Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Ο καημός του ξενιτεμένου κρητικού

 


Ο καημός του ξενιτεμένου κρητικού

Πάει και αυτή η μέρα, χάθηκε στο ρέμα του χρόνου.
Κλείδωσα την πόρτα, σταύρωσα το μέτωπό μου,
σήκωσα τα μάτια μου προς το λιμάνι.
Μακριά έδειχνε η προβλήτα που άραζαν τα πλοία
— κι όμως, η καρδιά μου την τράβαγε κοντά,
σαν να ‘ταν βήμα απ’ το κατώφλι μου.


Κορμί άψυχο, νους ξεχασμένος·
σερνόμουν στα ξένα, κουφάρι παράταιρο,
ξερό κλαρί στη ροή της μοίρας.
Ο καημός με μάτωνε — και το κουφάρι μου,
ούτε στη γη δε θέλει να πέσει.
Τί να σκοτώσεις το σώμα, άμα η ψυχή ακόμα καλπάζει;

Κι όμως — να!
Μέσα στα μεσημέρια τ' άγια,
μια σκιά ερχόταν να με σηκώσει:
το γράμμα Της.
Το γράμμα της Μάνας — άγιο ράπισμα και χάδι μαζί.
Στην αρχή, οργίστηκα·
πώς αφήνουν χάμω τέτοια ευλογία;
Σκέφτηκα ταχυδρομικό κουτί με πινακίδα.
Μα γρήγορα ταπεινώθηκα·
πώς να ξέρει ο ξένος ταχυδρόμος τη φωτιά που κουβαλώ;
Έσκυβα, έκανα μετάνοια,
έπιανα το γράμμα σαν άγιο λείψανο.
Το φιλούσα — φιλούσα τη Μάνα, φιλούσα τη Κρήτη.
Δεν το άνοιγα — δεν χρειαζόταν.
Το άγγιζα·
κι ένιωθα τη δροσιά του Κρητικού Πελάγους, το αλάτι της πατρίδας μου,
να μου τρέχει στο αίμα.

"Μια σύμπτωση κι η ζωή ομόρφυνε", έλεγε ο Καζαντζάκης...
κι εγώ ζούσα την ομορφιά μάνα μου που μου έφερνε το γράμμα σου.

Έκλεινα τα μάτια·
έβγαινα απ’ το κουφάρι μου·
γινόμουν μόνο πνοή, μόνο μνήμη, μόνο πόθος και ακουμπούσα το κουρασμένο σώμα μου στα στρωσίδια.

Ξημέρωσε.
Η Ντία φωτεινή, ο Γιούχτας γελούσε.
Ήθελα να γονατίσω, να φιλήσω τη γη.
Μα φοβόμουν·
αν το κάνω, δεν θα ξανασηκώσω κεφάλι να δω τ' ουρανό σου.

Η χώρα — ίδια.
Η ψυχή — ίδια.
Τίποτα δεν αλλάζει άμα ριζώσει μέσα σου.

Ποτέ να μην μου τελειώσει αυτό το παραμύθι,
Άη Γιώργη μου Σεληναριώτη,
σε σύγνεφα και φλόγες να βαφτίζεις το κορμί μου.

Σ’ άναψα κερί.
Με χέρι που έτρεμε.
Κι ήξερα — πως κάθε δάκρυ μου, κάθε λαχτάρα,
τη διάβαζες πάνω στη φλόγα.

«Δώσ’ μου δύναμη!» φώναξα.
«Μη μ' αφήσεις να ξυπνήσω πάλι στους κόσμους τους ξερούς!»

Το Μεραμπέλλο άνοιξε τα χέρια του, τραγουδούσε·
οι Βρύσες ξαναζωντάνεψαν·
τα μάτια πήραν πάλι φως.
Δόξα σοι ο Θεός!

Άλλη μια μέρα πέρασε.
Κι ένα δάκρυ κύλησε — μα ήταν πια ροδόσταμο.
Σηκώνω τα όνειρά μου, σηκώνω το κουφάρι μου·
έρχομαι να τα θάψω και ν’ αναστηθώ στα χώματά σου, Μάνα Κρήτη.
Ζω την Ανάστασή μου — σ' όλη τη διάρκεια της ζωής,
γίνομαι ασκητής·
νηστεύουν τα μάτια μου, κουφαίνει τ' αυτί μου, φυλάγεται ο νους.

Κι όλα μαζί,
ριγμένα στης Κρήτης τη λυτρωτική κολυμπήθρα,
ξαναπαίρνουν ζωή.

Δεν αντέχω άλλο μακριά σου —
Έρχομαι!

Και στο ριζάρι του πλατάνου, εκεί που γεννήθηκε και φούντωσε το αίμα μου,
εκεί θέλω να σταθώ·
να πιω μια ρακί — μονάχα μια! —
κι ύστερα να σου ψιθυρίσω,
σαν τελευταία δέηση,
τα λόγια του Παλαμά:

«Πώς ήμουν και πώς έγινα — δικό σου είναι το θαύμα...»


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: