Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Ο Αρχιεπίσκοπος του "ΟΧΙ"




Η αγέρωχη στάση του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου το 1941 απέναντι στον γερμανό κατακτητή, τον στρατάρχη Φον Λιστ

Στο διδακτικό εγχειρίδιό μου για τους φοιτητές των Θεολογικών Σχολών και των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, που διδάσκεται και σήμερα στους φοιτητές, αναφέρεται συνοπτικά (σελ. 65 - 66) η στάση απέναντι στον γερμανό κατακτητή του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου (1938 - 1941) και Δαμασκηνού (1941 - 1949).
Ειδικότερα για τον Δαμασκηνό να αναφέρουμε κάτι πολύ λίγο γνωστό. Στο υπνοδωμάτιό του στην Αρχιεπισκοπή (οδ. Φιλοθέης) διέθετε πομπό, μέσω του οποίου ο ίδιος με σήματα Μορς διαβίβαζε στη Μ. Ανατολή στους συμμάχους απόρρητες πληροφορίες των μελλοθανάτων, υπό εκτέλεση, αντιστασιακών.
Πριν από την εκτέλεσή τους εξομολογούνταν και έπαιρναν τη Θεία Κοινωνία από ιερέα της προσωπικής εμπιστοσύνης του Δαμασκηνού και έθεταν υπόψη μυστικά για διαβίβαση μέσω του Αρχιεπισκόπου στη Μ. Ανατολή. Κάποια από τα κείμενα των εξομολογήσεων αυτών, εθνικής σημασίας, ενεχείρισε στον υποφαινόμενο ο τότε προσωπικός γραμματέας του Δαμασκηνού (κείνται στο αρχείο μας στο ΙΕΘΠ), αείμνηστος επιχειρηματίας Νάσος Αρβανίτης, διοικητής ΟΔΔΕΠ επί Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ο Δαμασκηνός, ως κορυφαίος αγωνιστής, τιμήθηκε από τους συμμάχους με το αξίωμα του αντιβασιλέα, για ομαλοποίηση της κατάστασης στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Στις σελίδες 65 - 66 του βιβλίου μου «Εκκλησιαστική Ιστορία. Ιστορία των Θεσμών Διοικήσεως και Ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος» καταγράφεται ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο αναφέρεται στην επίσκεψη του στρατάρχη Φον Λιστ το 1941 στο γραφείο του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, που έχει ως εξής:
«Η γερμανική κατοχή της Ελλάδος από τον Απρίλιο του 1941 δίνει την εξωτερική αφορμή επανόδου της Εκκλησίας στην κανονική τάξη. Ο Χρύσανθος αρνείται, σωστά από εθνική άποψη, να ορκίσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση της Ελλάδος, του στρατηγού Τσολάκογλου, και απαγορεύει συγχρόνως σε αρχιερείς και ιερείς της Εκκλησίας να κάμουν το ίδιο. Βέβαια, βρέθηκε ο ιερέας του ναού του αγίου Γεωργίου Καρύτση Ν. Παπαδόπουλος. Οδηγήθηκε στα παλαιά ανάκτορα και όρκισε την κυβέρνηση την 27 Απριλίου 1941.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Αρχιεπίσκοπος έκαμε μια ακόμη πιο θαρραλέα πατριωτική πράξη. Έφθασε στην Αθήνα ο ανώτατος διοικητής των γερμανικών δυνάμεων Νοτιοανατολικής Ευρώπης στρατάρχης Φον Λιστ και επισκέφθηκε ορισμένες ελληνικές αρχές, μεταξύ άλλων και τον Αρχιεπίσκοπο. Ο Χρύσανθος τον δέχθηκε ορθός και δεν του είπε να καθήσει. Έτσι, ο γερμανός στρατάρχης, που ήθελε να κρατήσει άψογη εθιμοτυπική στάση, έμεινε αναγκαστικά και ο ίδιος ορθός.
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν του έδωσε ούτε το χέρι του. Και του μίλησε με τρόπο αγέρωχο και αυστηρό, χωρίς να του στρέψει το πρόσωπο, κοιτώντας τον τοίχο.
Του είπε ότι το γερμανικό έθνος από φιλικό μεταβάλλεται σε ωμό κατακτητή και ότι η αυριανή γενεά των Γερμανών θα νιώθει ντροπή γι’ αυτό το γεγονός. Ο Φον Λιστ, μόλις συγκρατώντας την αγανάκτησή του, ψιθύρισε μερικές λέξεις και αποχώρησε, αφού υποκλίθηκε στον θαρραλέο ιεράρχη, ο οποίος και πάλι δεν του έδωσε το χέρι του για αποχαιρετισμό.
Σε λίγο η κατοχική κυβέρνηση πήρε την απόφασή της, σωστή από κανονικής πλευράς, άσχετα από τα αίτια που την οδήγησαν στην ενέργεια εκείνη, να αντικαταστήσει τον Χρύσανθο με τον Δαμασκηνό, που ήταν φυλακισμένος και ανεπιθύμητος στον Χρύσανθο και στην κυβέρνηση Μεταξά στο μοναστήρι της Φανερωμένης στο νησί της Σαλαμίνας. Τον Μάιο του 1941 απελευθερώθηκε ο Δαμασκηνός.
Συγκροτήθηκε μείζων Σύνοδος από 23 μητροπολίτες, με βάση το 188/1941 διάταγμα, που αποκατέστησε στον θρόνο τον Δαμασκηνό. Την πράξη αναγνώρισαν και όσοι μητροπολίτες είχαν ψηφίσει τον Χρύσανθο, ακόμη και εκείνοι που είχαν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο Χρύσανθος ως πρώην Αρχιεπίσκοπος διακριτικώτατα εφησύχαζε στην Αθήνα, απέχοντας παντελώς από τα εκκλησιαστικά πράγματα».
Θανάσης Αγγελόπουλος
Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο ΑΠΘ
ΤΟ ΠΑΡΟΝ




Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, Γρατινή Ροδόπης, 1881 – Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός (1940) και μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεοτέρων χρόνων, Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1940).
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1881 στη Γρατινή της Κομοτηνής (Θράκη) όπου και έλαβε τα πρώτα εγκύκλια γράμματα. Το 1897 εισήχθηκε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία και αποφοίτησε μετά εξαετία. Το 1903 χειροτονήθηκε διάκονος και τον ίδιο χρόνο ακολούθησε στη Τραπεζούντα τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο όπου και άρχισε εκεί την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο «Φροντιστήριο» (Γυμνάσιο) της πόλης, όπου δίδαξε θρησκευτικά μαθήματα αναπληρώνοντας και τον συνοδικό μητροπολίτη (που είχε μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη) ως πρόεδρος των σχολικών επιτροπών. Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη ο Χρύσανθος διατήρησε τη θέση του και επί του διαδόχου μητροπολίτη του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Στ΄ μέχρι του 1907 οπότε και απήλθε προς ευρύτερες σπουδές στην Ευρώπη με την οικονομική βοήθεια των προυχόντων της Τραπεζούντας. Μετά από τετραετή φοίτηση σε πανεπιστημιακές σχολές στην Λειψία της Γερμανίας και στην Λωζάνη της Ελβετίας επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη όπου και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ του ανέθεσε τη διεύθυνση και αρχισυνταξία του επίσημου πατριαρχικού οργάνου «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Κατά το στάδιο αυτό της παραμονής του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Χρύσανθος μυήθηκε στη σεβάσμια εκκλησιαστική τάξη και παράδοση καθώς και επί των προβλημάτων της Εκκλησίας και του Έθνους. Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και με τον στενό συνεργάτη εκείνου τον Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη με τους οποίους και ανέπτυξε μια μεγάλη φιλία δια της οποίας και αναδείχθηκε η περί του υψηλού Ιδεαλισμού κλίση του. Επίσης οι ελληνοκεντρικές ιδέες του Περικλή Γιαννόπουλου την ίδια εποχή δεν έπαυσαν να τον συγκινούν.
Την εποχή εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταράζονταν από δύο αμφίρροπα ρεύματα. Εις μεν το εσωτερικό από την αποκληθείσα τότε «κίνηση των εθνικοτήτων» χριστιανών και μουσουλμάνων που βεβαίως την πνευματική, οικονομική αλλά και αριθμητική υπεροχή των μουσουλμάνων ωθούσε ο νεοτουρκικός σωβινισμός. Εις δε το εξωτερικό διαγραφόταν πράγματι μια απειλή κυοφορούμενης «σταυροφορίας» των χριστιανικών Χωρών πρώτιστα της Βαλκανικής κατά της Αυτοκρατορίας. Πράγματι στον αγώνα δρόμου των παραπάνω κινήσεων η δεύτερη πρόλαβε τη κατίσχυση της κίνησης των κινήματος των εθνικοτήτων στην οποία πολλοί εκλεκτοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Χρύσανθος αλλά βεβαίως και αλλοεθνείς συνδέθηκαν με το συναρπαστικώτερο ίσως όραμα μιας βαθμιαίας αναμόρφωσης της φθίνουσας Αυτοκρατορίας σε μια φιλελεύθερη ισονομούμενη κυρίαρχη πολιτεία σε νεοβυζαντινά ίχνη. Για το όραμα αυτό πολύ λίγα έγιναν γνωστά στον ελληνικό τύπο που όμως το εγνώριζαν πολύ καλύτερα ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ των Ελλήνων καθώς και ο τότε διάδοχος του Σουλτάνου. Δυστυχώς όμως το είχαν πληροφορηθεί και οι Άγγλοι.
Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου με την Βουλγαρία ο Χρύσανθος βρίσκεται ν΄ αγωνίζεται απεγνωσμένα στην ιδιαίτερη πατρίδα του προκειμένου να καταφέρει να ενώσει Έλληνες και Τούρκους στο αίτημα της αυτονόμησης της Δυτικής Θράκης προκειμένου να προλάβει την ενσφήνωση της Βουλγαρίας στη περιοχή μεταξύ της Ελλάδος και Τουρκίας. Την ίδια όμως εποχή τον Μάρτιο του 1913 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας μετατέθηκε στη Κύζικο και οι Τραπεζούντιοι αξίωσαν τον Χρύσανθο ως νέο μητροπολίτη τους. Έτσι το ίδιο έτος 1913, ο Χρύσανθος εξελέγη μητροπολίτης στην Τραπεζούντα του Πόντου.



Περίοδος 1913-1922
Όμως η δεκαετία που ακολούθησε αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό την όλη κατάσταση των πραγμάτων στη Μέση Ανατολή. Οι ιστορικοί εκείνοι πόλεμοι που ομολογουμένως διπλασίασαν την έκταση της Ελλάδας μείωσαν αντίστοιχα τη βαρύτητα του Ελληνισμού στην Ανατολή. Οι νεότουρκοι, αποδεδειγμένα ιστορικά, παροτρυνόμενοι και επικουρούμενοι κυρίως από τους Γερμανούς άρχισαν να παρασκευάζουν τους απάνθρωπους διωγμούς κατά του γηγενή από χιλιετηρίδων ελληνικού στοιχείου. Το 1914 άρχισαν οι ομαδικές εκτοπίσεις από τη Θράκη και από τις άλλοτε Ιωνικές και Αιολικές ακτές της Μικράς Ασίας που άρχισαν όμως γρήγορα να επεκτείνονται και προς την Ανατολή. Ως «μέγας άθλος» καταλογίστηκε τότε για τον Χρύσανθο που με όπλα του τα πνευματικά του χαρίσματα, τη πειθώ του λόγου του και την προσωπική του παρουσία συγκράτησε στα σύνορα της μητροπολιτικής του επαρχίας τη πορεία του κύματος των διωγμών αγωνιζόμενος κατά τις παλινδρομικές φάσεις ανακαταλήψεων στο τετραετή πόλεμο Ρώσων και Τούρκων με χωρίς σχεδόν ελληνικές απώλειες. Τον Απρίλιο του 1916 ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπεζούντας από τον τούρκο βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη. Από τη θέση αυτή κατάφερε να επεκτείνει αποτελεσματικά τη προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδόπολης και Χαλδείας. Μάλιστα κατάφερε να συνενώσει τους Τούρκους με τους Έλληνες αλλά και με τα κατάλοιπα της φρικτής σφαγής των Αρμενίων κατά της ρωσικής λαίλαπας από τα σταθμεύοντα στη περιοχή ρωσικά στρατεύματα, κατά την ρωσική επανάσταση του Μαρτίου του 1917 που σε πλήρη διάλυση της πειθαρχίας είχαν αρχίσει τις καταστροφές(¹). Ήταν και αυτό μια εκδήλωση του μυστικού οράματος της ιδέας διακυβέρνησης και συμβίωσης των σύνοικων λαών. Η δίχρονη προεδρία του Χρύσανθου υπήρξε ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Έτσι στη περίοδο της ανακωχής, κατά τη Συνθήκη του Μούδρου, η μορφή του Χρύσανθου δεσπόζει στη περιοχή του Πόντου και αποτελεί την εγκυρότερη και δημοφιλέστερη προσωπικότητα μεταξύ ομογενών και αλλογενών που του αναγνωρίζουν και οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Αντάντ.
Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες αναγνώρισής του, το 1919 ο Χρύσανθος κλήθηκε από τον τότε τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου Δωροθέου (Μητροπολίτη Προύσας) και από τον Αλέξανδρο Παπά να εκπροσωπήσει τον αλύτρωτο Ελληνισμό του Πόντου στο Παρίσι κατά τις εκεί διασκέψεις. Από τις επιστολές, του τότε υπουργού εξωτερικών Ν. Πολίτη, έγραφα και πρακτικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και από δημοσιεύματα του Τύπου (ελληνικού και ξένου) της εποχής διαφαίνονται οι ενθουσιαστικές απηχήσεις επί των επιδέξιων χειρισμών των εμπιστευμένων στο Χρύσανθο θεμάτων ενώπιον των «Μεγάλων». Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον εξουσιοδότησε να προχωρήσει σε διακρίβωση δυνατοτήτων για απ΄ ευθείας συνεννοήσεις με τους Τούρκους. Ακολούθησαν πολλές και ενθαρρυντικές επαφές, πλην όμως ο Βενιζέλος προτίμησε να μη δώσει συνέχεια όταν διαγνώσθηκε ότι «...οι διεκδικήσεις επί της Θράκης και της Δυτικής Μακεδονίας εύρισκαν διπλωματική κατευόδωση».
Το 1920 ο Χρύσανθος ταξίδεψε στη Γεωργία που μετά την ρωσική επανάσταση είχε ημιαυτονομηθεί προκειμένου να τακτοποιήσει εκκλησιαστικά ζητήματα ορθοδοξίας που είχαν ενσκύψει. Στη πραγματικότητα, ο κύριος σκοπός του Χρύσανθου στο ταξίδι του εκείνο ήταν η χάραξη ορίων μεταξύ του νεοπαγούς κράτους της Γεωργίας και της σχεδιαζομένης αυτονόμησης της ελληνικής πολιτείας του Πόντου. Και πράγματι αυτό συντελέσθηκε με την υπογραφή της διμερούς μυστικής συμφωνίας Χρύσανθου - Χατισιάν (Αρμένιου πρωθυπουργού Γεωργίας), λεγόμενη και Συμφωνία Εριβάν από το όνομα της πόλης που συνομολογήθηκε. Το 1921 ο Δημήτριος Γούναρης κάλεσε τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο. Κατά τον χρόνο της παραμονής του Χρύσανθου στο Λονδίνο στη Τουρκία ειδικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» καταδικάζει ερήμην τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας εις θάνατο.  Αυτό είχε ως συνέπεια την εσπευσμένη επιστροφή του Χρύσανθου στην έδρα του και στη συνέχεια προκειμένου ν΄ αποφύγει τη σύλληψή του από τις κεμαλικές δυνάμεις που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη μητροπολιτική περιφέρειά του κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά όμως και από το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, το 1922, ο Χρύσανθος κατέφυγε τελικά στην Αθήνα.



Περίοδος 1922-1938
Από το 1922 ο «από Τραπεζούντος» (μητροπολίτης) Χρύσανθος βρίσκεται στην Αθήνα και παραμένει μακριά από τα τεκταινόμενα, ως απλός θεατής των γεγονότων χωρίς να λαμβάνει καμία θέση σ΄ αυτά. Το 1926 διορίζεται από την τότε κυβέρνηση ως "αποκρισάριος" του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα, θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1938. Από τη θέση αυτή ο Χρύσανθος στην αρχή διαχειρίσθηκε όλα τα των εξωτερικών θεμάτων και σχέσεων της Μεγάλης Εκκλησίας. Το 1927 ανέλαβε και έφερε σε πέρας τη πρώτη εκκλησιαστική συμφωνία με τα Τίρανα τακτοποιώντας τα πρώτα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία. Όταν όμως λίγο αργότερα η κυβέρνηση των Τιράνων αθέτησε τα συμφωνημένα, το 1929, αμέσως ο Χρύσανθος επιχείρησε ένα μακρύ ταξίδι στο Βουκουρέστι, στο Βελιγράδι και στη Βαρσοβία προκειμένου να ενημερώσει και να κατατοπίσει τις Εκκλησίες των Χωρών αυτών περί της αθέτησης της Αλβανίας και να συστήσει επιφύλαξη και αποχή σε αντικανονικές επαφές. Συνέπεια εκείνου του ταξιδίου ήταν η μετέπειτα εκδήλωση συμμόρφωσης της Αλβανίας στα συμφωνηθέντα θρησκευτικά θέματα. Το 1930 ο Χρύσανθος προήδρευσε στο Άγιο Όρος ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του τότε Πανορθόδοξου Συνεδρίου το οποίο και καθόρισε τα της ημερήσιας διάταξης θεμάτων της Πανορθόδοξης Συνόδου που όμως δεν συγκλήθηκε ποτέ. Τον ίδιο χρόνο ο Χρύσανθος συνεπικουρούμενος και από αντιπροσωπείες των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας κατάφερε σε ταξίδι του στη Δαμασκό ν΄ αποκαταστήσει την ειρήνη στο Πατριαρχείο Αντιοχείας (Εκκλησία Αντιοχείας) με την αναγνώριση του Πατριάρχη Αντιοχείας Αλέξανδρου. Τον επόμενο χρόνο ο Χρύσανθος έσπευσε για τον αυτό σκοπό στη Ρόδο για την αποκατάσταση της θρησκευτικής ειρήνης της Δωδεκανησιακής Εκκλησίας και αμέσως μετά βρέθηκε στη Κύπρο όταν εκδηλώθηκε το αγγλικό πραξικόπημα του 1931.
Για τον Χρύσανθο θεωρείται πως καμία περιοχή εκκλησιαστική, τόσο εξω-ελλαδική όσο και εσω-ελλαδική, δεν έμεινε έξω από το θρησκευτικό του ενδιαφέρον, προσφέροντας κάθε φορά την μέριμνα και τη στοργή του. Όταν τέλος ανέλαβε Πρόεδρος του Συμβουλίου του Ταμείου Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών (Τ.Α.Κ.Κ.Π.) από της σύστασής του, πέτυχε με υποδειγματική διαχείριση των προσόδων αυτού να θεραπεύσει τις στοιχειώδεις πνευματικές ανάγκες των νεοπαγών προσφυγικών κοινοτήτων με επικουρική χρηματοδότηση των ανεγειρομένων σχολείων και ναών και του εφοδιασμού τους με βιβλία, ιερά σκεύη, εικόνες άμφια κ.λπ. αντίστοιχα. Ειδικά γι΄ αυτή τη μεγάλη προσφορά του Χρύσανθου ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος είχε πει χαρακτηριστικά:
“ Δεν γνωρίζω παράδειγμα αποστολής εκ των πολλών αίτινες τω ανετέθησαν, την οποίαν να μην έφερε εις πέρας μετ΄ επιτυχίας”.
Το 1937 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών.



Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, (22 Οκτωβρίου 1938) ο «από Τραπεζούντος» Χρύσανθος εκλέχθηκε να διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας έχοντας ως αντίπαλο τον Μητροπολίτη Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ιεράρχη με έντονη επίσης κοινωνική δραστηριότητα. Έτσι στις 5 Νοεμβρίου του 1938 εκλέχθηκε μετά από τρίτη ψηφοφορία ο Κορινθίας Δαμασκηνός με οριακή εκλογή λαμβάνοντας 31 ψήφους έναντι των 30 του Χρύσανθου. Με την εκλογή όμως αυτή ο τότε μητροπολίτης Φθιώτιδας Αμβρόσιος εξεγέρθηκε αμφισβητώντας το αποτέλεσμα θεωρώντας το ως άκυρο. Τον Αμβρόσιο ακολούθησε τότε σχεδόν η μισή ιεραρχία της Ελλάδος με συνέπεια τη δημιουργία τεράστιου εκκλησιαστικού ζητήματος. Οι λόγοι ακυρότητας για τους οποίους αντέδρασε τότε η μισή Ιερά Σύνοδος καθοδηγούμενη από τον Αμβρόσιο ήταν κυρίως δύο:
    α) Στην εκλογή εκείνη σύμφωνα με την υφιστάμενη τότε νομοθεσία ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος είχε τη δυνατότητα να θέσει υποψηφιότητα αλλά όχι να παραστεί και να ψηφίσει ο ίδιος, επειδή ανήκε σε άλλο «κλίμα», ήταν δηλαδή όπως έλεγαν τότε «εξωελλαδικός». Όπως και συνέβη και δεν ψήφισε, σε αντίθεση με τον αντίπαλό του Δαμασκηνό που παρέστη και ψήφισε.
    β) Την τελευταία στιγμή προ της εκλογής, από λάθος (όπως υποστηρίχθηκε) του Υπουργείου Θρησκευμάτων, στο κατάλογο των ψηφοφόρων περιλαμβάνονταν και ο (πρώην) μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ιωάννης που είχε ήδη εν τω μεταξύ εκπέσει της διοίκησης της επαρχίας του και είχε παυτεί από μητροπολίτης, κατηγορούμενος για σιμωνία, ο οποίος τελικά και είχε ψηφίσει ως μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως.
Οι παραπάνω αυτοί λόγοι οδήγησαν την υπόθεση, κατόπιν αίτησης των μητροπολιτών Αμβροσίου (Φθιώτιδας), Ιακώβου (Μυτιλήνης) και Ειρηναίου (Σάμου), στο Συμβούλιο της Επικρατείας που ήταν και το αρμόδιο για την επίλυσή της, το οποίο και τελικά ακύρωσε την εκλογή του Δαμασκηνού.
Η Κυβέρνηση τότε (του Ιωάννη Μεταξά) προκειμένου να δώσει τέρμα στην όλη υπόθεση, αφενός μεν για το λάθος που είχε συμβεί έπαψε τον υπουργό θρησκευμάτων Κ. Γεωργακόπουλο και αφετέρου με πρόταση των τότε υπουργών Θ. Νικολούδη και του Μανιαδάκη, εκδίδει στις 3 Δεκεμβρίου του 1938 αναγκαστικό Νόμο (Α.Ν. 1493/3-12-1938) με τον οποίο και κατάργησε τον υφιστάμενο νόμο της Επανάστασης του 1922 που θέσπιζε τα περί εκλογής αρχιεπισκόπου και επανέφερε τον προηγούμενο σχετικό νόμο που ίσχυε σε όλον τον πρώτο αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Έτσι σύμφωνα με εκείνον στις 12 Δεκεμβρίου του 1938 ακολούθησε νέα εκλογή υπό «Αριστίνδην Σύνοδο» (Σύνοδο, της οποίας τα μέλη έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την Κυβέρνηση) όπου και αναδείχθηκαν τελικά τρεις υποψήφιοι: ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και Δράμας από 4 έκαστος. Σύμφωνα λοιπόν με τα οριζόμενα του παλαιού νόμου ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ εξέλεξε τον Χρύσανθο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
1938-1941
Το 1939 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανέπτυξε έντονη εθνική δράση, εμψυχώνοντας τον λαό και τον Στρατό της χώρας. Όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Άξονα το 1941, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την δωσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.» Η τοποθέτηση του Χρύσανθου έναντι της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης ήταν σαφής: αρνείτο να προχωρήσει στην πολιτική νομιμοποίησή της, παραμένοντας πιστός στον βασιλιά και την κυβέρνησή του που συνέχιζαν την πολεμική προσπάθεια στην Κρήτη, όσο και στις συμμαχικές δεσμεύσεις της χώρας με τη Βρετανία. Ο Χρύσανθος είχε προκαλέσει την οργή των Γερμανών για το διάγγελμα που είχε εκφωνήσει με αφορμή την κήρυξη του πολέμου της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδας. Ο γερμανός καθηγητής του πανεπιστήμιου του Μονάχου Franz Dölger, εξοργισμένος, ζήτησε εξηγήσεις για το διάγγελμα του Χρύσανθου από τον Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιου Σωτηρίου.  
 Για την στάση του αυτή, στις 2 Ιουνίου του 1941, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του. H μεθόδευση της απομάκρυνσής του ενισχυόταν και από τον Δαμασκηνό ο οποίος ήταν πρόθυμος να παράσχει την συναίνεσή του στο σχηματισμό της κατοχικής κυβέρνησης κρίνοντάς το ως μέτρο ανάγκης. Επίσης η τότε κυβέρνηση τονίζοντας τον απολυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ήθελε να ταυτίσει τον Χρύσανθο με τη μεταξική διακυβέρνηση. Ο Χρύσανθος θα αντιδράσει χαρακτηρίζοντας την Κυβέρνηση Τσολάκογλου εξίσου δικτατορική με την προκάτοχό της. Ο κατοχικός υπουργός της Εθνικής Οικονομίας Πλάτων Χατζημιχάλης, συνδεόταν φιλικά με τον Χρύσανθο και τον θεωρούσε νόμιμο Αρχιεπίσκοπο, ενώ πίστευε ότι η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε είχε υπηρεσιακό χαρακτήρα, επομένως ήταν αναρμόδια για την επίλυση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος. Στις 17 Ιουνίου του 1941, η Κυβέρνηση Τσολάκογλου δημοσίευσε Νομοθετικό Διάταγμα για τη σύγκληση Μέιζωνος Συνόδου που θα αποφάσιζε για το κύρος της αρχιεπισκοπικής εκλογής του Χρύσανθου και «ουσιαστικά μεθοδευόταν [...] η επαναφορά του Δαμασκηνού στην ηγεσία της Εκκλησίας». Η Σύνοδος θεωρούσε, με απόφασή της ως μη γενόμενη την εκλογή του Χρύσανθου και ανύπαρκτη την αρχιεπισκοπική του θητεία, ένώ χαρακτηριζόταν ΄΄επιβάτης΄΄ του θρόνου, δηλαδή παράνομα εβρισκόμενος στην ηγεσία της Ελλάδικής Εκκλησίας.


Η αντίσταση του Χρύσανθου

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στον πόλεμο του ‘40 πολέμησε μαζί με το μαχόμενο έθνος από την πρώτη στιγμή και κατά του Ιταλού αλλά και κατά του Γερμανού εισβολέα, δεν υπήρξε ενέργεια πού πρέπει να κάνει Ορθόδοξος Ιεράρχης που να μη την έκανε, δίπλα στον μαχητή αλλά και δίπλα στον τραυματία. Παρηγορητής της χήρας και εμψυχωτής του πολεμιστή, ακούραστα στήριξε τον άνισα μαχόμενο Ελληνισμό, και όταν πλησίαζαν τα δύσκολα πιο πεισματικά πύκνωνε τις γραμμές μη και περάσει ο εχθρός.
Ας δούμε τι γράφει στο ημερολόγιο του ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος: 29/4/1941
«Πληροφορούμαι ότι ο στρατηγός Τσολάκογλου αφού σύνηψε την επονείδιστον συμφωνία με τους Γερμανούς επάνω στο μέτωπο, κατελθών εις Αθήνας πρόκειται εντολή των Γερμανών να σχηματίσει Κυβέρνησιν. Τούτο με στεναχωρεί πολύ διότι θα περιπέσωμεν εις δεινά, …. Προτιμότερον μόνοι οι Γερμανοί να έχουν την ευθύνη της διοικήσεως οπότε θα είναι προσεκτικότεροι».
Πράγματι λοιπόν οι Γερμανοί ευθείς μόλις μπήκαν στην Αθήνα και ενώ ακόμα η Ελλάδα πολεμούσε στην Κρήτη πραγματοποίησαν συναντήσεις με πρόθυμους παράγοντες για να φανεί η κατοχή μια ομαλή συνέχεια, όλα να ξεχαστούν, μήτε αίμα στα οχυρά χύθηκε μήτε η Ελλάδα είπε ΟΧΙ , μια παρένθεση που πρέπει να πάρουμε μια γόμα και να την σβήσουμε δεν έγινε τίποτα, όλοι πρόθυμοι στρατιωτικοί, κάθε είδους παράγοντες και η εκκλησία θα κάνουμε μια μασκαράτα και θα ξυπνήσουμε με τον μηχανισμό όπως ήταν με μια κυβέρνηση που διέθετε Ελληνικά πιστοποιητικά γέννησης, και όλα θα είναι καλά αγγελικά πλασμένα , κάποιοι Ιταλοί και Γερμανοί θα παρακολουθούσαν και θα έλεγχαν τα πάντα , κάποιες μικρές αλλαγές στα σύνορα υπέρ των Βουλγάρων κα των Ιταλών (πάει η Θράκη, η Δ Μακεδονία, τα Επτάνησα η Ήπειρος και οι Κυκλάδες), και πια σύμμαχοι είμαστε βοηθήστε και εσείς τώρα με το αίμα σας την επιβολή της νέας τάξης του Χίτλερ…. Και οι νεκροί στο Έλλη; Και τα παιδιά με τα κομμένα πόδια ; Και οι χήρες και τα ορφανά της βομβαρδισμένης Πάτρας;
ΤΟ ΟΧΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
27/4/1941 ο Αρχιεπίσκοπος ήρθε πρωί στην Αρχιεπισκοπή « Δεν θα λειτουργήσω σήμερα για να είμαι έτοιμος για ότι προκύψει» και έστειλε τον Αρχιδιάκονο Νικόδημο (μετέπειτα Μητροπολίτη Πατρών) να τελέσει την λειτουργία λέγοντας του « Πρόσεχε παιδί μου έχε το νου σου μη και σε ειδοποιήσω». Κυριακή του Θωμά λοιπόν κήρυξε απ’ άμβωνος ο Αρχιδιάκονος και κάποια στιγμή είδε μαντατοφόρο να του κάνει νόημα, γρήγορα στον Αρχιεπίσκοπο. Τελείωσε την λειτουργία και πήγε στο γραφείο του, τον βρήκε να κλαίει βλέποντας την σημαία των Ναζί να κυματίζει στον Παρθενώνα.
Σύντομα κάθε είδους μαντατοφόροι άρχισαν να φτάνουν στο γραφείο του Χρύσανθου, με κάθε είδους προτάσεις, απειλές, εκβιασμούς, γλυκόλογα. Και ο Χρύσανθος εκείνες τις ημέρες θυμήθηκε τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας και με Ποντιακό πείσμα είπε τέσσερα βασικά ΟΧΙ .
ΠΡΩΤΟ ΟΧΙ
Ήρθε μια επιτροπή και πρότεινε για το καλό του Ελληνικού λαού και για να καλοπιάσουμε τον κατακτητή, να πάμε με μπροστάρη την θρησκευτική μας ηγεσία να παραδώσουμε την πόλη των Αθηνών στους Γερμανούς, και Χρύσανθος απάντησε «οι Έλληνες Ιεράρχες δεν παραδίδουν πόλεις στον εχθρό, καθήκον έχουν να εργαστούν δια την απελευθέρωση».
ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΧΙ
Ήρθαν κάποιοι και είπαν ας κάνουμε κάτι να μας πάρουν από καλό μάτι οι κατακτητές, μη τους πάμε πια κόντρα τελείωσε ο πόλεμος, και τι να κάνουμε βρε παιδιά; Δεν κάνουμε μια δοξολογία στην Μητρόπολη ! Και αγρίεψε το μάτι του Μητροπολίτη Τραπεζούντας «ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ! Δοξολογία δεν έχει θέσιν επί τη υποδουλώσει της Πατρίδος μας, η ώρα της δοξολογίας θα είναι άλλη».
ΤΡΙΤΟ ΟΧΙ
Μιας και οι ραγιάδες δεν μπορούσαν να τον πείσουν να σκύψει, είπαν να τον θαμπώσουν, του ζήτησαν να πάει να δει τον στρατηγό Στούμμε και τότε υποχώρησε Χρύσανθος «θα τον αναμένω» είπε. Ο στρατηγός πήρε τα πόδια του και πήγε στο Αρχιεπισκοπικό γραφείο, από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ο Γερμανός στρατηγός ότι δεν είχε να κάνει με προσκυνημένο ανθρωπάκι αλλά με ηγέτη που υπερασπιζόταν Θερμοπύλες και το ξεκίνησε μαλακά να δει που θα του βγει «Όμορφη η πατρίδα σας» « Οι Γερμανοί λατρεύουν τον Όμηρο» και ο Αρχιεπίσκοπος ευγενικά σεμνά εκπροσωπώντας τους Έλληνες « Ελπίζω να σεβαστείτε την Χώρα» «Στρατηγέ μη θίξετε την φιλοτιμία του Ελληνικού λαού».
ΤΕΤΑΡΤΟ ΟΧΙ
Τέλος ο στρατηγός Στούμμε την επόμενη τσούπ ξανά στο Αρχιεπισκοπικό γραφείο και τι ζήτησε λες; Να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου!!! Την απάντηση δεν χρειάστηκε να την μεταφράσει διερμηνέας την είπε στα Γερμανικά ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας και τωρινός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών « Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνηση, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πως ζητάτε να ορκίσω Κυβέρνηση υποδειχθείσα υπό του εχθρού; Δια να είναι όργανό των;»
Αναψοκοκκίνισε ο στρατηγός από το χαστούκι που δέχτηκε χαιρέτησε έκανε μεταβολή και βγαίνοντας από την πόρτα της Αρχιεπισκοπής σίγουρα κατάλαβε ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει.
Τώρα ήταν η σειρά των σκουλήκων, οι οποίοι για το καλό της Πατρίδας και του λαού και το δικό του, τον εκλιπαρούσαν να, μη αρνηθεί την πρόταση που του έκανε ο Στούμμε και ο Ιεράρχης απάντησε «Εν γνώσει των συνεπειών που με αναμένουν δεν δέχομαι την προτεινομένη πρόταση. Εμμένω εις τας αρχάς μου». Και όταν τον παραπίεσαν « Ο πρωθυπουργός που όρκισα βρίσκεται και αγωνίζεται στην Κρήτη» είπε και σίγασε πια κάθε άλλη κουβέντα .
Απ’ ότι καταλαβαίνεις αυτή η πράξη του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου ήταν η πρώτη πράξη εθνικής αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ο Τσολάκογλου πως ορκίστηκε ;
Στις 29/4/1941 11πμ ορκίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση από τον διάκονο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Καρύτση …. Φυσικά ούτε ο Τσολάκογλου ούτε οι Γερμανοί λησμόνησαν αυτή τη συμπεριφορά του Χρύσανθου, στις 2/6/1941 επαύθει με Συντακτική Πράξη της ψευδοκυβέρνησης Τσολάκογλου.
1941-1944
Ο Χρύσανθος σε όλη τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής τήρησε την ίδια εχθρική στάση απέναντι σε όλες τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν του δόθηκε από την Κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη η δυνατότητα να επανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κάτι που απέρριψε. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, τάχθηκε υπέρ της «δυναμικής αντιμετώπισης» των κομμουνιστών, όπως άλλωστε και οι διάδοχοί του στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στη διάρκεια της κατοχής δε φαίνεται να ανέπτυξε ιδιαίτερη κινητικότητα. Μαρτυρείται ότι υπήρξε πρόεδρος της λεγόμενης «Εθνικής Αντίστασης» ή «Εθνικής Επιτροπής» , η οποία πρέπει να ήταν επιτροπή προσωπικοτήτων του βασιλόφρονος χώρου με μάλλον μικρή παρουσία στην πολιτική και ιδεολογική καθοδήγηση δεξιών αντιστασιακών οργανώσεων.

1941-1948
Μεταπελευθερωτικά οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προέβησαν στην ακύρωση των διαταγμάτων της Κυβέρνησης Τσολάκογλου με τα οποία είχε παυθεί ο Χρύσανθος. Για τις τότε κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας αλλά και τον Βασιλία Γεώργιο η όποια αμφισβήτηση της ισχύος και του κύρους των νόμων της Κατοχής, με τους οποίους ανήλθε στον θρόνο ο Δαμασκηνός «θα έθετε αυτόματα υπό αίρεση και το αξίωμα του αντιβασιλέα, που κατείχε ...».  Αν ο Χρύσανθος προσέφευγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας είχε βάσιμες ελπίδες πως θα ακυρώνονταν τα νομοθετικά διατάγματα του Τσολάκογλου. Έτσι θα του ζητηθεί να μη διεκδικήσει επάνοδό του στον θρόνο και τελικά υπέβαλλε τυπικά και την παραίτησή του. Αφού πέθανε ο Δαμασκηνός και ένα μήνα πριν πεθάνει και ο ίδιος, ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων Βλάχος, τον αναγνώρισε κατ΄άκραν εκκλησιαστικήν οικονομίαν, ως τέως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, κυρίως για να τον ενισχύσει οικονομικά και να λαμβάνει την ανάλογη σύνταξη. Πέθανε το 1949.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: