Μια φορά και έναν καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Η 1η Οκτωβρίου -τω καιρώ εκείνω- ήταν μια ιδιαζόντως αποφράς ημέρα για μικρούς και μεγάλους. Και για μεν τους μικρούς, ήταν η μέρα που αποχαιρετούσαν το ρεμπελιό γιατί τότε, από την πρώτη Οκτωβρίου άρχιζε το «σχολικόν έτος» που διαρκούσε μέχρι τέλους Ιουνίου οπότε και έκλεινε με τις καθιερωμένες αθλητικές επιδείξεις. Αλλά και για τους μεγάλους, γονείς και κηδεμόνες ήταν το ίδιο απεχθής ημερομηνία διότι έπρεπε να «βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη», που λένε και οι τηλεπερσόνες, για ν' αγοράσουν τα βιβλία και τα λοιπά σχολικά εφόδια με τα οποία τα βλαστάρια τους θα εκπορθούσαν τα οχυρά της γνώσης.
Και να ήταν μονάχα αυτά, χαλάλι. Έχουν βλέπεις το χούι τα άτιμα, χρόνο με τον χρόνο, να μεγαλώνουν. Τα «κανιά» τους κατά τη σχετική διαφήμιση μακραίνουν και βγάζουν μαύρες πυκνές τρίχες που ξεπροβάλλουν από τα κοντά πανταλονάκια τους. Οι θυγατέρες τους πάλι στρογγυλεύουν σε… αμαρτωλά σημεία και πρέπει να καμουφλαριστούν δεόντως με καινούριες φαρδιές μπλε ποδιές, για να μην προκαλούν τους αραχτούς στα καφενεία μερακλήδες. Και όλα αυτά απαιτούν ζεστό χρήμα που τις πιο πολλές φορές δεν υπάρχει και πρέπει να γίνουν ένα σωρό κομπίνες για να βρεθεί… Τυχεροί όσοι έχουν δύο παιδιά όπου προνομιούχοι είναι οι πρωτότοκοι που απολαμβάνουν τα καινούργια βιβλία και τα καινούργια ρούχα, ενώ οι Βενιαμίν είναι καταδικασμένοι να τη βγάζουν μια ζωή με αποφόρια.
Όσο ο Σεπτέμβριος πηγαίνει προς το τέλος του, όσο ο Οκτώβριος πλησιάζει, μια κατήφεια κατατρέχει παιδιά και εφήβους, βλέποντας πως η αντίστροφη μέτρηση προς τα θρανία έχει αρχίσει. Τα μπάνια βέβαια και τα μακροβούτια τα έχουν αποχαιρετήσει από μέρες, καθώς μαύρα σύννεφα κάλυψαν τον έως χθες καυτερό ήλιο, και κάποια πρωτοβρόχια νότισαν το χώμα κάνοντάς το να μυρίζει τόσο όμορφα, ενώ η ημέρα συνεχώς μικραίνει. Υπήρχε όμως ακόμη η «αλάνα» για συνέχιση της καλοκαιρινής ξενοιασιάς. Η μπάλα για τους μεγαλύτερους, οι μπίλιες, οι γκαζές και οι «αμάδες» για τους μικρότερους, μαζί με τα «χαρτάκια», δηλαδή το πάνω μέρος από τα πακέτα των τσιγάρων που είχαν συναλλακτική αξία. Αλλά και τα θηλυκά, με το σχοινάκι και το κουτσό, πάλιν στο ύπαιθρο παίζανε, και τώρα θα καταδικάζονταν να τρώνε τη ζωή τους μέσα στο δωμάτιο μπροστά σ' ένα βιβλίο και σ' ένα τετράδιο προσπαθώντας ν' αποστηθίσουν ότι «ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ουδέ παγάν λαλέουσαν…». Να τρελαίνεσαι δηλαδή και να βλαστημάς όλους τους Φοίβους της γης. Κι από πάνω να 'χεις τον έλεγχο της μάνας σου αν έγραψες και διάβασες τα μαθήματά σου. Να 'χεις και τον πατέρα σου να θέλει σώνει και καλά να του λύσεις πέντ' έξι προβλήματα αριθμητικής έτσι σαν πασατέμπος για να περνά η ώρα. Προσωπικά ήμουν σε απείρως χειρότερη κατάσταση με το τέλος των διακοπών, επειδή στο σχολείο όπου με έστελναν κάποιοι καθηγητές ήσαν απευθείας απόγονοι των ισπανών ιεροεξεταστών και είχαν δώσει όρκο βαρύ να μη μας αφήσουν να περάσουμε ανέμελο καλοκαίρι. Μας φόρτωναν με ένα κάρο γραπτά μαθήματα που οφείλαμε να προσκομίσομε κατά την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς. Και κυνήγαγα ο φουκαράς αχινούς στα βραχάκια της Βουλιαγμένης ή σκαρφάλωνα στα πεύκα να πιάσω χρυσόμυγες και τζιτζίκια με μουσική υπόκρουση το γρυ-γρυ της μάνας μου να «γράψω τα μαθήματά μου»… Τελικά, σαν ευσυνείδητος γυμνασιόπαις την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, στρωνόμουν το βράδυ της 30ής Σεπτεμβρίου και μουτζούρωνα «αθώα λευκά χαρτιά», αν και ήξερα πως θα στραβομουτσούνιαζε ο «φλάρος» μόλις έπιανε το τετράδιό μου στα χέρια του.
Και ξημέρωνε η πρώτη του Οκτώβρη και γέμιζαν οι δρόμοι με τα τιτιβίσματα των κοριτσιών μες στις γαλάζιες ποδιές τους και το λευκό γιακαδάκι τους, το επιμελώς με μπόλικη κόλλα σιδερωμένο από τη μια, και οι σαχλαμαρίζοντες δασύτριχοι φερέλπιδες νέοι από την άλλη, που με το πηλήκιο στο κεφάλι πήγαιναν να μάθουν γράμματα κλωτσώντας με μανία όποιο κονσερβοκούτι λάχαινε στο διάβα τους. Πανηγύρι είχαν τα βιβλιοπωλεία στο κέντρο της Αθήνας. Ο Σιδέρης, η Βασιλείου, ο Δημητράκος, οι Τζάκας και Δελαγραμμάτικας, και τόσοι άλλοι, έβλεπαν τα μαγαζιά τους γεμάτα αγοραστές. Σωρός τα φρεσκοτυπωμένα βιβλία, άλλα του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, του ΟΕΣΒ, όπως τα «Νεοελληνικά αναγνώσματα», που ήσαν υποχρεωτικά για όλα τα σχολεία, αλλά και πληθώρα από βοηθητικά, όπου ο κάθε γυμνασιάρχης επέλεγε εκείνα που θεωρούσε προσφορότερα για τη διδασκαλία. Όλα δε κόστιζαν πανάκριβα. Ολόκληρη περιουσία. Για τους «μη έχοντας» διέξοδο αποτελούσαν τα μεταχειρισμένα που πουλούσαν διάφορα ειδικευμένα στο «μεταχειρισμένο» βιβλιοπωλεία και τα «υπαίθρια» στην αρχή της οδού Ασκληπιού, όπου υπήρχε επί πολλά χρόνια κι ένα ουρητήριο από λαμαρίνα παρισινού στυλ… Η τιμή του μεταχειρισμένου εκυμαίνετο στο 25% της αξίας του όταν το αγόραζε ο βλοσυρός βιβλιοπώλης και στο 50% όταν το πουλούσε. Τώρα όμως ήταν χαμογελαστός... Αμέτρητοι είναι οι μαθηταί που τον επισκεφθήκανε προσεκτικά, μην τους πάρει κανένα μάτι πως κάνανε «κοπάνα», και πούλησαν τα βιβλία τους για να εξασφαλίσουν το εισιτήριο για το «Ροζικλαίρ», το «Αθηναϊκόν» ή την «Αλάσκα», που έπαιζαν δύο έργα από δεκάτης πρωινής. Μεγάλες πιένες εκείνες τις μέρες είχαν και τα χαρτοπωλεία. Ο «Προμηθέας», ο Αλικιώτης, ο Αλευράς και ο πολύ ντιστενγκέ Καργιωτάκης συγκέντρωναν το «ανφάν γκατέ» του μαθητόκοσμου. Φυσικά, μαζί με τα κάθε λογής τετράδια, και τις μπλε κόλλες με τις σχετικές ετικέτες για το αποκαλούμενο από τις μανάδες «καπλάντισμα», το ντύσιμο δηλαδή τετραδίων και βιβλίων, απαραίτητες ήσαν και οι ξύλινες κασετίνες. Μονώροφες οι φτωχικές, διώροφες οι αριστοκράτισσες, με το λιλιπούτειο κλειδάκι, όπου το συρόμενο καπάκι, επέτρεπε στον άνω όροφο να περιστραφεί περί τον εαυτό του και ν' αποκαλύψει τα ενδότερα, όπου φυλάσσονταν ο κονδυλοφόρος και τα χρωματιστά κραγιόνια. Αγοράζονταν επίσης στυπόχαρτα και πένες, «Χ» για το μάθημα καλλιγραφίας και «καμπουρίτσα» για την αντιγραφή. Κοντά τους υπήρχε και η σαφώς καλύτερη αλλ' ακριβότερη «Iridinoid». Κυκλοφορούσαν παράλληλα και κάτι μελανοδοχεία ασφαλείας που όσο κι αν τα αναποδογύριζες δεν χυνόταν το μελάνι, που κι αυτό το προμηθευόσουνα ταυτόχρονα. Βασικό αντικείμενο στον εξοπλισμό του μαθητού ήταν η «σάκα», ο χαρτοφύλακας. Εάν δεν είχε ο πατέρας κάποιον… παροπλισμένο στο πατάρι, που με λίγο συμμάζεμα στον τσαγκάρη της γειτονιάς θ' ακολουθούσε τον νόμο της διαδοχής, έπρεπε ν' αγορασθεί καινούργιος εντός του οικονομικά εφικτού. Για τους «λούμπεν» προσφέρονταν φτηνότερη λύση: Δύο λεπτά δερμάτινα λουριά, συνδεδεμένα μεταξύ τους με ένα… κομψό χερούλι, με τα οποία έδενες τετράδια και βιβλία και τα μετέφερες νοικοκυρεμένα σαν άρχοντας...
Το «Σχολικόν έτος» 1940-1941 διέκοψαν βιαίως οι σειρήνες την αυγή της 28ης Οκτωβρίου…
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=70690&colid=64&dt=2011-10-02%200:0:0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου