Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΟΥΕΖ (29.10.1956 - 6.11.1956)




Αίγυπτος  Νοέμβριος 1956
 Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΟΥΕΖ

Του Τζόφρεϋ Γουορνβρ

Το 1956 η Αίγυπτος εθνικοποίησε τη Διώρυγα του Σουέζ και ο Αντονυ Ηντεν δήλωνε ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στον Νάσσερ «να βάλει το μαχαίρι στον λαιμό μας». Επακολούθησε η μεγαλύτερη πολιτική ταπείνωση της   Μεγάλης Βρετανίας στον αιώνα αυτόν.


 Χάρτης των επιχειρήσεων στο Σουέζ

Η κρίση του Σουέζ υπήρξε το αποτέλεσμα τριών διαφορετικών, αλλά αλληλένδετων αγώνων επικρατήσεως στη Μέση Ανατολή. Ο πρώτος ήταν ο αγώνας μεταξύ του Ισραήλ και των Αράδων γειτόνων του, πού εξακολουθούσε να διεξάγεται από τη συγκρότηση του Ιουδαϊκού κράτους το 1948. Ο δεύτερος ήταν ο αγώνας μεταξύ τού αραβικού εθνικισμού και των αποικιοκρατικών (δυνάμεων — της Μεγάλης Βρεταννίας και της Γαλλίας — πού προσπαθούσαν να διατηρήσουν την επιρροή τους στην περιοχή. Ο τρίτος ήταν τέλος ο Ψυχρός πόλεμος μεταξύ της Σοβιετικής Ενώσεως και των Η.Π.Α.
Στο επίκεντρο και των τριών αυτών συγκρούσεων δυνάμεως βρισκόταν η Αίγυπτος, υπό τον μαχητικό ηγέτη της συνταγματάρχη Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ. Η Αίγυπτος ήταν εκείνη πού είχε ιδρύσει τον Απρίλιο τού 1955 τους φ ε ν τ ά γ ι ε ν («αύτοθυσιαζόμενους»), δηλαδη ειδικές ανταρτικές ομάδες καταδρομών προορισμένες να ενεργούν δολιοφθορές και τρομοκρατικές πράξεις μέσα στην ισραηλινή επικράτεια. Η Αίγυπτος ήταν εκείνη πού τον ίδιο χρόνο απέκλεισε τα Στενά τού Τιράν για την ισραηλινή ναυσιπλοΐα. Η Αίγυπτος ήταν εκείνη πού υποχρέωσε τους Βρεταννούς, το 1954, να εκκενώσουν τη βάση τους στο Σουέζ, πού οργάνωσε την αντίθεση των Αράβων στο βρεταννοκίνητο Σύμφωνο της Βαγδάτης το 1955 και 1956 και πού επιχείρησε να υπονομεύσει τη βρεταννική επιρροή σ' ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, φτάνοντας στο σημείο να οργανώνει εκπομπές στη γλώσσα των Σουαχίλι για τους λαούς της Κένυα. Η Αίγυπτος ήταν επίσης εκείνη πού έδωσε βοήθεια και ηθική ενίσχυση στους Αλγερινούς εθνικιστές, πού εξαπέλυσαν την επανάσταση τους εναντίον της Γαλλίας τον Νοέμβριο τού 1954. Τέλος η Αίγυπτος ήταν εκείνη πού τον Σεπτέμβριο τού 1955 ανήγγειλε μια τεράστια συμφωνία εξοπλισμού με το κομμουνιστικό μπλοκ, για την οποία ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών Τζών Φόστερ Ντάλλες έλεγε στο υπουργικό συμβούλιο ότι «για πρώτη φορά οι Ρώσοι αποδύονται αποφασιστικά στην προσπάθεια να εισδύσουν στη Μέση Ανατολή, όπου βρίσκονται τα δύο τρίτα των γνωστών αποθεμάτων πετρελαίου της γης».

 Ο Νάσερ δέχεται τις επευφημίες του πλήθους στην Αλεξάνδρεια

Οι ενέργειες της Αιγύπτου συνέβαλαν στην εμφάνιση νέων πολιτικών κατευθύνσεων και συνδυασμών. Το Ισραήλ πλησίασε περισσότερο τη Γαλλία, ζητώντας να αγοράσει από αυτή σύγχρονα όπλα και ιδιαιτέρως αεροπλάνα, για να αντιστάθμιση τις αγορές του Νάσσερ από τους κομμουνιστές. Η Μεγάλη Βρεταννία και η Γαλλία, των οποίων ο ανταγωνισμός στη Μέση Ανατολή ανέτρεχε στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και ακόμη παλαιότερε, άρχισαν να εξομαλύνουν τις διαφορές τους. Εν τούτοις, ακόμη και όταν ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρεταννίας Άντονυ Τ. Ηντεν έκρινε, τον Μάρτιο του 1956, ότι ο Νάσσερ αποτελούσε τέτοια απειλή για τα βρεταννικά συμφέροντα ώστε έπρεπε να «καταστραφεί», οι εχθροί του Αιγυπτίου ηγέτη απείχαν ακόμη πολύ από το να συντονίσουν τις ενέργειες τους με τις οποίες θα τον έθεταν εκποδών.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, τον Ιούλιο του 1956, επενέργησε σαν καταλύτης. Η εθνικοποίηση υπήρξε και αυτή με τη σειρά της το αποτέλεσμα της υπαναχώρησης των Βρεταννών και των  Αμερικανών από την προσφορά τους να συμβάλουν στη  χρηματοδότηση του Φράγματος του Ασουάν. Τον Δεκέμβριο του 1955 είχε αναγγελθεί ότι η Διεθνής Τράπεζα θα παρείχε δάνειο 20 εκατομμυρίων δολαρίων το οποίο, μαζί με τη χορήγηση βοηθείας 56 εκατομμυρίων από τις Η.Π.Α. και 14 εκατομμυρίων από τη Μεγάλη Βρεταννία, θα αποτελούσε επαρκές κεφάλαιο για την αιγυπτιακή κυβέρνηση ώστε ν' αρχίσει την κατασκευή ενός μεγάλου φράγματος στο Ασουάν της  Άνω Αιγύπτου, πού θα βελτίωνε την άρδευση της κοιλάδας του Νείλου και θα παρείχε υδροηλεκτρική  ενέργεια για την εκβιομηχάνιση της χώρας. Η προσφορά όμως περιλάμβανε όρους πού αποσκοπούσαν να εξασθενίσουν τους διαρκώς ισχυρότερους δεσμούς της Αιγύπτου με το σοβιετικό μπλοκ και ο συνταγματάρχης Νάσσερ κατήγγειλε την προσπάθεια έλεγχου της εξωτερικής πολίτικης της κυβερνήσεως του με οικονομικά μέσα. Επί μερικούς μήνες ο Νάσσερ προσπάθησε να βελτίωση τους όρους, απειλώντας ότι θα στραφεί προς τη Ρωσία για τη χρηματοδότηση ολόκληρου του προγράμματος, ενώ ταυτόχρονα δεν κατέβαλε καμιά προσπάθεια να κατευνάσει με άλλους τρόπους τη βρεταννική και την αμερικανική αντιπάθεια προς το καθεστώς του. Η αδιάλλακτη στάση του Νάσσερ καθιστούσε εξαιρετικά απίθανο   ότι   το   Κογκρέσο   θα   ενέκρινε τη συμμέτοχη αμερικανικών κεφαλαίων στα αιγυπτιακά σχέδια, και στις 19 Ιουλίου του 1956 ο Ντάλλες είπε στον Αιγύπτιο πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον ότι σταματούσαν οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία. Παρόλο πού η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρεταννίας θα προτιμούσε — κατά τη διατύπωση του Ηντεν — «νά τραινάρει τις διαπραγματεύσεις», ακολούθησε την αμερικανική στάση. Ο συνταγματάρχης Νάσσερ περίμενε την εξέλιξη αυτή και είχε ήδη ετοιμάσει ένα έκτακτο σχέδιο για ν’ αντιμετώπιση την κατάσταση.  Έτσι δεν πέρασε καιρός και ανήγγειλε ένα σχέδιο. Στον λόγο πού εξεφώνησε στις 26 Ιουλίου στην Αλεξάνδρεια εξήγγειλε ότι η Αίγυπτος εθνικοποιεί τη  Διώρυγα του   Σουέζ  και ότι τα έσοδα της Διώρυγας θα χρησίμοποιηθούν για   τη   χρηματοδότηση   του φράγματος του Άσουάν.

 Το Πορτ Σάϊδ επλήγη από τους βομβαρδισμους
Γελοιογραφία της Daily Express για την διαφωνία της αγγλικής αντιπολίτευσής
Βρεταννοι στρατιώτες στο Σουέζ
 
Ο Ηντεν ήταν βέβαιος ότι είχε φτάσει η  ώρα της  δράσεως.   Ήταν  αλήθεια ότι με την εξαγγελία της εθνικοποιήσεως είχαν δοθεί  υποσχέσεις πλήρους αποζημειώσεως   και   ότι  δεν  έγινε  καμιά απόπειρα για να παρεμποδιστεί η χρήση της. Αλλά κατά την αντίληψη του Βρεταννού υπουργού   «ένας   άνδρας   με  το παρελθόν του   συνταγματάρχου   Νάσσερ δεν έπρεπε  να  αφεθεί   ανεμπόδιστος   να βάλλει το μαχαίρι  στον λαιμό  μας». Επί πλέον όπως έγραψε ο  Ηντεν στον πρόεδρο Αϊζενχάουερ,   «οι   συνάδελφοι  μου  και εγώ είμαστε πεπεισμένοι ότι οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε, εν εσχάτη ανάγκη, βία για να   συνετίσουμε   τον   Νάσσερ.   Από της πλευράς μας είμαστε έτοιμοι να το κάμουμε».   Γρήγορα   ο   Ηντεν   διαπίστωσε  ότι και οι Γάλλοι ήταν επίσης αποφασισμένοι και στις 10 Αυγούστου άρχισαν στο Λονδίνο τα σχέδια κοινής στρατιωτικής ενέργειας.
Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν αποφασιστικής σημασίας για  οποιαδήποτε απόπειρα να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία. Όχι διότι οι Βρεταννοί Γάλλοι ζητούσαν από τις Η.Π.Α. άμεση βοήθεια στις προσπάθειες τους να «συνετίσουν τον Νάσσερ», αλλά γιατί όπως είπε ο Ηντεν σ' έναν από τους βοηθούς του Ντάλλες, «ελπίζουμε ότι εσείς θα φροντίσετε για την Αρκούδα» — με άλλα λόγια, ότι θα εμπόδιζαν ανάμειξη της Σοβιετικής Ενώσεως στο πλευρό της προστατευόμενης της Αιγύπτου. Επί πλέον, όταν ο Ντάλλες είπε την 1 Αυγούστου στον Ηντεν ότι «πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για να ξεράσει ο Νάσσερ αυτό πού προσπαθεί να καταπιεί», ο Βρεταννός πρωθυπουργός θεώρησε ότι είχε προσεταιριστεί τους Αμερικανούς στις απόψεις του. «Οι λέξεις αυτές ήταν πολύ ξεκάθαρες», έγραψε αργότερα. «Αντηχούσαν στ’ αυτιά μου επί ολόκληρους μήνες».

 Γάλλοι στρατιώτες και Αιγύπτιοι ατχμάλωτοι

Ο Ηντεν όμως ξεγελούσε τον εαυτό του. Υπήρχαν τουλάχιστον τρεις λόγοι για τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα συναινούσαν στη χρήση βίας για τη διευθέτηση της έριδος του Σουέζ. Πρώτα απ' όλα το 1956 ήταν προεκλογικό έτος και ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ και η κυβέρνηση του δεν είχαν την πρόθεση να εμπλακούν σε οποιαδήποτε ένοπλη σύγκρουση εκείνη την εποχή. Δεύτερον, τα αμερικανικά συμφέροντα δεν κινδύνευαν σε τόση έκταση όσο τα βρεταννικά ή τα γαλλικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, π. χ., εισήγαν από τη Μέση Ανατολή λιγότερο από 4% των αναγκών τους σε αργό πετρέλαιο, ενώ η ίδια περιοχή κάλυπτε τα τρία τέταρτα των αναγκών της Δυτικής Ευρώπης. Τέλος υπήρχε η αιωνόβια καχυποψία των Αμερικανών απέναντι της ευρωπαϊκής «αποικιοκρατίας». Κατά τη διατύπωση  του   Σέρμαν  Ανταμς    ενός από τους στενότερους συμβούλους του προέδρου Αϊζενχάουερ — «η σταθερή μας αντίθεση προς την αποικιοκρατία μας έκανε να συμπαθούμε την Αίγυπτο και τα άλλα αραβικά κράτη, πού προσπαθούσαν ν’ απαλλαγούν από τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο, τον οποίο οι Βρετανοί ήθελαν να διατηρήσουν στη Μέση Ανατολή από ιδιοτέλεια».
Πάντως εκείνη την εποχή η ριζική αντίθεση μεταξύ της βρεταννικής και γαλλικής θέσεως από τη μια μεριά και των Ηνωμένων Πολιτειών από την άλλη συγκαλυπτόταν από το γεγονός ότι, επειδή θα χρειαζόταν ορισμένος χρόνος για την οργάνωση της στρατιωτικής επιχειρήσεως, η Μεγάλη Βρεταννία και η Γαλλία ήθελαν να προσπαθήσουν να τη δικαιολογήσουν δείχνοντας ότι όλες οι απόπειρες για την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσεως είχαν αποτύχει. Έτσι και οι τρεις Δυτικές χώρες μπόρεσαν να συμφωνήσουν στη σύγκληση μιας διασκέψεως στο Λονδίνο τα μέσα Αυγούστου, στην οποία θα συμμετείχαν όσοι χρησιμοποιούσαν τη Διώρυγα — οι «χρήστες». Η διάσκεψη διατύπωσε ένα σχέδιο διεθνούς έλεγχου της Διώρυγας το οποίο απέρριψε η Αίγυπτος στις 9 Σεπτεμβρίου. Ο Ντάλλες τότε προχώρησε στην πρόταση ιδρύσεως ενός Συνδέσμου των Χρηστών της Διώρυγας — πρόταση πού ήταν ακόμη περισσότερο απαράδεκτη για τους Αιγυπτίους. Τελικά, στις 23 Σεπτεμβρίου, η Μεγάλη Βρεταννία και η Γαλλία έφεραν το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.


«Δεν γνωρίζω αν ο Τζών Φοστερ Ντάλλες πίστεψε ποτέ πραγματικά ότι ήταν δυνατό να ιδρυθεί ο Σύνδεσμος των Χρηστών της Διώρυγας για να τη διαχειρίζεται», έγραψε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του, «... άλλα μου φαίνεται ότι την εποχή εκείνη προσπαθούσε με επιδεξιότητα να βρει τρόπο ρυθμίσεως, με την ελπίδα ότι η κοινή γνώμη στη Δυτική Ευρώπη θα εξεγειρόταν εναντίον μιας στρατιωτικής περιπέτειας». Πράγματι, από τον Σεπτέμβριο ήδη είχε καταστεί σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απρόθυμες νά υποστηρίξουν μια στρατιωτική λύση. «Οφείλω να σας πω ειλικρινά», έγραφε ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ στον Ηντεν στις 2 Σεπτεμβρίου, «ότι η αμερικανική κοινή γνώμη αποκρούει κατηγορηματικά κάθε σκέψη χρησιμοποιήσεως βίας». Και στις 13 ο Ντάλλες είπε δημοσία σε μια συνέντευξη τύπου: «Δεν έχομε την πρόθεση ν' ανοίξουμε δίοδο μέσα από τη Διώρυγα με πυροβολισμούς. Ίσως να έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε. Αλλά δεν έχομε τη θέληση να το κάνουμε ως Ηνωμένες Πολιτείες». Στις 2 Οκτωβρίσυ ο Ντάλλες απέκρουσε τις πληροφορίες ότι το σχέδιο του για τον Σύνδεσμο των Χρηστών της Διώρυγας είχε «ξεδοντιαστεί». Ο Ντάλλες είπε: «Δεν ξέρω τίποτε για δόντια. Δεν υπάρχουν δόντια στο σχέδιο αυτό, όσο ξέρω εγώ».  Ένας από τους στενότερους συνεργάτες του παρατήρησε ότι η δήλωση αυτή «ήταν η τελική αποθάρρυνση  για τον  Ηντεν».
Οι Γάλλοι υπήρξαν ανέκαθεν πολύ λιγότερο αισιόδοξοι για τις αμερικανικές προθέσεις.  Όλο το καλοκαίρι βρίσκονταν σε στενή επαφή με το Ισραήλ και το είχαν μάλιστα καταστήσει ενήμερο για το αγγλογαλλικό σχέδιο εισβολής στην Αίγυπτο στις γενικότητες του. Οι Ισραηλινοί αντιλήφτηκαν αμέσως ότι μια παρόμοια επιχείρηση τους έδινε τη θαυμάσια ευκαιρία να διασπάσουν τον αποπνικτικό αποκλεισμό πού τους είχαν επιβάλει οι Αιγύπτιοι και στη Διώρυγα του Σουέζ και στα Στενά του Τιράν και να επιφέρουν ταυτόχρονα ένα αποφασιστικό πλήγμα στα ορμητήρια των καταδρομών των φενταγιέν. Οι Γάλλοι από την πλευρά τους επιζητούσαν να αναμείξουν τους Ισραηλινούς στην αγγλογαλλική επίθεση και σε μια άκρως μυστική σύσκεψη στην κατοικία του Βρεταννού πρωθυπουργού στο Τσέκερς, στις 14 Οκτωβρίου, συζήτησαν το θέμα με τους Βρεταννούς. Όπως αφηγείται ένας από τους παριστάμενους «το σχέδιο ήταν να κληθεί το Ισραήλ να επιτεθεί στην Αίγυπτο από τη χερσόνησο του Σινά. Τότε η Γαλλία και η Βρεταννία, αφού θ' άφηναν χρόνο αρκετό στις ισραηλινές δυνάμεις για να καταλάβουν ολόκληρη τη χερσόνησο του Σινά ή το μεγαλύτερο μέρος της, θα διέτασσαν "αμφότερες τις πλευρές" να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη Διώρυγα του Σουέζ, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην αγγλογαλλικη δύναμη να παρέμβει και να καταλάβει τη Διώρυγα με τη δικαιολογία ότι την προστατεύει από τον κίνδυνο της καταστροφής της λόγω των εχθροπραξιών».


Απογοητευμένος μέχρις έσχατων και έξω φρενών από τη στάση των Αμερικανών, πού τη θεωρούσε αδιαφορία για τη δύσκολη θέση της Μεγάλης Βρεταννίας, ο Ηντεν, κάθε άλλο παρά ευτυχής, υιοθέτησε τη γαλλική πρόταση, παραμερίζοντας τις προειδοποιήσεις ορισμένων συμβούλων του, οι οποίοι του επισήμαιναν ότι η συμμέτοχη σε μια τέτοια «χυδαία συνωμοσία» με το Ισραήλ — όπως τη χαρακτήριζε ένας από τους συμβούλους — θ' ανατίναζε αναπόφευκτα τις σχέσεις της Μεγάλης Βρεταννίας μέ τις αραβικές χώρες πού της παρέμεναν φιλικές,, όπως η Ιορδανία και το Ιράκ. Ύστερα από νέες συζητήσεις με τους Γάλλους και τους Ισραηλινούς, το βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε στις 25 Οκτωβρίου το σχέδιο. Όπως προβλεπόταν, οι Ισραηλινοί επιτέθηκαν διά μέσου της έρημου του Σινά στις 29 Οκτωβρίου. Στις 30 επιδόθηκε το αγγλογαλλικό τελεσίγραφο και όταν η Αίγυπτος, όπως επίσης προβλεπόταν, το απέρριψε, τα βρεταννικά και γαλλικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν τα αιγυπτιακά αεροδρόμια στις 31. Την ιδία μέρα απέπλευσε από τη Μάλτα ο στόλος πού θα διενεργούσε την εισβολή. Έφτασε στα ανοιχτά του Πορτ Σάιντ στις 6 Νοεμβρίου, 24 ώρες άφ' ότου Βρεταννοί και Γάλλοι αλεξιπτωτιστές είχαν αρχίσει να πέφτουν στην περιοχή της πόλεως.
Είναι πιθανό ότι την ώρα πού η βρεταννική και η γαλλική κυβέρνηση κατέληξαν οριστικά στην απόφαση να προσφύγουν στη βία, υπολόγιζαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες — τις οποίες επίτηδες είχαν κρατήσει στο σκοτάδι ως προς τα σχέδια τους — θα τηρούσαν δημοσία τουλάχιστον ουδέτερη στάση. Αν πράγματι είχαν κάμει αυτόν τον συλλογισμό επρόκειτο να απογοητευθούν τραγικά: οι Αμερικανοί ήταν εκείνοι πού ηγήθηκαν, στα Ηνωμένα Έθνη εναντίον της αγγλογαλλοϊσραηλινης επιχειρήσεως — και στο Συμβούλιο Ασφαλείας στις 30 Οκτωβρίου  και  στη  Γενική   Συνέλευση  στις 2 Νοεμβρίου. Όπως έγραψε αργότερα ο προεδρος Αϊζενχάουερ, «δεν ήταν δυνατό να επιτρέψουμε στη Σοβιετική Ένωση να πάρει την ηγεσία στον αγώνα εναντίον της χρήσεως βίας στη Μέση Ανατολή και να κερδίσει έτσι την εμπιστοσύνη των νέων ανεξάρτητων κρατών του κόσμου».

Ρωσική γελοιογραφία της εποχής εκείνης. Η αιγυπτιακή σφίγγα έχει κόψει την ουρά του βρεταννικού λέοντα και έχει ξεπουπουλιάσει τον γαλλικό κόκορα

Η Σοβιετική Ένωση, ενώ υποστήριζε την Αίγυπτο σ' όλη τη διάρκεια της κρίσεως του Σουέζ, είχε αποφύγει με πολλή προσοχή να αναμειχθεί πολύ έντονα. Οπ Ρώσοι σύμβουλοι στην Αίγυπτο έλαβαν οδηγίες να μην πάρουν μέρος στις εχθροπραξίες, ορισμένοι μάλιστα επέστρεψαν αεροπορικώς στη Ρωσία. Επί πλέον οι Ρώσοι απέκρουσαν το αίτημα των Αιγυπτίων να χρησιμοποιήσουν μια αεροπορική δύναμη 45 βομβαρδιστικών «Ίλιούσιν Ι - 28» πού τους είχαν παραδώσει πρόσφατα οι Ρώσοι. Τα αεροπλάνα αυτά μεταφέρθηκαν αρχικά στην Άνω Αίγυπτο και αργότερα στη Συρία, πιθανότατα για να μην πέσουν στα χέρια των Αγγλογάλλων. Η σοβιετική επιφυλακτικότητα οφειλόταν σε δυο λόγους: ο πρώτος ήταν ότι η αγγλογαλλική εισβολή στην Αίγυπτο συνέπεσε με την αποκορύφωση της εξεγέρσεως της Ουγγαρίας και η ΕΣΣΔ ήταν περισσότερο προσηλωμένη στα γεγονότα πού συνέβαιναν στην Ανατολική Ευρώπη παρά στη Μέση Ανατολή. Κατά δεύτερο λόγο η ΕΣΣΔ δεν ήταν απόλυτα βέβαιη για τη στάση πού θα τηρούσαν οι Η.Π.Α., όταν τελικά ξεσπούσαν οι εχθροπραξίες. Μόνο στις 5 Νοεμβρίου, όταν είχε ξεπεραστεί η κρίση στην Ουγγαρία και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν διαδηλώσει ανοιχτά την αντίθεση τους στην αγγλογαλλική επιχείρηση, τότε μόνον η Ρωσία θεώρησε ότι μπορεί να πληροφορήσει τη Μεγάλη Βρεταννία, τη Γαλλία και το Ισραήλ ότι «ήταν πλήρως αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει βία για να σύντριψη τους εισβολείς και να αποκαταστήσει την ειρήνη στη Μέση Ανατολή». Διατύπωσε ακόμη και τον υπαινιγμό ότι το Λονδίνο και το Παρίσι μπορεί να αποτελούσαν στόχους πυρηνικής επιθέσεως αν οι Βρεταννοί και οι Γάλλοι δεν ανακαλούσαν τις δυνάμεις της εισβολής, Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποχρεώθηκαν να αποσαφηνίσουν ότι, ανεξάρτητα από τα αισθήματα τους για τη συμπεριφορά των συμμάχων τους στο Σουέζ, ήταν υποχρεωμένες να αντιδράσουν αν οι σύμμαχοι τους υφίσταντο μια τέτοια επίθεση.


Την επαύριον της δραματικής σοβιετικής παρεμβάσεως η βρεταννική και η γαλλική κυβέρνηση δέχτηκαν την αξίωση των Ηνωμένων Εθνών για την άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών. Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσει κανείς τα δυο αυτά γεγονότα σαν απλή σχέση αίτιου και αιτιατού. ·Η εισβολή στην Αίγυπτο είχε προκαλέσει βαθύτατο διχασμό στη βρεταννική κοινή γνώμη. Το Εργατικό κόμμα — με το σύνθημα «Νόμο, όχι πόλεμο» — εξαπέλυε μύδρους εναντίον της πολίτικης του Ηντεν. Υπήρχε ακόμη αντίθεση και μέσα στο Συντηρητικό κόμμα του πρωθυπουργού και μέσα στην ίδια την κυβέρνηση. Ακόμη σοβαρότερο ήταν το κατρακύλημα της λίρας. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες, πού ήταν η μόνη δύναμη πού μπορούσε να παράσχει βοήθεια, δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν επρόκειτο να συμβάλει στην αποκατάσταση του νομίσματος παρά μόνο αν τερματιζόταν η εισβολή. Κάτω από αυτές τις   συνθήκες  ο   Ηντεν  αντιλήφθηκε   ότι δεν είχε άλλη διέξοδο από το να συμφωνήσει στην κατάπαυση του πυρός. Δεδομένου ότι και οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να φέρουν μόνοι τους σε πέρας την επιχείρηση, υποχρεώθηκαν κι αυτοί να υποκύψουν. Έχοντας πραγματώσει όλους τους αντικειμενικούς τους σκοπούς στη χερσόνησο του Σινά οι 'Ισραηλινοί είχαν σταματήσει ήδη τις εχθροπραξίες.
 Oι Αιγύπτιοι βύθισαν πλοία φραγμού

Η εισβολή στο Σουέζ ήταν σχεδόν από κάθε άποψη μια ολοκληρωτική αποτυχία. Επιδίωκε να διασφάλιση τη ναυσιπλοΐα στη Διώρυγα και εκείνο πού πέτυχε ήταν να την αποκλείσει, γιατί οι Αιγύπτιοι βύθισαν πλοία φραγμού. Επιδίωκε να εξασφάλιση αδιάκοπη τη ροη πετρελαίου στη Δυτική Ευρώπη και κατέληξε όχι μόνο να κλείσει η Διώρυγα για τα τάνκερ, αλλά και να ανατιναχθούν με σαμποτάζ σχεδόν όλοι οι κατευθείαν πετρελαιαγωγοί προς τη Μεσόγειο — πράγμα πού υποχρέωσε σύντομα τη Μεγάλη Βρεταννία να επιβάλει δελτίο στα υγρά καύσιμα — και δεν ήταν η μόνη δυσμενής συνέπεια. Επιδίωκε να εκμηδένιση τον Νάσσερ και κατάφερε να του δώσει μεγαλύτερο παρά ποτέ κύρος στον αραβικό κόσμο, δεδομένου ότι είχε αψηφήσει με επιτυχία τους «ιμπεριαλιστές». Ο σταθερότερος φίλος της Μεγάλης Βρεταννίας στη Μέση Ανατολη, ο Νουρί Άς Σαΐντ του Ιράκ βρέθηκε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση και τελικά χάθηκε σ' ένα αιματηρό πραξικόπημα 20 μήνες αργότερα, ενώ οι εθνικιστές της Αλγερίας δυνάμωναν εξακολουθητικά και τελικά κέρδισαν την ανεξαρτησία τους το 1962. Επιδίωξε να κράτηση τους Ρώσους έξω από τη Μέση Ανατολή, άλλα η αποτυχία αυτή δημιούργησε στην περιοχή ένα κενό δυνάμεως, το οποίο ενέπνευσε και κατόπιν υποχρέωσε τους Αμερικανούς — στις αρχές του 1957 — να παρέμβουν με το «Δόγμα Αϊζενχάουερ», προσφέροντας βοήθεια σε κάθε αραβική χώρα πού θεωρούσε ότι αντιμετώπιζε την απειλή των κομμουνιστικών δολοπλοκιών.
Σε μακρότερη προοπτική η «συνωμοσία» της Μεγάλης Βρεταννίας, της Γαλλίας και του Ισραήλ, πού εκδηλώθηκε στο Σουέζ, ενίσχυσε απροσμέτρητα τον αραβικό μύθο ότι το Ισραήλ αποτελεί το εφαλτήριο του δυτικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Και η πεποίθηση αυτή εκδηλώθηκε ανοιχτά την εποχή του «Πολέμου των Έξι Ημερών», τον Ιούνιο του 1967. Ακόμη και αυτός ο πόλεμος μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στο Σουέζ, γιατί ο Νάσσερ μπόρεσε νά εξαπάτηση και τον εαυτό του και τον αραβικό κόσμο ότι θα συνέτριβε το Ισραήλ το 1956, αν δεν ήταν μαζί του οι Αγγλογάλλοι. Έτσι δοκίμασε τον πειρασμό να το επιχείρηση πάλι το 1967. Η απόφαση της Μεγάλης Βρεταννίας να δεχθεί την κατάπαυση του πυρός, αντίθετα προς τις προσδοκίες των Γάλλων, παρέσχε ακόμη ένα παράδειγμα της «άπιστης Αλβιόνος» στους Γάλλους αγγλόφοβους — συμπεριλαμβανομένου και του στρατηγού Ντέ Γκώλ — ενώ οι σχέσεις μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της συμμάχου της Αμερικής ουδέποτε πλέον παρέμειναν οι ίδιες. Και ίσως, πράγματι το μόνο θετικό αποτέλεσμα του Σουέζ ήταν ότι κατέδειξε στα ευρωπαϊκά κράτη ότι η ικανότητα τους να δράσουν ανεξάρτητα από τις δύο υπερδυνάμεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Έτσι τους έδωσε μια πρόσθετη παρόρμηση να επιδιώξουν την ένωση τους.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ


Μάλτα, 1956. Συνωστισμένα θωρηκτά του βρετανικού βασιλικού ναυτικού «περιμένουν» στο λιμάνι της πόλης Σλιέμα κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ.
Η κρίση του Σουέζ και η Ελλάδα
Αρνητική η Αθήνα για συμμετοχή σε διεθνή διάσκεψη

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΒΕΛΑΣ*
Η εμπλοκή της Αθήνας στις διπλωματικές ζυμώσεις που προηγήθηκαν της κρίσης ξεκίνησε από τον Αύγουστο του 1956 όταν η Ελλάδα κλήθηκε να λάβει μέρος σε πολυμερή διάσκεψη στο Λονδίνο με πρωτοβουλία της Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Γαλλίας, όπου θα συζητούνταν το καθεστώς της διώρυγας του Σουέζ. Η απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή για τη συμμετοχή ή μη στη διάσκεψη καταδείκνυε τα μεγάλα διλήμματα που αφορούσαν το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας την περίοδο εκείνη ενόψει των πιέσεων του κυπριακού ζητήματος: από τη μία πλευρά η Ελλάδα ως μέλος του ΝΑΤΟ και εντασσόμενη αναφανδόν στο πλευρό του δυτικού κόσμου και των αξιών που αυτός πρέσβευε όφειλε να συμμετάσχει στη διάσκεψη. Από την άλλη μεριά, τα έντονα, έως ακραία, αντιβρετανικά και αντιδυτικά αισθήματα που διέπνεαν την ελληνική κοινωνία εξαιτίας της στάσης των δυτικών συμμάχων στο ζήτημα της Κύπρου την άφηναν εκτεθειμένη στην κοινή γνώμη σε περίπτωση που θα τασσόταν στο πλευρό των Βρετανών. Ταυτόχρονα, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, εξίσου κομβικής σημασίας, όπως οι παραδοσιακά φιλικές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, η ευαίσθητη θέση των Ελλήνων της Αιγύπτου και η βοήθεια στην οποία προσδοκούσε η ελληνική κυβέρνηση από τα αραβικά κράτη στον ΟΗΕ ως προς το Κυπριακό.
Στα καίρια αυτά διλήμματα έπρεπε να προστεθούν και οι πιέσεις που ασκούσαν οι Αμερικανοί, ακόμη και μέσω του ιδίου του Αμερικανού υπουργού των Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες, για τη συμμετοχή της Ελλάδας στη διάσκεψη. Η απόφαση για την απόρριψη της βρετανικής πρόσκλησης να μετάσχει η Αθήνα στη διάσκεψη διαμορφώθηκε στη διάρκεια σύσκεψης με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, των υπουργών Εξωτερικών και Προεδρίας Ευ. Αβέρωφ και Κ. Τσάτσου και αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων. Σύμφωνα με την κυβερνητική ανακοίνωση της 11ης Αυγούστου, η Ελλάδα δεν αποδεχόταν την πρόσκληση προβάλλοντας ως βασικό επιχείρημα το ότι η αιγυπτιακή κυβέρνηση δεν υιοθετούσε τους σκοπούς της διάσκεψης και συνεπώς, κατά την άποψή της, η πρωτοβουλία αυτή ήταν πιθανότερο να συμβάλει στην ένταση παρά στην άμβλυνση της οξύτητας. Νωρίτερα, στις 8 Αυγούστου, η ελληνική πλευρά είχε προτείνει την αναβολή της διάσκεψης σε μεταγενέστερο χρόνο, με την ελπίδα ότι οι εντάσεις θα είχαν αμβλυνθεί, ενώ είχε ζητήσει και την αλλαγή της έδρας της διάσκεψης ως πρωτοβουλία που ίσως διευκόλυνε την αιγυπτιακή συμμετοχή. Οι δυτικοί σύμμαχοι απέρριψαν και τις δύο προτάσεις της Αθήνας.
«Απόλυτη κατανόηση»
Η διαφοροποίηση της κυβέρνησης Καραμανλή από τους συμμάχους της με αφορμή τη διάσκεψη δεν επηρέασε τις συνομιλίες στο Λονδίνο αλλά ούτε και κλόνισε τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Αντιθέτως, ο Ντάλες εξέφρασε την απόλυτη κατανόησή του προς την Αθήνα για τη στάση της. Οι παράγοντες που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν ποικίλοι. Η Ελλάδα μέσα στο κλίμα κορύφωσης του κυπριακού αγώνα και των συναισθηματικών φορτίσεων που αυτός προξενούσε δεν ήταν δυνατό να συνταχθεί με τη Βρετανία. Μάλιστα τα ξημερώματα της 9ης Αυγούστου είχαν εκτελεστεί από τους Βρετανούς τρεις Κύπριοι αγωνιστές, ο Ανδρ. Ζάκος, ο Χαρ. Μιχαήλ και ο Ιάκ. Πατάτσος. Επιπλέον, αν μετείχε στη διάσκεψη θα έπρεπε να έρθει σε αντιπαράθεση με τους δυτικούς συμμάχους και να συνταχθεί εκ των πραγμάτων με τις απόψεις της Σοβιετικής Ένωσης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έθιγε τα ελληνικά συμφέροντα ως προς το ζήτημα της Κύπρου, για την επίλυση του οποίου η κυβέρνηση Καραμανλή βασιζόταν εξ ολοκλήρου στη Δύση. Όπως είχε τονίσει ο Έλληνας πρωθυπουργός στον πρέσβη της Αιγύπτου στις 8 Αυγούστου, «...η Ελλάς είναι συνδεδεμένη με την Δύσιν διά συμμαχιών παλαιών και προσφάτων και... λόγοι ασφαλείας αλλά και οικονομικοί καθιστούν δύσκολον μίαν ανοικτήν ρήξιν με αυτήν. Ακόμη και το ζήτημα της Κύπρου... μόνον διατηρουμένων των σημερινών συμμαχιών μας θα λάβη την οριστικήν του λύσιν».


Κρίσιμη η παρουσία των Ελλήνων πλοηγών
Η στάση της Αθήνας ως προς την κρίση του Σουέζ δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί επαρκώς χωρίς να ληφθεί υπόψη η πολιτική αντιμετώπιση του ζητήματος από τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ αντιτάχθηκε στη βρετανική πολιτική, γεγονός που προκάλεσε τη μεγαλύτερη έως τότε κρίση στις αμερικανοβρετανικές σχέσεις. Πυρήνα της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή αποτέλεσε η προσπάθεια των ΗΠΑ να αποφύγουν την ταύτιση με την «παραδοσιακή» ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Ταυτόχρονα, οι ψυχροπολεμικές αναγκαιότητες της περιόδου εκείνης ωθούσαν τη δυτική υπερδύναμη προς την υποστήριξη του αραβικού κόσμου, με στόχο την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της πολιτικής της ανάσχεσης (containment) έναντι του σοβιετικού επεκτατισμού στην περιοχή. Παρά το ότι η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ δεν πίστευε στις δυνατότητες συνεργασίας με τον Νάσερ, εντούτοις θεωρούσε ότι η στρατιωτική επέμβαση κατά της Αιγύπτου θα εξασθένιζε την παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, ενώ θα ενίσχυε, τελικά, τον αραβικό ριζοσπαστισμό. Επιπροσθέτως, κατά την προεκλογική του εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, που ήταν προγραμματισμένες για τον Νοέμβριο του 1956, ο Αϊζενχάουερ εμφανιζόταν ως υπερασπιστής της διεθνούς ειρήνης και συνεργασίας. Η εισβολή των συμμάχων του στην Αίγυπτο, λίγες μόνον ημέρες πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, τον έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και σε αυτό το επίπεδο, και τελικά ενέτεινε την αμερικανική αντίδραση.
Η αμερικανική στάση διευκόλυνε την ελληνική πλευρά. Η κυβέρνηση Καραμανλή υποστήριξε την Αίγυπτο, χώρα φιλική, στην οποία το ελληνικό στοιχείο ήταν έντονο. Επιπλέον, αντιτάχθηκε στα σχέδια της Βρετανίας, με την οποία, ούτως ή άλλως, οι σχέσεις βρίσκονταν στο ναδίρ. Στον ΟΗΕ η ελληνική πλευρά συνυπέγραψε τη γιουγκοσλαβική πρόταση για έκτακτη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης και υπερψήφισε το αμερικανικό σχέδιο για την άμεση αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Αίγυπτο και τη συγκρότηση διεθνούς αστυνομικής δύναμης υπό την αιγίδα του διεθνούς οργανισμού. Επιπροσθέτως, στην έριδα για την αρχική λειτουργία της Διώρυγας αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι Έλληνες πλοηγοί (αποτελούσαν το 85% του συνόλου των πλοηγών), των οποίων η παρουσία ήταν κρίσιμη για τη συνέχιση της λειτουργίας της. Έπειτα από νύξη της αιγυπτιακής πλευράς, η κυβέρνηση Καραμανλή παρήγγειλε μέσω των προξενικών της αντιπροσώπων να εξακολουθήσουν να εργάζονται υπό τη διοίκηση του Αιγυπτιακού Οργανισμού. Έτσι, η Διώρυγα μπόρεσε να λειτουργήσει με απόδοση περίπου 90% και σύμφωνα με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ευ. Αβέρωφ «οι εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης του Νάσερ και των συνεργατών του, και τότε και επί χρόνια μετά, ήταν θερμότατες».
Η ελληνική στάση στο Σουέζ και κυρίως η άρνηση της συμμετοχής στην πολυμερή διάσκεψη του Λονδίνου αποτέλεσαν την πρώτη διαφοροποίηση της Αθήνας απέναντι στους δυτικούς συμμάχους της και καταδείκνυαν ότι παρά τα ασφυκτικά πλαίσια που έθετε το ψυχροπολεμικό περιβάλλον, υπήρχε η δυνατότητα, πάντα μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, της υιοθέτησης από την Ελλάδα πολιτικών που για την εξυπηρέτηση των εθνικών της συμφερόντων μπορούσαν να θέσουν σε κάποιο βαθμό σε αμφισβήτηση τα όρια της εξάρτησής της από τη Δύση.
Από άρθρο του κ. Λυκούργου Κουρκουβέλα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 27.04.2014
* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας είναι διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: