλάδα. Στη Επιτροπή Αγώνος, υπό την αφανή πολιτική ηγεσία του τέως Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, μετείχαν, ως εκπρόσωποι του Γ. Παπανδρέου, οι Φ. Μανουηλίδης και Λουκής Ακρίτας. De facto ο Χρ. Ζαλοκώστας ανεγνωρίσθη τέταρτο μέλος της Επιτροπής.
Η Επιτροπή Αθηνών, ενόψει της αποχωρήσεως των στρατευμάτων κατοχής, έπρεπε να οργανώσει τα Σώματα Ασφαλείας και να προστατεύσει ζωτικά έργα κοινής ωφελείας στην περιοχή της Πρωτευούσης: Το φράγμα της Λίμνης του Μαραθώνος, το εργοστάσιο της Πάουερ, το αεροδρόμιο στο Χασάνι, τον λιμένα Πειραιώς κ.ά. Την προστασία ειδικότερα των έργων αυτών θα αναλάβει ο συνταγματάρχης Σέππαρντ, υπεύθυνος από βρεταννικής πλευράς για την Αθήνα.
Ο   διορισμός  του   Σπηλιωτοπούλου   ως  Στρατιωτικού   Διοικητου Αττικής, συνδυαζόμενος με την ανάληψη της αρχηγίας του Γενικού Επιτελείου από τον Κ. Βεντήρη, θα μπορούσε πράγματι να αποβεί πολύ ωφέλιμος, αν δεν κυριαρχούσαν στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής η προχειρότης και κάποτε η ύποπτη σύγχυση. Ο υποστράτηγος Σπηλιωτόπουλος, που μετεκινείτο συνεχώς φιλοξενούμενος σε διάφορα σπίτια στην περιοχή Κολωνακίου, για λόγους ασφαλείας, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα οργανώσεως. Εχρειάζοντο πολεμικά εφόδια και υλικά μέσα.   Όσα έφθαναν ήταν ασήμαντα εν σχέσει με τις πραγματικές ανάγκες. Στην πρώτη φάση θα στηριχθεί σε εθελοντάς των Εθνικών Δυναμικών Οργανώσεων της Αθήνας, όπως η «Εθνική Δράσις», με τον συνταγματάρχη Αντωνόπουλο, η οργάνωση «Χ» με τον συνταγματάρχη Γρίβα στο Θησείο. Τις πρώτες ανάγκες θα καλύψει η Οικονομική Επιτροπή Αγώνος, υπό τον Αντώνιο Μπενάκη, η οποία εκάλυπτε και τις δαπάνες της αναγκαίας δημοσιότητας. Ακόμη και η έκδοση των «Αθηναϊκών Νέων» του Λουκή Ακρίτα άρχισε με επιτόπια οικονομικά μέσα. Οι πόροι της «Ελευθερίας» προήρχοντο από τον Γ. Καρτάλη και ιδίως από τον Ι.  Πελτέκη.
Ο Σπηλιωτόπουλος θα αρνηθεί να συναντήσει τον Ι. Ράλλη. Αρνείται επίσης, κατά κανόνα, να επικοινωνήσει με τους επικεφαλής των δημοσίων υπηρεσιών που ζητούν οδηγίες. Το κράτος περιέρχεται σε ακυβερνησία. Οι μόνες δυνάμεις στις οποίες στηρίζεται είναι η Χωροφυλακή και η Αστυνομία. Το ΕΑΜ είναι ενήμερο και, υπό το πρόσχημα του αγώνος κατά των δοσιλόγων, προετοιμάζεται για την ώρα της τελικής επιθέσεως. Ο Σπηλιωτόπουλος χαρακτηρίζεται «οπορτουνιστης». Υπονομεύεται ακόμη και από τους αρχαιότερους συναδέλφους του, όπως ο Θ. Πάγκαλος και ο Θ. Μανέττας, ορισμένοι από τους οποίους θα υποδείξουν στους ανωτέρους αξιωματικούς να μην πειθαρχούν στις εντολές του.


ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Στις 11 Αυγούστου ο Κ. Βεντήρης ετηλεγράφησε στον Σπηλιωτόπουλο: «Αναφέρατε πυρομαχικά απαιτούμενα δι' υπάρχοντα όπλα εις χείρας Χωροφυλακής και οργανώσεων. Ετοιμάσατε καταλλήλως αξιωματικούς Αστυνομίας Πόλεων και Χωροφυλακής προς εξασφάλισιν συνεργασίας συμφώνως διαταγάς».
Ο Σπηλιωτόπουλος εζήτησε από τον Χρ. Ζαλοκώστα και τον συγγραφέα (σημ. kgrek : Σπ. Μαρκεζίνης) να αναλάβουν τις σχετικές επαφές με τα στελέχη της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής.
Οι συνταγματάρχες Πάτερης, Παπαργύρης και Πολυκράτης (τα τρία Π» όπως ήταν γνωστοί), κύριοι υπεύθυνοι της Χωροφυλακής, παρόντος και του Χρ. Ζαλοκώστα, ενημερώθησαν εμπιστευτικά από τον συγγραφέα περί των υποχρεώσεων τις οποίες θα ανελάμβαναν. Εν συνεχεία ενημερώθη ο υποστράτηγος Ντάκος, ο οποίος θα συναντηθεί με τον Σπηλιωτόπουλο στην οικία της Έφης Απέργη, επί της οδού Ζ. Πηγής, όπου διέμενε το καλοκαίρι του 1944 ο συγγραφεύς: Η κυβέρνηση Παπανδρέου μπορούσε να στηριχθεί απολύτως στο Σώμα της Χωροφυλακής.
Επικεφαλής της Αστυνομίας ήταν ο Άγγελος Έβερτ, του οποίου την έως τότε αμφιλεγόμενη δράση εγνώριζε ο συγγραφεύς. Διευθυντής του Σώματος από τον Σεπτέμβριο 1941, λίγους μήνες μετά την ορκωμοσία της κυβερνήσεως Τσολάκογλου, είναι βέβαιον ότι διηυκόλυνε από της θέσεως αυτής, με την έκδοση ταυτοτήτων, αρκετούς Έλληνες και ξένους πατριώτες, ιδίως Κυπρίους, οι οποίοι, ως Άγγλοι υπήκοοι, διέτρεχαν αμεσότερο κίνδυνο. Διευκόλυνε επίσης την Αποστολή Τσιγάντε και συνειργάζετο με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Είναι αποδεδειγμένο εξάλλου ότι διατηρούσε επαφές με οργανώσεις της Αριστεράς, γεγονός που υπεχρέωσε τον Ι. Ράλλη, όταν ανέλαβε την προεδρία της τελευταίας κατοχικής κυβερνήσεως, να τον απομακρύνει από το Σώμα. Θα αναγκασθεί να τον επαναφέρει πιεζόμενος από τον Ι. Βουλπιώτη, γνωστό συνεργάτη των Γερμανών, ο οποίος εβεβαίωσε ότι ο Έβερτ ήταν άνθρωπος των Άγγλων!
Τις σοβαρές επιφυλάξεις τους για την παρουσία του Έβερτ στην ηγεσία του Σώματος είχαν ήδη διατυπώσει προς τον συγγραφέα οι αστυνομικοί διευθυνταί Νέρης, Γεωργίου και Βρανόπουλος. Τον είχαν επισκεφθεί με ιδική τους πρωτοβουλία μερικές ημέρες πριν φθάσει η εντολή του Στρατηγού Βεντήρη της 11 Αυγούστου. Ήταν η εποχή που άρχισε να γίνεται γνωστός ο παρασκηνιακός ρόλος του συγγραφέως, ο οποίος συνέστησε στους τρεις ανωτάτους αξιωματικούς της Αστυνομίας να πειθαρχήσουν στις εντολές που θα ελάμβαναν εν καιρώ, διότι την ώρα εκείνη προείχε η ενότητα του Σώματος. Όταν αργότερα επραγματοποιήθη η συνάντηση των ηγετικών στελεχών της Αστυνομίας με τον Σπηλιωτόπουλο, διεπιστώθη η απόλυτη σύμπνοια και η απόφαση του Σώματος να στηρίξει, χωρίς επιφυλάξεις, την κυβέρνηση της Απελευθερώσεως.


ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ
Η αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων επέκειτο. Και ήταν ορατός ο κίνδυνος η αποχώρηση αυτή να συνοδευθεί με την καταστροφή ζωτικών έργων στην πρωτεύουσα. Ο αρχηγός των Ες Ες στην Αθήνα υποστράτηγος Σιμάνα είχε απειλήσει ότι πριν φύγουν οι Γερμανοί θα ανατίναζαν τα πάντα και είχε συγκεντρώσει για τον σκοπό αυτό στον Λυκαβηττό μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών.
Το Κάιρο εζήτησε πληροφορίες για τις προθέσεις των Γερμανών. Ο Σπηλιωτόπουλος δεν εγνώριζε τι να απαντήσει, διότι όσα επληροφορείτο ήταν αντιφατικά. Τότε ο Ζαλοκώστας ζήτησε την άδεια να ερωτηθεί ο Ε. Τσιρονίκος, αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Ράλλη. Ο Σπηλιωτόπουλος τα έχασε, αλλά ο Ζαλοκώστας επέμενε ότι, αν ο Τσιρονίκος εγνώριζε κάτι, θα το έλεγε και αφηγήθη πώς τον είχε γνωρίσει, δέκα πέντε χρόνια πριν, στις Βρυξέλλες
«...σ' ένα γεύμα του κοινού φίλου De Roover πού τον ήξερε από το Κίεβο, όταν o Τσιρονίκος ήταν πλούσιος τραπεζίτης, πρόξενος της Αγγλίας και πρόεδρος των Ελλήνων της Ρωσίας. O Λογοθετόπουλος τον eκάλεσε ν' αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών και ήρθε νύχτα σπίτι μου o Τσιρονίκος να ζητήσει τη γνώμη μου. Του σύστησα ν' αρνηθεί το yπουργιλίκι γιατί θά καιγόταν, ενώ με τις ικανότητες πού είχε θα ήταν χρήσιμος στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτός επέμενε και φιλονικήσαμε. Ενώ παραδεχόταν πώς θα χάσει τον πόλεμο o Χίτλερ, ήθελε να μπει στην Κυβέρνηση από aντικομμουνισμό· είχε καταστραφεί από τους Μπολσεβίκους κι ήθελε να τους εκδικηθεί».
Ο Σπηλιωτόπουλο ς έδωσε τη συγκατάθεση του και ο Ζαλοκώστας συνάντησε τον Τσιρονίκο, ο οποίος του έδωσε την πρώτη επίσημη πληροφορία που ο Σπηλιωτόπουλος μετεβίβασε στον Γ. Παπανδρέου, στο Κάιρο:
«Aπό Άρατον (Σπηλιωτόπουλο) προς Πάριν (Παπανδρέου) και Βέργαν (Βεντήρη). Απολύτως εξηκριβωμέναι πληροφορίαι Κυβερνησις ειδοποιήθη προσεχή άποχώρησιν Γερμανών. Απεφασίσθη κρατηθή πάση θυσία γραμμή Αθηνών - Βελιγραδίου προς διευκόλυνσιν φυγής. Φοβούνται εμποδισθή ολική αποχώρησις ένεκα ραγδαίας εξελίξεως γεγονότων, οπότε εδόθη εντολή εφ' όσον κυκλωθούν να παραδοθώσι. Κατόπιν ανωτέρω προτείνομεν ενέργεια συμμαχική, εάν προβλέπεται, γίνη όσον βορειότερον Αθηνών προς αποφυγήν ανατινάξεως εγκαταστάσεων λεκανοπεδίου Αττικής. Ήρξατο αναχώρησις Γερμανίδων. Στερούνται μεταγωγικών αεροπλάνων».
Στις 30 Αυγούστου ο Ζαλοκώστας επληροφόρησε τον συγγραφέα ότι ο Τσιρονίκος επρόκειτο να συναντήσει στο Βελιγράδι τον πανίσχυρο την εποχή εκείνη Νοϋμπάχερ (Neubacher). Αποφασίσαμε να ζητήσουμε από τον Τσιρονίκο τη μεσολάβηση του για να σωθεί το φράγμα της Λίμνης του Μαραθώνος, αφού βεβαίως προηγουμένως ενημερώναμε τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο. Ο Στρατηγός, επιφυλακτικός και προσεκτικός, παρετήρησε στον Ζαλοκώστα, όταν του εξήγησε τις προθέσεις μας: «Τον εμπιστεύεσθε αυτόν τον άνθρωπο;». Ο Ζαλοκώστας απάντησε καταφατικά και προσέθεσε: «Επιτέλους, τι θα χάσουμε, αν του αναθέσουμε να σώσει τον Μαραθώνα;». Ο Στρατηγός ρώτησε: «Τι θα πουν οι Άγγλοι;». Ο Ζαλοκώστας επεκαλέσθη τότε τον συγγραφέα, συνεργαζόμενο με τον Σέππαρντ και τον Mac Intyre, που είχαν την ευθύνη για την προστασία3 και του φράγματος και της Πάουερ.
Ο Σπηλιωτόπουλος υπαγόρευσε τότε στον Ζαλοκώστα τα αιτήματα: α) Να αφαιρεθούν τα εκρηκτικά από το φράγμα Μαραθώνος. β) Να μην καταστραφεί ο λιμένας του Πειραιώς, το εργοστάσιο του Ηλεκτρικού και το Τηλεφωνικό Κέντρο, γ) Να μεταβιβασθεί η Διοίκηση των Γερμανικών Δυνάμεων Αθηνών από τον υποστράτηγο των SS Σιμάνα στον υποστράτηγο της Βέρμαχτ Φέλμυ. δ) Να κηρυχθεί η Πρωτεύουσα ανοχύρωτη πόλη και να εγκαταλείψουν οι Γερμανοί τα οχυρά του Λυκαβηττού, ε) Να αντικατασταθεί ο διοικητής Ειδικής Ασφαλείας Λάμπου με τον συνταγματάρχη Ραφτοδήμο. Ο Ζαλοκώστας συνάντησε τον Τσιρονίκο και του  παρέδωσε το σημείωμα: «Αφού διάβασε το χειρόγραφο, υποσχέθηκε να μεσολαβήσει στον Παντοδύναμο   Νοϋμπάχερ  για  να   ικανοποιηθούν   και  τα  πέντε αιτήματα μας. Aν δεν κατόρθωνε τίποτα, θα μού παράγγελνε πως "το ταξίδι του ήταν κακόν» αν πετύχαινε μερικά, αλλά σημαντικά, πως «το ταξίδι του ήταν πολύ καλό»· αν όλα, πως "ήταν εξαίρετο". Ύστερα από μέρες  κάποιος  με  ζήτησε  στο τηλέφωνο  μιλώντας γερμανικά: -Είσθε ο κύριος Ζαλοκώστας; Μάλιστα. —Εδώ von Graewenitz, σύμβουλος της Γερμανικής Πρεσβείας. Από μέρους του κ. Τσιρονίκου έχω να σας ανακοινώσω ότι το ταξίδι του ήταν πολύ καλό».
Πράγματι, τα εκρηκτικά, 80 τόννοι περίπου, θα αφαιρεθούν από τον Μαραθώνα. Ο Σιμάνα θα ανακληθεί στο Βερολίνο και θα αντικατασταθεί από τον υποστράτηγο Φέλμυ. Ο Λάμπου θα απομακρυνθεί από τη διοίκηση της Ειδικής Ασφαλείας και στη θέση του θα τοποθετηθεί ο συνταγματάρχης Ραφτοδήμος.
Ο Τσιρονίκος, κατά τις τελευταίες ώρες της ισχύος του, έκρινε ότι έπρεπε να προσφέρει στην πατρίδα του τις υπηρεσίες που τη συγκεκριμένη στιγμή του εζητήθησαν. Υπήρξε μία πράξη εθνικής εξιλεώσεως ίσως που πρέπει να καταγραφεί χάριν της Ιστορίας της περιόδου αυτής και ανεξαρτήτως της αξιόμεπτης συνεργασίας του με τις κατοχικές κυβερνήσεις, για την οποία ο άλλοτε ισχυρός τραπεζίτης του Κιέβου και σφοδρός αντικομμουνιστής θα καταδικασθεί ερήμην εις θάνατον μετά την Απελευθέρωση.


ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΗΣ ΠΑΟΥΕΡ
Ο άλλος μεγάλος κίνδυνος τον οποίο αντιμετώπιζε η Πρωτεύουσα ήταν η απειλή να ανατιναχθεί το εργοστάσιο ηλεκτρισμού της Power στον Πειραιά. Ο Γερμανός γενικός διευθυντής της Ηλεκτρικής Εταιρείας Έντγκαρ Τομασχάουζεν είχε πολλαπλώς βοηθήσει Έλληνες πατριώτες που εδιώκοντο ή ευρίσκοντο εν κινδύνφ. Ανετέθη στον Γ. Λάβδα, από τα ανώτερα τεχνικά στελέχη της Πάουερ, να βολιδοσκοπήσει τον Τομασχάουζεν για την εφαρμογή ενός σχεδίου εικονικής καταστροφής που ο Λάβδας είχε εκπονήσει και το οποίο προέβλεπε την αφαίρεση όλων των ποσοτήτων δυναμίτη που είχαν τοποθετηθεί στις εγκαταστάσεις και τη στρέβλωση των αντλιών στις τουρμπίνες. Η επαφή του Λάβδα απέβη άκαρπη, διότι ο Τομασχάουζεν εζήτησε απευθείας επαφή με αρμόδιο Βρεταννό υπεύθυνο, πράγμα το οποίο δεν απεδέχθη ο Σέππαρντ.
Τότε απεφασίσθη να χρησιμοποιηθεί, χωρίς την έγκριση του Σέππαρντ, αλλά και χωρίς την αντίδραση του, ο Γεώργιος Τρυπάνης, στέλεχος επίσης της Εταιρείας. Ο Τομασχάουζεν τη φορά αυτή επείσθη και με εντολή του ο Λίντερμαν, υπεύθυνος για την ασφάλεια του εργοστασίου, θα αφαιρέσει, την υστάτη ώρα, τα εκρηκτικά, θα τα απορρίψει στη θάλασσα και θα «στραβώσει» τις τουρμπίνες.
Έτσι, η μάχη που θα ακολουθήσει μεταξύ της γερμανικής φρουράς του εργοστασίου και των ανδρών του ΕΑΜ θα γίνει χωρίς την άμεση απειλή της ανατινάξεως. Και το Στρατηγείο της Μ. Ανατολής θα δώσει εντολή να ματαιωθεί η αποστολή των δύο πολεμικών με γεννήτριες που εσχεδίαζε να στείλει για τις πρώτες ανάγκες των Αθηνών.
Ο Τομασχάουζεν, αμέσως μετά την Απελευθέρωση, θα συλληφθεί από τις Ελληνικές Αρχές και η Βρεταννική Υπηρεσία ΜΙ 5 που θα ενδιαφερθεί για τη δράση του επί Κατοχής θα καλέσει, μεταξύ άλλων, και τον Γ. Τρυπάνη να καταθέσει ό,τι εγνώριζε περί αυτου. Ο Τρυπάνης, παρασημοφορημένος από τους Άγγλους για την προσφορά του στον Συμμαχικό αγώνα, εξέθεσε όσα εγνώριζε περί της δράσεως του γενικού διευθυντού της Πάουερ και υπεγράμμισε ιδιαιτέρως την αποφασιστική συμβολή του στη διάσωση του Εργοστασίου Ηλεκτρισμού. Στις ιδιόγραφες σημειώσεις του, γραμμένες στην αγγλική, οι οποίες ευρίσκονται στο Αρχείο του συγγραφέως, ο Γ. Τρυπάνης σημειώνει μεταξύ άλλων (σ. 168) περί του Τομασχάουζεν: «In actual fact many a Greek owed his safety and liberation to Thomashausen and he certainly was the one who saved the Power Station which the Germans had ordered to be blown up before retreating». (Είναι πράγματι γεγονός ότι αυτός έσωσε τον Σταθμό της Power που, κατόπιν εντολής των Γερμανών, θα έπρεπε να καταστραφεί πριν αποχωρήσουν).
Την περίοδο αυτή ανέκυψε πάλι το ζήτημα της τύχης των Ταγμάτων Ασφαλείας, την ίδρυση των οποίων ο Γ. Παπανδρέου, κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Λιβάνου, είχε αποδώσει στην τρομοκρατική δράση του ΚΚΕ.
Όταν εζητήθη η γνώμη του Χρύσανθου περί της τύχης τους, ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε ότι οι άνδρες των  Ταγμάτων έπρεπε ή να εντάσσονται στις εθνικές οργανώσεις ή να καταφεύγουν στην Μ. Ανατολή. Δεν ήταν όλοι πρόθυμοι ωστόσο να αναχωρήσουν για το Κάιρο, ενώ και όσοι θα ήθελαν να φύγουν δεν ήταν εύκολο να το πράξουν. Μετά τη δολοφονία του Ψαρρού και την ομαδική εκτέλεση των τριακοσίων ανδρών του από τον ΕΑΑΣ, πολλοί από τους διασωθέντες υπεχρεώθησαν να καταφύγουν στα Τάγματα Ασφαλείας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του λοχαγού Ευθυμίου Δεδούση, της οργανώσεως ΕΚΚΑ, ο οποίος, όπως εσημειώθη, για να αποφύγει τη σύλληψη και τη βέβαιη εκτέλεση των ανδρών του από τις δυνάμεις του Βελουχιώτη στο Κλήμα της Δωρίδας, κατέφυγε με τους άνδρες του στα Τάγματα Ασφαλείας Πατρών. «Έλληνα που βγαίνει από την πινακοθήκη ιού '21» θα τον χαρακτηρίσει ο Γ. Παπανδρέου στον Λίβανο. Βουλευτής του Νέου Κόμματος μετά τον Πόλεμο, θα βρει τον θάνατο μαχόμενος κατά της κουμμουνιστικής ανταρσίας του Γ' Γύρου.
Αλλά δεν ήταν λίγοι και εκείνοι, οι οποίοι συνειργάζοντο συνειδητά με τους Γερμανούς, όπως συνέβη στα μπλόκα της Καισαριανής, του Παγκρατίου, του Νέου Κόσμου και της Κοκκινιάς. Η Επιτροπή Αγώνος της Αθήνας, με εισήγηση του Λ. Ακρίτα και του Σπ. Μαρκεζίνη, εζήτησε από τον Γ. Παπανδρέου να καταγγείλει τα Τάγματα και να απειλήσει με τιμωρία όσους εξακολουθούσαν να μη πειθαρχούν στην εντολή του Καΐρου για άμεση παράδοση στον Σπηλιωτόπουλο.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Σπηλιωτόπουλος, συνοδευόμενος από τον Θ. Καψάλη, θα συναντήσει τους αντιπροσώπους του ΕΑΜ, αλλά θα απορρίψει τους όρους που διετύπωσαν. Το ΕΑΜ, σε απάντηση, οργάνωσε συλλαλητήριο, με συνθήματα στρεφόμενα εναντίον της Χωροφυλακής και διαβεβαιούντα ότι ο ΕΛΑΣ θα σώσει την Αθήνα. Τα χωνιά του ΕΑΜ ανέλαβαν να πληροφορήσουν τις γειτονιές της Αθήνας ότι ο Σπηλιωτόπουλος ήταν προδότης, συνεργάτης του Ράλλη και άνθρωπος των Ες Ες. Ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Sandstrom ενημέρωσε τους προϊσταμένους του ότι, αν η αποχώρηση των Γερμανών δεν συνοδευθεί με απόβαση Συμμαχικών Στρατευμάτων, ο Εμφύλιος ήταν βέβαιος.
Ο ΕΑΑΣ θα εντείνει τη δράση του στην Πελοπόννησο με ομαδικές εκτελέσεις στην Καλαμάτα, στον Μελιγαλά και στον Πύργο, αλλά οι ραδιοφωνικοί Σταθμοί του Καΐρου και του Λονδίνου θα εξακολουθήσουν να εξαίρουν τον αντιστασιακό αγώνα του. Παραμονές της Απελευθερώσεως και η κατάσταση στην Αθήνα και στην άλλη Ελλάδα είναι ζοφερή.
Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Γερμανός στρατιωτικός Διοικητης των Αθηνών στρατηγός Φέλμυ ζητά συνάντηση με τον Σπηλιωτόπουλο. Αυτός θα στείλει τον Λουκή Ακρίτα και τον Χρ. Ζαλοκώστα, που θα συναντηθούν με τον ταγματάρχη Βέμπερ, εκπρόσωπο του Γερμανού στρατηγού. Η μακρά συζήτηση δεν κατέληξε σε αποτέλεσμα, διότι το ΕΑΜ, το οποίο είχε πληροφορηθεί τη συνάντηση, προειδοποίησε τον Φέλμυ ότι δεν θα αναγνώριζε καμιά συμφωνία που δεν θα ενέκρινε ο Σαράφης.


Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΣΕΠΠΑΡΝΤ
Από βρεταννικής πλευράς υπεύθυνος για την Αθήνα ορίσθη ο συνταγματάρχης Ρούφους Σέππαρντ. Καθηγητης της Αγγλικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, έλαβε μέρος στον Πόλεμο για την απελευθέρωση της Αβησσυνίας και επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια περί, τα μέσα του 1942, την εποχή που ο Ρόμμελ προήλαυνε στην έρημο. Την άνοιξη του 1943 έπεσε με αλεξίπτωτο στη Θεσσαλία, περιοχή την οποία ήλεγχε απολύτως ο ΕΛΑΣ. Φανατικός υποστηρικτής του ΕΑΜ  όσο παρέμενε στην περιοχή  τού Ολύμπου, μεταφέρει   τις φιλοεαμικές εκτιμήσεις του στο Κάιρο, το οποίο θα επικαλεσθεί συχνά τις απόψεις του ως προς τις επιδιώξεις του ΕΛΑΣ.
Έφτασε για πρώτη φορά στην κατεχόμενη Πρωτεύουσα, με εντολή της Βρεταννικής Στρατιωτικής Αποστολής, το φθινόπωρο του 1943, την εποχή που στην Αθήνα είχε κάνει την εμφάνιση του και ο λοχαγός Στοτ. Ο Θάνος Καψάλης του προσέφερε κρησφύγετο στο σπίτι του στο Ψυχικό και η οργάνωση «Εθνική Δράσις» θα του εξασφαλίσει τα απαραίτητα καταλύματα οσάκις θα χρειασθεί να ευρεθεί εκτός Αθηνών, κυρίως στην περιοχή του Ελικώνος.
Ψηλός, αδύνατος, κοκκινομάλλης, προσπαθούσε αδέξια, με το κακότεχνο βάψιμο του, να αποκρύψει την ξενική καταγωγή του, κάθε φορά που έπρεπε να κυκλοφορήσει στην υπόδουλη Αθήνα. Κατά την περίοδο αυτή είχαμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε στον Βρεταννό Σύνδεσμο τι πράγματι συνέβαινε στην Ελλάδα προκειμένου να συνειδητοποιήσει αυτό που δεν είχε αντιληφθεί όσον καιρό ευρίσκετο στον Όλυμπο. Επέμενε, καλόπιστα, στις εκτιμήσεις του επηρεαζόμενος προφανώς και από τις αριστερές πεποιθήσεις του. Χωρίς να είναι κομμουνιστής, ανήκε σε εκείνους που επίστευαν ότι ο Σοσιαλισμός αποτελούσε την ελπίδα του κόσμου. Σύντομα θα αντιληφθεί ότι τα πράγματα διέφεραν στην Ελλάδα, όπου μια μικρή αλλά άριστα οργανωμένη κομμουνιστική μειοψηφία εξεμεταλλεύετο επιδέξια την ιδέα της. Δημοκρατίας και το σοσιαλιστικό ιδεώδες προκειμένου να καταλάβει την εξουσία.
Όταν, τον Ιούλιο 1944, ανέλαβε, ως ομόλογος του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου, την ευθύνη των Αθηνών μέχρι της Απελευθερώσεως, εγκατέστησε το στρατηγείο του στο κτήριο των οδών Στησιχόρου και Μουρούζη πίσω από την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Στον πρώτο όροφο του κτηρίου είχε ήδη εγκατασταθεί ο συγγραφεύς, ο οποίος θα συνεργασθεί στενότατα με τον Βρεταννό συνταγματάρχη μέχρι του θανάτου του, τεσσερεσήμισυ περίπου μήνες μετά την εγκατάσταση του στην Αθήνα. Στο γραφείο του συγγραφέως, υπό τη φωτογραφία του Βασιλέως Γεωργίου Β, ο Σέππαρντ θα πραγματοποιήσει τις σημαντικότερες επαφές του με τους συνεργάτες του και παράγοντες της πολιτικής σκηνής: Τον λοχαγό Mac Intyre, τον γνωστό «Μακ» της Κατοχής. Τον ταγματάρχη Φράνκ Μακάσκι, παλαιό γνώριμο του συγγραφέως. Τον ταξίαρχο Τζέλλικο, επικεφαλής των πρώτων βρεταννικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Τον Ιωάννη Ζέβγο, υπουργό της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας. Τον Ιωάννη Γεωργάκη, συνεργάτη του Δαμασκηνού, κ.ά.
Εκεί θα συναντήσει για πρώτη φορά και τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο, με διερμηνέα τη σύζυγο του συγγραφέως. Βρεταννικοί κύκλοι των Αθηνών, στοιχιζόμενοι με την προπαγάνδα του ΚΚΕ, είχαν ήδη προσπαθήσει να πείσουν τον Σέππαρντ ότι ο Σπηλιωτόπουλος ήταν περίπου δοσίλογος και συνεργάτης των Γερμανών. Αλλά ο Βρεταννός συνταγματάρχης θα διαμορφώσει την ιδική του πεποίθηση και θα συνεργασθεί χωρίς επιφυλάξεις με τον Στρατηγό, προκειμένου κυρίως να αποτραπεί η καταστροφή εγκαταστάσεων ζωτικής σημασίας στο Λεκανοπέδιο.
Ο Βρεταννός συνταγματάρχης θα βρει τον θάνατο στα Δεκεμβριανά. Είχε πληροφορηθεί ότι στις εγκαταστάσεις της ΟΥΛΕΝ ο ΕΛΑΣ κρατούσε όμηρο ένα νέο Έλληνα συνεργάτη του και, φοβούμενος μήπως τον εκτελέσουν, έσπευσε να προλάβει. Έφυγε μόνος με το αυτοκίνητο του και άοπλος. Καθώς επλησίαζε στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» της οδού Πατησίων το αυτοκίνητο του προσέκρουσε σε νάρκη και ανετινάχθη. Θα αφεθεί αβοήθητος από τους άνδρες του ΕΑΑΣ και θα υποκύψει λίγες ώρες αργότερα από ακατάσχετη αιμορραγία. Στο σπίτι του συγγραφέως υπάρχει πάντα η μικρή ράβδος του Βρεταννού αγωνιστού, την οποία αφήκε, όταν εκείνο το απόγευμα έφευγε για να συναντήσει τον θάνατο.
ΣΠ. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΟΜΟΣ Β’
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ


ΗΜΕΡΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ 12.10.1944
Γράφει ο Χρήστος Ζαλοκώστας
Βράδυ 11ης προς 12 Οκτωβρίου 1944
Απόψε ή πρωτεύουσα είναι βουβή, μ' εκείνη τη νέκρα πού προηγείται από τις τρικυμίες. Σπάνια μονάχα, εκεί πού στέκαν δικές μας ομάδες, κάποιος μας πλησιάζει, άφαντος, πίσω απ' τη φωτιά του τσιγάρου του.
— Τις εί ; ρωτά αυτός.
. — Στρατιωτικός Διοικητής.
— Το σύνθημα! —Ελλάς.
  Προχωρεί στο παρασύνθημα. —Ελευθερία.
'Ανταλλάσσει δυο λόγια με τον Στρατηγό, ( κανείς τους δεν παρατήρησε καμία ύποπτη κίνηση ), και φεύγομε. Μόνος μας κίνδυνος οι Γερμανοί φρουροί, πού τουφεκίζουν όποιον τους πλησιάζει, αλλά κι αυτοί απόψε δεν ξανοίγονται στα πεζοδρόμια, στέκουν πίσω από τις πόρτες τους. Καταλήγουμε στο σπίτι του Μαρκεζίνη οπού ο Πρόεδρος Σάντστρεμ και ο υπασπιστής του Σέπερντ προσπαθούν, ώρες τώρα, να συνδεθούν με τον ασύρματο του στρατηγού Ουίλσον, χωρίς να το καταφέρουν. Μας προσφέρουν τονωτικές σοκολάτες των αεροπόρων για να δαμάσουμε τον ύπνο και ν' αντέξουμε στην αυριανή χοντροδουλειά. Ή μαυρίλα κόβεται στα παράθυρα — ξημερώνει.


ΠΕΜΠΤΗ 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ.
Μόλις γυρίζω ξαγρυπνισμένος στο κονάκι., μας της Αστυνομίας αντικρίζω την Απελευθέρωση : οι αξιωματικοί του Σπηλιωτόπουλου φοράνε τις στολές. τους. Αγκαλιάζω τον Γερογιάννη πού βρίσκεται μπροστά μου και τον φιλώ.. Ό Έβερτ με παίρνει από το χέρι :
—Έλα να δεις. . .
Με πάει στο μπαλκόνι του όπου ο αρχιφύλακας υψώνει, τη σημαία. Ένας ασπρομάλλης γείτονας, καθώς ανοίγει το παράθυρο του και τη βλέπει να παιχνιδίζει ελεύθερη στο· πρωινό αγέρι, σταυροκοπιέται. Κατά τις 7 μαθαίνουμε πώς, ο Καψάλης με τον Μαρκεζίνη πήγανε στο Περιστέρι να συναντήσουν τον ταγματάρχη Μακάσκυ, πού κατηφορίζει με 12 άγγλους κομμάντος. Πραγματικά τον ξετρύπωσαν εκεί.. Ο καλός Μακάσκυ έπεσε αλεξιπτωτιστής για τρίτη φορά. στην κατεχόμενη Ελλάδα τον Μάη του '44. Από τότε έμενε στη Ρούμελη δίπλα στον καπετάν Ορέστη και' παρακολουθούσε την προετοιμασία του ΕΛΑΣ να καταλάβει την πρωτεύουσα. Είπε του Μαρκεζίνη : « Δυο μέρες τρωγόμουν τον Ορέστη να χτυπήσει τους Ναζήδες πού αλαργέβουν, μα εκείνος νοιαζόταν να μπει στην Αθήνα. Οι Γερμανοί τραβάν προς βορρά, οι ελασίτες προς νότο, σαν άνθρωποι. πού χωρίζονται φιλικά και καθένας πηγαίνει στη δουλειά του ». Αφού είδε κι απόειδε με τον Ορέστη, ο Μακάσκυ πέρασε στην Κόρινθο, αντάμωσε τον ταξίαρχο Τζέλλικο και τον έπεισε να του δώσει μια διμοιρία, για να υπάρχει αγγλικό απόσπασμα, έστω και μικρό, στην 'Αθήνα. Ό Σπηλιωτόπουλος όμως, πού ειδοποιείται για την παρουσία. των 12 Βρετανών στα προάστια, παρακαλεί τον Μακάσκυ να μην τους φέρει στην πόλη. Προτιμά να συγκρατεί τον ΕΛΑΣ με το παραμύθι πώς έρχονται μεγάλες αποβατικές δυνάμεις και αγγλικός στόλος.
Οι Γερμανοί μολύνουν ακόμα τον τόπο, ωστόσο το κέντρο των Αθηνών έχει πλημμυρίσει από σημαίες, από πέλαγος ανθρώπων πού σαλεύουν πέρα δώθε ανάμεσα σε τοίχους μπογιατισμένους καλωσορίσματα για τους Συμμάχους, γεμάτα αγγλικές ανορθογραφίες. Κ' έξαφνα, δέκα παρά τέταρτο, αρχίζουν διαμιάς οι καμπάνες των εκκλησιών να λαλούν χαρμόσυνα : κατεβάζουν από την Ακρόπολη την παντιέρα του Χίτλερ.. Ένα τμήμα της Βέρμαχτ με κάσκες καταθέτει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη κι απομακρύνεται για πάντα. Οι Έλληνες τους κοιτάζουν με βουρκωμένα μάτια. Με το άκουσμα της κωδωνοκρουσίας ξεσπά ο ενθουσιασμός και βοή σηκώνεται μεγάλη. «Ζήτω» φωνάζει ο ένας, «Χριστός  Ανέστη » ο άλλος. Καθώς λεν οι Γραφές : « ήλάλαξε πάς ο λαός άλαλαγμω ίσχυρω και έπεσεν άπαν το τείχος κύκλω ». Στ' αλήθεια, σπάσανε τα τείχη της σκλαβιάς  είμαστε πια ελεύθεροι! Στον μακρότατα βίο αυτής της παμπάλαιας πόλης δυο - τρεις μόνο φορές παρουσιάστηκε τέτοια ευτυχία. Ποιος μπορεί να περιγράψει τούτο το ποίημα, την ομαδική χαρά, ένα λαό να ξετρελαίνεται — το όνειρο ;


Πρώτη σκέψη του πλήθους είναι να πάει στο Μνημείο του Αγνώστου, να ποδοπάτηση το στεφάνι των Γερμανών. Εκεί έγινε τότε κάτι συγκινητικό : ολόκληρο εκείνο το παράταιρο μάζωμα γονάτισε σαν ένας άνθρωπος κ' έμεινε γονατιστό και σιωπηλό κάμποσα λεπτά μπροστά στον Τάφο, δείχνοντας μ' αυτή την αυθόρμητη κίνηση την ευγνωμοσύνη του στους ήρωες πού θυσίασαν τη ζωή τους για την Ελευθερία. Κρίμα τα καλύτερα παιδιά μας, τα τουφεκισμένα, να λείπουν από την ώρα της χαράς. . .
Ή Τριμελής, πριν εγκατασταθεί στ' 'Ανάκτορα, στέλνει στην Κυβέρνηση τηλεγράφημα για την 'Απελευθέρωση : « Ο βραχνάς της σκλαβιάς ετελείωσεν εις Αθήνας. Ο Λαός εορτάζει αδελφωμένος ». Καθώς πλησιάζει ο Σέπερντ μέ τη στολή του στο Αρχηγείο γίνεται αντικείμενο από θερμές εκδηλώσεις. Αποθεώνεται ο Στρατηγός με τον Κατσώτα καθώς  κατεβαίνουν το  δρόμο.   Ό  κόσμος  διψά για « ζήτω ». Σηκώνει στα χέρια τους υπουργούς, τους Άγγλους, τους πολισμάνους. Στο πανηγύρι του λησμονεί τους χαφιέδες των Γερμανών, πού τους κλείνουν περίτρομους στη φυλακή τον ένα μετά τον άλλο. Ο Στρατηγός μου λέει : « Ξέρεις, έφτασε το καΐκι με τα όπλα. Σε λίγο θα κάμει την παράτα ο Αντωνόπουλος ». Από τις πέντε του μηνός κρυβόταν το απόσπασμα Ζάγγλη στη Βραώνα, ενώ δίπλα του εαμίτες, ειδοποιημένοι από τους αριστερούς της 'Ανατολής, συγκεντρώνονταν με την απόφαση να μην τους διαφυγή τούτη η αποστολή όπλων, όπως τους ξέφυγε η πρώτη. Την ομάδα των 93 πολισμάνων του Μηχανοκινήτου υπό τον αστυνόμο Χριστοδούλου, καθώς περνούσε το Λιόπεσι προς τη θάλασσα, ο ΕΛΑΣ την πυροβόλησε χωρίς να λαβώσει κανένα. Προχώρησαν στη Βραώνα από τ' αμπέλια, για ν' αποφύγουν τους Ναζήδες πού κυκλοφορούσαν στη δημοσιά, και κρύφτηκαν στα πεύκα. Στις 10 του μηνός γερμανική περιπολία τους ανακαλύπτει και τους πυροβολεί. Οι δικοί μας απαντάν. Πριν περάσει λεπτό δύο αστυφύλακες κείτονται πληγωμένοι. Οι αξιωματικοί με κίνδυνο της ζωής τους πέφτουν στη μέση και με φωνές και νοήματα σταματούν το τουφεκίδι. Δείχνουν τις ταυτότητες της Αστυνομίας και πετυχαίνουν ν' απομακρύνουν τους ξένους. Μετά δυο μέρες μαθαίνουν πώς οι Γερμανοί εγκαταλείψαν την παραλία κι αποφασίζουν να μεταφερθούν στο Πόρτο - Ράφτη όπου το ξεφόρτωμα θα 'χει ευκολίες. Το ίδιο βράδυ υποδέχτηκαν το αγγλικό καΐκι. 'Όπλα και πυρομαχικά φορτώθηκαν ταχύτατα σε 8 καμιόνια και ξεκίνησαν όλοι μαζί για την 'Αθήνα. Η κίνηση αργοπορούσε από τα λάστιχα των αυτοκινήτων πού, μισοκαταστρεμμένα, έσκαζαν αδιάκοπα. Το Λιόπεσι, όπου ο ΕΛΑΣ τους παραμόνευε, το πέρασαν ολοταχώς έτοιμοι για καβγά, μα έκτος από το τρίτο αυτοκίνητο πού πυροβολήθηκε τ' άλλα δεν ενοχλήθηκαν. Στους Αμπελόκηπους, 11 πια το πρωί, έπεσαν απάνω σε διαδήλωση του ΕΑΜ.
— Τι είσαστε σεις ;   ρώτησαν τον συνταγματάρχη Αντωνόπουλο (τον Αννίβα) πού καθόταν στο πρώτο αυτοκίνητο.
— Κουβαλάμε τ' αυτόματα πού μας έστειλε το Κάιρο.
— Φέρατε πολλά ;
— Δυο χιλιάδες, και τους έδειξε τα κασόνια πού δεν είχαν ούτε 300. Αντί να οδήγηση την πομπή κατ’ ευθείαν στις αποθήκες του Μηχανοκίνητου, ό Αντωνόπουλος πέρασε παράτα από τους κεντρικούς δρόμους ώστε να δουν παντού οι κομμουνιστές 8 μεγάλα καμιόνια γεμάτα πολυβόλα. Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή στην πόλη. Ο Ζέβγος μπήκε στο γραφείο του Σπηλιωτόπουλου και, μπροστά στον Μπαλοδήμο και τον Γερογιάννη, του είπε:
  Εμείς οι πολιτικοί κάναμε το καθήκον μας και συγκρατήσαμε τους οπαδούς μας. Κάμετε τώρα και σεις το δικό σας καθήκον, για να μη γίνουν έκτροπα από τους δεξιούς.


Αυτά τα λόγια μας έπεισαν πώς οι κομμουνιστές είχανε φοβηθεί τη δύναμη της δεξιάς. 'Έτσι εξηγείται και ή προκήρυξη πού τοιχοκόλλησε το ΚΚΕ, και ό χαιρετισμός του Παρτσαλίδη εκ μέρους του ΕΑΜ προς τον ελληνικό λαό, γεμάτα μετριοπάθεια. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν δεξιές κι αριστερές οργανώσεις με τα λάβαρα τους. Ως χτες πολεμιούνταν, και, καθώς διασταυρώνονται κι ανακατεύονται οι φανατικοί οπαδοί τους, λέμε : τώρα θα χτυπηθούν. Κι όμως κανείς δεν ενοχλεί τον άλλον, ούτε' ένα πικρόλογο δεν ακούγεται. Ας ήταν να διατηρηθεί για πάντα τέτοια ενότητα στις καρδιές των Ελλήνων.
Τα προβλήματα πού έχουν ν' αντιμετωπίσουν ο Στρατηγός κ' οι δυο υπουργοί είναι αμέτρητα. Δεν υπάρχουν τρόφιμα, δεν υπάρχουν δραχμές, μια και σταμάτησε το τύπωμα του χαρτονομίσματος, δεν λειτουργούν οι τράπεζες. Ζούμε στα σκοτεινά, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς συγκοινωνία. Πολλοί εργάτες καρτερούν τη σοβιετοποίηση της βιομηχανίας και δεν πιάνουν δουλειά, αλλά το τραγικότερο πρόβλημα παραμένει η καταστροφή του Πειραιά. Εκατό χρονών ιδρώτες και προσπάθειες φτωχού κράτους να δημιουργήσει εμπορικό λιμάνι πρόκειται να σκορπιστούν στον αέρα. Ό αντισυνταγματάρχης Βαγιάκης στέλνει μαντάτο πώς 500 Γερμανοί καλά οπλισμένοι ετοιμάζουν το χαλασμό και ζήτα βοήθεια για να τους εμπόδισει.
Στη 1 το μεσημέρι καλεί ο Σέπερντ τον Ζέβγο στο σπίτι του Μαρκεζίνη. Με διερμηνέα τον Καψάλη τον βιάζει να μαζέψει χίλιους ελασίτες και να τους κατεβάσει στον Πειραιά.
  Για ποιο σκοπό ;
— Να πλησιάσουν τους Γερμανούς και να τους πουν: « Είμαστε τετραπλάσιοι από σας. Μην καταστρέψετε το λιμάνι, για να σας αφήσουμε να φύγετε ήσυχοι, ειδάλλως θα σφαγείτε ». Έχετε, κύριε Ζέβγο, αυτούς τους χίλιους άντρες ;
— Στον Πειραιά όχι, άλλα τους έχω στην 'Αθήνα.
  Πού ;   Πόσους ;
— 'Ένα τάγμα στου Γκύζη κ' ένα στην Καισαριανή, πάνω - κάτω οκτακόσιους γερούς αντάρτες.
— Λοιπόν,   στείλτε τους  όλους  αμέσως  στον   Πειραιά. Ο Ζέβγος ήθελε να τους κράτησει στην 'Αθήνα, μα με τα πολλά συμφώνησε να τους στείλει κάτω κ' έδωσε τις σχετικές εντολές· ό Μπαλοδήμος όμως τρέχει στο Στρατηγό να του πει πώς δεν πιστεύει στους χίλιους ελασίτες του Ζέβγου. Προτείνει, για να μη ρεζιλευτούν, να πάν μόνοι τους να επιθεωρήσουν τα δύο τάγματα. Ό Στρατηγός δέχεται και τραβάει, αυτός με τον Κατσώτα και τον Γερογιάννη στου Γκύζη, ο Μπαλοδήμος στην Καισαριανή. Οι κάτοικοι του Γκύζη, πού αντικρίζουν αξιωματικούς με στολή, τους χειροκροτούν, γυναίκες μάλιστα πλησιάζουν και τους φιλάν τά χέρια.
  Πού είναι το τάγμα του ΕΛΑΣ ; Παρουσιάζεται  ένας  υπολοχαγός,   ένας καπετάνιος κι ο ινστρούχτορας. Ο Στρατηγός απομακρύνει τους δύο πολίτες και ρωτά τον υπολοχαγό :
  Πές, παιδί μου, την αλήθεια· πόσους άντρες έχεις ; Χωρίς δισταγμό άπαντα:
  Ογδόντα, στρατηγέ μου.
— Οι άλλοι που είναι ;
— Δεν έχω άλλους, στρατηγέ μου.
— Τι οπλισμό διαθέτεις ;
— 30 τουφέκια, 40 πιστόλια, 1 όλμο, μερικές χειροβομβίδες.
— Φώναξε τους άντρες σου να τους δώ.
— Είναι σκόρπιοι. Σε μιαν ώρα μπορώ να τους μαζέψω  στρατηγέ μου.


Ο υπολοχαγός μιλάει τίμια. Φανερό πώς το τμήμα του δεν μπορεί να κρούσει γερμανικό στρατό, κ' οι αξιωματικοί φεύγουν απογοητευμένοι. Όσα είδε ο Μπαλοδήμος δεν παράλλαζαν καθόλου. Βρήκε τον αρχηγό του τάγματος και τον καπετάνιο του να γλεντοκοπάν στην Καισαριανή με τον Τσαπόγα. Οδήγησαν τον Μπαλοδήμο στον καταυλισμό, όπου βρήκε 60 άντρες. «Τόσους μόνο έχετε ; » ρώτησε. « Το βράδυ θα τους κάνουμε εκατό »,   του αποκρίθηκαν.
Η φτώχεια του ΕΛΑΣ να δώσει δύναμη αναγκάζει τον Σέπερντ να στείλει στον Πειραιά τους δυο αξιωματικούς του, Bryan και Mac Intyre, 15 άγγλους στρατιώτες και 3 σαμποτέρ έλληνες με δυο μεγάλα αυτοκίνητα πού σήκωναν αγγλική σημαία. Στο μπλόκο του Αγ. Νικολάου οι Γερμανοί σκοποί μένουν με το στόμα ανοιχτό σαν βλέπουν αγγλικά αυτοκίνητα να περνάν μπροστά τους· από τη σαστιμάρα τους δεν τα εμποδίζουν, τ' αφήνουν να πάν στην Αστυνομία. Με τη βοήθεια του Διευθυντή  Αναγνωστοπούλου  προσπαθούν να συγκεντρώσουν από τους πειραιώτικους συνοικισμούς δυνάμεις του ΕΛΑΣ. 'Όλο τους υπόσχονται τάγματα κι όλο δεν φαίνεται κανένας. Ό διευθυντής της 'Ηλεκτρικής Γεωργιάδης, πού ζει μέσα στο εργοστάσιο, ζητά βοήθεια, γιατί μόνο δέκα ελασίτες υπό λοχία, φρουρούν το κτίριο. Ο Σέπερντ με τον Καψάλη και τον Λάβδα ξεκινάν για τον Πειραιά, και στην 'Αστυνομία ανταμώνουν τον Σουηδό Σάντστρεμ πού με καμιόνι του 'Ερυθρού Σταυρού δοκίμασε να στείλει πολισμάνους στην Ηλεκτρική, μα τους πισωγύρισαν οι Γερμανοί. Και τότε, κατά τις 5 τ' άπόγεμα, άρχισαν οι ανατινάξεις του λιμανιού. Μετά τη δεξαμενή Βασιλειάδη ήρθε η σειρά των σιλό, για ν' αγκαλιάσει ο δαίμονας της καταστροφής τις γερανογέφυρες και να κατάληξει από τα κρηπιδώματα και τις αποθήκες ως πέρα στη Σχολή των Δοκίμων. Φλόγες με τεράστιες στήλες καπνού σκέπασαν τον ερειπωμένο Πειραιά. Το έγκλημα πού κατάφερε ό Χίτλερ εναντίον του ελληνικού λαού την τελευταία μέρα της σκλαβιάς ξεπερνάει όσες ατιμίες έκαμε ως τώρα. Στις κατακόκκινες σελίδες του βιβλίου της Κατοχής έβαλε την πελώρια ματωμένη υπογραφή του.
ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ : ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: