Translate -TRANSLATE -

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Τσαρλς Ντίκενς - Χριστουγεννιάτικη Ιστορία


Τσαρλς Ντίκενς 
Χριστουγεννιάτικη Ιστορία



ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ
Παραμον Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω π᾿ τ γραφεο του, μπενέζερ Σκροτζ δούλευε σταμάτητα. Τ δωμάτιο ταν μλλον κρύο, γιατί τ λιγοστ κάρβουνα στ σόμπα δν ζέσταιναν ρκετά. χι χι λειπαν το Σκροτζ τ χρήματα γι ν᾿ γοράσει περισσότερα κάρβουνα. λλ μπενέζερ Σκροτζ ταν νας φοβερς τσιγκούνης! Στ διπλαν δωμάτιο, χωρς θερμάστρα, ργαζόταν Μπμπ Κράτσιτ, κλητήρας του, πο τρεμε λόκληρος π τν παγωνιά. Ξαφνικ πόρτα νοιξε κι νας χαμογελαστς ντρας μπκε στ γραφεο.
«Θεε, Καλ Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρ κι νάποδα...» γκρίνιαξε Σκροτζ.
«Θεε μου, μ μουτρώνεις. ρθα ν σ καλέσω γι τ μεσημέρι», επε Φρέντ, νιψιός του.
λλ Σκροτζ ρνήθηκε τν πρόσκληση. Ποτέ του δν γιόρταζε τ Χριστούγεννα. Τ θεωροσε χάσιμο χρόνου. μως πάντηση το Σκροτζ δ χάλασε τ κέφι το Φρέντ. φυγε χαμογελαστός, φο προηγουμένως ντάλλαξε εχς μ τν Μπμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτ ργότερα χτύπησαν τν πόρτα. πάλληλος τρεξε ν᾿ νοίξει. Παρουσιάστηκαν δυ κύριοι.
«δ εναι ταιρεία Σκροτζ κα Μάρλεϊ;» ρώτησε πρτος.
« συνέταιρός μου, Μάρλεϊ, πέθανε σν πόψε πρν π φτ χρόνια», το πάντησε ψυχρ Σκροτζ.
«Τ συλλυπητήρια μου», επε δεύτερος.
«μες κάνουμε ρανο γι τος φτωχούς. Αριο, πο ξημερώνει μέρα χαρς, πάρχουν, δυστυχς, νθρωποι πο ποφέρουν π τ κρύο κα τν πείνα. Μπορομε ν χουμε τ συνδρομή σας;».
γέρο-σπαγκοραμμένος δν εχε σκοπ ν ξοδέψει οτε μία πένα γι ν βοηθήσει τος συνανθρώπους του κα πάντησε ρνητικ στος δυ πισκέπτες.
κενοι φυγαν πογοητευμένοι, χωρς ν τν πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. ρθε ρα ν κλείσει τ γραφεο. Σκροτζ φόρεσε τ παλτ κα τ καπέλο του κα πρε στ χέρι τ μπαστούνι του. Μ τ σειρά του, Μπμπ Κράτσιτ τοιμάστηκε κι ατς ν φύγει.
«ποθέτω τι δν θέλεις ν δουλέψεις αριο», το επε Σκροτζ μ δυσφορία. Μπμπ κούνησε καταφατικ τ κεφάλι.
«--ν δ σς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκροτζ», τραύλιζε καημένος Μπόμπ.
«Δ μο ρέσει ν σ πληρώνω ταν δν ργάζεσαι», τν διέκοψε Σκροτζ. «Πάντως, μεθαύριο θ πιάσεις π νωρς δουλειά!».
Μπμπ τν εχαρίστησε κι τρεξε ξω ν βρε κάτι παιδάκια πο διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στν παγωμένο δρόμο.
διαφορώντας γι τ γιορταστικ τμόσφαιρα, Σκροτζ φαγε, πως συνήθως, μόνος του σ μι γειτονικ ταβέρνα.
πειτα, τράβηξε γι τ σπίτι του. Τ κτίριο που μενε βρισκόταν στν κρη νς στενο κα σκοτεινο δρόμου. Τ παλι κα φθαρμένο διαμέρισμα νκε κάποτε στ συνέταιρό του, τν Τζκ Μάρλεϊ.
Σκροτζ βγαλε τ κλειδ γι ν ξεκλειδώσει τν ξώπορτα. Τ ρόπτρο, ν κα μεγάλο, δν εχε τίποτα τ διαίτερα μορφο πάνω του. Κι μως, κείνη τ βραδι μοιαζε λουσμένο σ᾿ να πόκοσμο φς. Σκροτζ, πραξενεμένος, σκυψε ν ξετάσει καλύτερα... κα τότε ντίκρισε τ πρόσωπο το Μάρλεϊ ν τν κοιτάζει!.. Τν πόμενη στιγμ μως ξανάγινε να κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος Σκροτζ μπκε στ διαμέρισμα, μαντάλωσε τν πόρτα πίσω του κα προχώρησε στ σάλα.
Στ συνέχεια, βγαλε τ παλτό του, φόρεσε τς παντόφλες του κα κάθησε μπροστ στ τζάκι. Πάνω στ σχάρα τρεμόσβηναν λίγες δύναμες φλόγες. Ξαφνικά, π᾿ τ μερι τς ποθήκης κουσε ν σέρνονται βαρις λυσίδες. Μέσα π τν κλειστ πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκι καί, αωρούμενη, ρθε κα στάθηκε στ μέση του δωματίου. Τούτη τ φορ δν πρχε καμι μφιβολία. ταν τ φάντασμα το παλιο συνεταίρου το Σκροτζ, πο εχε πεθάνει κριβς πρν φτ χρόνια. γέρος δν μποροσε ν πιστέψει στ μάτια του.
«Ποις εσαι;» ψιθύρισε.
«Ποις μουν!» τν διόρθωσε τ φάντασμα. «μουν Τζκ Μάρλεϊ, συνέταιρός σου. Δ μ θυμσαι;».
Τ φάντασμα το Μάρλεϊ κάθησε στν γαπημένη του πολυθρόνα. Σκροτζ, πο κόντευε ν λιποθυμήσει π τ φόβο του, τν ρώτησε κετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις ατς τς λυσίδες;» τν ρώτησε τ φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους ντιπροσωπεύει κα μία σχημη κουβέντα τς ζως μου. σο γι τ βαρι χρηματοκιβώτια πο σέρνω; Εναι τ πλούτη πο συγκέντρωσα κα δν τ χρησιμοποίησα σωστά. λα ατ θέλω ν τ σκεφτες σοβαρ κα ν δες κα τ δική σου ζω λλις, Σκροτζ!». Τ φάντασμα σώπασε γι λίγο κι στερα συνέχισε:
«ρθα ν σ προειδοποιήσω. χεις κόμη μι εκαιρία ν γλιτώσεις π τ δική μου μοίρα, θ ρθουν τρία πνεύματα. Τ πρτο θ σ πισκεφθε πόψε, στ μία μετ τ μεσάνυχτα. Τ δεύτερο αριο, τν δια ρα. Κα τ τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει τ ρολόι δώδεκα. Ατ εναι τελευταία σου λπίδα!..».
Κα μ τ λόγια ατ Μάρλεϊ ξαναέφυγε γι ν συναντήσει τ λλα φαντάσματα πο περιπλανιονται σταμάτητα στς μίχλες τς αωνιότητας. ξαντλημένος Σκροτζ, πεσε χωρς ν γδυθε στ κρεβάτι του κι ποκοιμήθηκε μέσως.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
ταν κόμη σκοτάδι ταν ξύπνησε Σκροτζ. Νόμισε πς τ ρολόι εχε σταματήσει, θυμόταν τι πεσε ν κοιμηθε μετ τς δυό. Τ ρολόι χτύπησε μία κριβς.
μέσως, μι λάμψη δυνατ πλημμύρισε τν κρεβατοκάμαρα. Σκροτζ νασηκώθηκε κα τότε εδε μπρός του μι περίεργη πτασία. Εχε τ νάστημα, τ πρόσωπο, τ χέρια νς μικρο παιδιο, λλ τ μαλλιά της ταν λόλευκα πως νς γέρου. π τν μο, πάνω π τ λευκό, κοντ χιτώνιό της, κρεμόταν μι γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο το χειμνα.
«Μ φοβσαι», το επε πτασία. «Εμαι τ Χριστουγεννιάτικο Πνεμα το Παρελθόντος κι ρθα ν σ βοηθήσω».
Πρε τν Σκροτζ π τ χέρι κα τν δήγησε στ παράθυρο.
Σκροτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, λλ τ Πνεμα τν νθάρρυνε ν πετάξει μαζί του πάνω π στέγες κα γρούς. Κι ταν πρω ταν φτασαν σ μία μικρ παρχιακ πόλη.
«Μά, δ πέρασα τ παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος Σκροτζ.
«, τότε, θ ξέρεις τ δρόμο γι ν ρθεις δ», τν ρώτησε τ Πνεμα.
«θ μποροσα ν τν βρ μ κλειστ μάτια», πάντησε κενος.
«Κι μως, δείχνεις σν ν χεις ξεχάσει κόμη κα τν παρξη ατο το τόπου», παρατήρησε αστηρ τ Πνεμα.
στερα βάδισαν πάνω στ χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. γρότες μ τς μαξες, παιδι μ τ᾿ λογάκια τους. Σκροτζ τος θυμόταν λους. Τος φώναξε μάλιστα μ τ νόματά τους. λλ κανες δν το πάντησε!
«Εναι μόνο σκιές», το ξήγησε τ Πνεμα, «δν μς βλέπουν».
Σκροτζ χάρηκε πολ πο ξαναεδε φίλους κα γνωστος π τ νιτα του. Κα τούτη χαρ ταν πρωτόγνωρη γι᾿ ατόν. Σ λίγο, ο δυ ταξιδιτες φτασαν σ᾿ να χωριουδάκι. Μπκαν σ᾿ να μεγάλο κτίριο χτισμένο π τοβλα. Στ σωτερικ ντίκρισαν σειρς θρανία. ταν σχολεο μ οκότροφους μαθητές, πο σπούδαζαν μακρι π τς οκογένειές τους.
Σ κάποιο θρανίο, να μοναχικ γόρι, καθόταν κα διάβαζε. Κατ τρόπο μαγικό, ο ρωες το βιβλίου πρόβαλαν μπρς στ παιδ - λ Μπαμπ μ τν νατολίτικη φορεσιά του, Ροβινσν Κροσος μ τν παπαγάλο του στν μο, κι λλοι πολλοί. Στν ρχ Σκροτζ νθουσιάστηκε βλέποντας τος ρωες τν σχολικν του χρόνων. πειτα, μως, κατάλαβε. Τ μοναχικ γόρι, μ μοναδικ παρέα τ βιβλία, ταν αυτός του. Κάθησε, τότε, σ᾿ να θρανίο κα κλαψε πικρά.
«Πμε τώρα ν πισκεφτομε κάποια λλα Χριστούγεννα», το πρότεινε τ Πνεμα.
Καθς μιλοσε, παρατήρησε τι τ παιδ μεγάλωσε κι γινε φηβος. Σκροτζ ξερε πολ καλ τι νεαρς ταν πάλι μόνος. Ο λλοι μαθητς θ πέστρεφαν στ σπίτια τους γι τς διακοπές.
Ξαφνικά, πόρτα νοιξε. Μι νέα κα μορφη κοπέλα μπκε τρέχοντας στν αθουσα. ρθε κα τν γκάλιασε.
«δελφούλη μου», το φώναξε. «ρθα ν σ πάρω. Θ πμε στ σπίτι ν γιορτάσουμε τ Χριστούγεννα!».
«Στ σπίτι, Φάντ;» ρώτησε νεαρς Σκροτζ.
«Ναί, ζήτησα π τν πατέρα ν σ᾿ φήσει ν ξαναγυρίσεις γι πάντα στ σπίτι. Συμφώνησε. Δ θ ξαναπς σωτερικς στ σχολεο!», το ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Εναι πολ γλυκι μ χρυσή, μ χρυσ καρδιά», σχολίασε τ Πνεμα. «Νομίζω τι πέθανε νέα, πάνω στ γέννα!».
«Ναί...» πάντησε σκεφτικς Σκροτζ.
Βγκαν π τ σχολεο κα περιπλανήθηκαν στος δρόμους. Ο βιτρίνες τν καταστημάτων ταν στολισμένες γι τ Χριστούγεννα. Τ Πνεμα στάθηκε μπρς σ᾿ να κατάστημα κα ρώτησε τν Σκροτζ ν τ ναγνωρίζει. κενος κούνησε τ κεφάλι κα επε: «δ πρωτοεργάστηκα σν μαθητευόμενος!».
Μπκαν μέσα. νας λικιωμένος κύριος καθόταν στ γραφεο.
«Ατς εναι γερό-Φέζιβικ!.. γερό-Φέζιβικ ναστημένος!..» φώναξε μ᾿ νθουσιασμ Σκροτζ.
κείνη τ στιγμή, νεαρς Σκροτζ κι νας λλος μαθητευόμενος μπκαν στν αθουσα.
«Μαζέψτε τα λα», τος επε Φέζιβικ, «ν τοιμάσουμε τ γιορτή!».
Ο μαθητευόμενοι δν περίμεναν ν τ κούσουν δεύτερη φορά. Πρν προλάβει γέρο-Σκροτζ ν᾿ νοιγοκλείσει τ μάτια, λα ταν καθαρ κα τακτοποιημένα. Σ λίγο ρχισαν ν καταφθάνουν ο καλεσμένοι. γιορτ εχε ργανωθε γι λους τος παλλήλους το Φέζιβικ.
Σύντομα μουσικ κα χορς ναψαν τ κέφι γι τ καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα κα ποτά. ταν πι ργ ταν ξεκίνησαν ν φύγουν ο καλεσμένοι. κύριος κα κυρία Φέζιβικ σφιξαν τ χέρια λων κα τος εχήθηκαν «Καλ Χριστούγεννα!». σφιξαν τ χέρια κόμη κα τν νεαρν μαθητευομένων πρν πνε στ κρεβάτια τος στ πίσω μέρος το καταστήματος. γέρο-Σκροτζ δειχνε ξετρελαμένος καθς παρακολουθοσε ατ τ σκηνή. νιωθε τόση χαρά, λς κα συμμετεχε πραγματικ στ γιορτή. ργ τ νύχτα τ Πνεμα κα Σκροτζ κουσαν τος μαθητευομένους ν κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στ κρεβάτια τους. Παίνευαν τ γέρο-Φέζιβικ κα τν εγνωμονοσαν γι τν ραία γιορτ πο τος τοίμασε.
«Κα το κόστισε μόνο τρες τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως ερωνικ τ Πνεμα. «ξοδο πο ξιζε τν κόπο!». «Τ κόστος δν ταν λικό», διαμαρτυρήθηκε Σκροτζ. «νεξάρτητα π τ χρήματα, γιορτ θ εχε πιτυχία γιατί Φέζιβικ ταν καλς νθρωπος κα πάντοτε κτινοβολοσε χαρ κι ετυχία!».
Ξαφνικ Σκροτζ κοψε τν κουβέντα του πότομα.
«Τί σο συμβαίνει;» τν ρώτησε τ Πνεμα. «Μήπως γινε κάτι πο σ τάραξε;».
«χι, τίποτα... Νά, θ θελα μόνο ν χω πε κάτι στν κλητήρα μου».
σκην λλαξε. Τώρα Σκροτζ ταν πλέον ριμος ντρας. Κα μία νέα γυναίκα γκατέλειπε τ σπίτι. κλαιγε καημένη, βουβά. Γύρισε κα το επε:
«Κάποτε μασταν φτωχο λλ ετυχισμένοι. Τώρα σ κυβερν τ πάθος σου γι τ χρμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δν λλαξε», διαμαρτυρήθηκε Σκροτζ.
«γ μεινα δια. σ μως λλαξες. Δν μπορ ν σ παντρευτ. Σο εχομαι κάθε ετυχία στ σταδιοδρομία πο διάλεξες».
Κα μ τ λόγια ατ γυναίκα βγκε στ δρόμο, ν ντρας δ δοκίμασε ν τ σταματήσει.
«Πνεμα», φώναξε γέρο-Σκροτζ, «σταμάτα ν μ βασανίζεις, θέλω ν γυρίσω στ σπίτι. Δν ντέχω τς δυσάρεστες ναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμ πέρασαν χρόνια. Κα ξαναεδαν τ νέα γυναίκα. Τώρα γελοσε τρισευτυχισμένη με τν κόρη της. Σ διαφορετικς περιστάσεις θ μποροσε ν εναι τ παιδ το Σκροτζ. πατέρας μπκε στ δωμάτιο. μικρ τρεξε κα τν φίλησε. γκαλιάστηκαν κα ο τρες μπρς στ ναμμένο τζάκι.
«Δν τ ντέχω», μούγκρισε γερο-Σκροτζ μ φων σπασμένη. Κα στράφηκε πελπισμένος πρς τ Πνεμα, πο μέσα στν λοφώτεινη νταύγεια το μοιαζε σν ν ερωνεύεται τν πελπισία του. Σ λίγο πτασία το Πνεύματος ρχισε ν᾿ πομακρύνεται κα ν σβήνει σιγ-σιγά, μέχρι πο ξαφανίστηκε τελείως. Σκροτζ νιωσε φάνταστα κουρασμένος. Τ μάτια το βάρυναν. Ξαναγύρισε στν κρεβατοκάμαρά του. Μόλις πο πρόλαβε ν ξαπλώσει στ κρεβάτι κι πεσε σ πνο βαθύ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ
ταν ξύπνησε Σκροτζ, τ ρολόι χτυποσε μία. Μι κατακόκκινη λάμψη ρχόταν π᾿ τ σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τ ρόμπα του κα πγε ν δε τί συμβαίνει. σάλα εχε μεταμορφωθε! π τ πάτωμα ς τ ταβάνι ταν στολισμένη μ κισσό, λιόπρινο κα ξό. Στ τζάκι καιγε μία ζωηρ φωτι κα στ γωνι ψωνόταν νας τεράστιος σωρς π φαγητ-γαλοπολες, χνες, πατάτες, μλα, καρύδια - ν πάνω στν κορυφ καθόταν χαμογελαστς νας γίγαντας μ᾿ να δαυλ ναμμένο στ ριστερό του χέρι.
«Εμαι τ Χριστουγεννιάτικο Πνεμα το Παρόντος», το φώναξε φιλικά. «λα!». Σκροτζ παρατήρησε τ Πνεμα. ταν ντυμένο μ᾿ να μακρ λευκ χιτώνα. Κα πάνω στ μακρι μαρα του μαλλι φοροσε να στεφάνι π λιόπρινο.
«Πήγαινε μ που θέλεις», ξερόβηξε Σκροτζ. «Πρα δη μερικ μαθήματα π᾿ τ συνάδελφό σου. Εμαι τοιμος ν παρακολουθήσω κα τ δικά σου».
«Τότε πιάσου π τν ποδόγυρο το χιτνα μου», πάντησε γίγαντας.
χαρούμενη σάλα, διακόσμηση, τ φαγητά, λα ξαφανίστηκαν.
Βρέθηκαν ξω π τ σπίτι το παλλήλου του, το Μπμπ Κράτσιτ κα κοίταξαν π τ παράθυρο. κυρία Κράτσιτ κα ο τρες κόρες της φοροσαν παλι φθαρμένα φορέματα, στολισμένα μως μ κορδέλες γι τ γιορτή, κα κάθονταν στ τραπέζι. Ξαφνικά, μπκαν τρέχοντας δυ γοράκια.
«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολ π τ δρόμο!» φώναξαν μ νθουσιασμό. Πίσω τος ρχόταν πατέρας τους. Στος μους του κουβαλοσε τ μικρότερο γιό του, τν Τίμ. Τν πέθεσε προσεκτικ στ πάτωμα. Τ παιδ ταν ρρωστο κα βάδιζε μ δεκανίκι.
Κάθησαν λοι στ γιορτιν τραπέζι. μικρ γαλοπούλα μοιράστηκε πολ προσεκτικ στε ν φτάσει γι λους. Πάντως σκην ταν χαρούμενη. Ο δυ γονες πρόσεχαν διαίτερα τν νάπηρο Τίμ. να χαμόγελο φώτισε τ χλωμό του προσωπάκι.
«Πνεμα», ρώτησε μ ξαφνικ νδιαφέρον Σκροτζ, « μικρς Τμ θά... ζήσει κόμη γι πολύ;».
«Χμμ... τν περιβάλλουν σκιές. ν τ μέλλον δν τς μεταβάλει, τ παιδάκι θ πεθάνει! λλ σένα τί σ νοιάζει; να στόμα λιγότερο σ τοτο τν πυκνοκατοικημένο κόσμο. τσι δν εναι;».
Σκροτζ τότε θυμήθηκε τι διος εχε παναλάβει πολλς φορς ατ τ φράση. Κα κατέβασε τ κεφάλι ντροπιασμένος.
Ξαφνικά, χωρς τ Πνεμα ν προσθέσει λλη λέξη, βρέθηκαν στ σπίτι το νιψιο του. « θεος Σκροτζ μς θεωρε τρελος πο γιορτάζουμε τ Χριστούγεννα. Κι τσι, ρνήθηκε ν φάει μαζί μας σήμερα», επε Φρέντ.
«Τί παίσιος νθρωπος», ναστέναξε γυναίκα του ποτιμητικ κα ο καλεσμένοι κούνησαν τ κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. λλ Φρντ πρόσθεσε πικραμένος: «γώ, πάντως, λυπμαι ελικριν πο θεος χασε μία εκαιρία ν χαρε. Κα τώρα, παρ᾿ λο πο δ βρίσκεται μαζί μας, θ θελα ν το κφράσω τς καλύτερες εχές μου». Κι μέσως σήκωσε τ ποτήρι κα πιε στν γει το θείου του.
Γρήγορα μως χαρούμενη μήγυρη ξέχασε τν Σκροτζ. παιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν μ παντομίμα. Σκροτζ, πο τόσο το ρεσε ατ τ παιχνίδι, συμμετεχε λο χαρά, ξεχνώντας τι κανες δν μποροσε ν τν δε ν τν κούσει. Τ Πνεμα τν παρακολουθοσε κι μοιαζε ν τ γλεντάει μαζί του. λλ σύντομα ρθε ρα ν φύγουν. «χουμε ν πισκεφτομε πολλ μέρη κόμη σπου ν περάσει νύχτα», επε τ Πνεμα.
Κα δήγησε τν Σκροτζ ξω π τ σπίτι. Περπάτησαν μέσα στ κρύο κα στ χιονόνερο, σ βρωμερ στεν κα δρομάκια περίεργα, κι κόμη κάτω π τς σκοτεινς γέφυρες τς πόλης. κε Σκροτζ εδε δυστυχισμένους νθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτ νας πάνω στν λλον, προσπαθοσαν ν ζεσταθον. νάμεσα τος τριγύριζαν παιδάκια πο ζητιάνευαν φαγητ π᾿ τος περαστικούς. Κάπου μακριά, να ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Σκροτζ, τρομοκρατημένος π᾿ τν τόση θλιότητα, ναζήτησε τ γιγάντιο Πνεμα. λλ κενο εχε ξαφανιστε.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Σ λίγο, να λλο φάντασμα, τυλιγμένο στν μίχλη, προχώρησε ργ πρς τν Σκροτζ. Παρατήρησε τι τ Πνεμα ατ φοροσε μία τεράστια μαύρη κάπα κα μία κουκούλα πο το κρυβε ντελς τ πρόσωπο. Σκροτζ παραλίγο ν λιποθυμήσει π τν τρόμο του.
«θ πρέπει ν εσαι τ Χριστουγεννιάτικο Πνεμα το Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μο πιφυλάσσει τ μέλλον; σως ν᾿ λλάξω... Εμαι τοιμος ν σ κολουθήσω».
Παρ τ γενναα του λόγια, Σκροτζ φοβόταν τόσο πολ ατ τ φάντασμα, στε τ πόδια του ρχισαν ν τρέμουν. Δν μποροσε ν κάνει βμα. Τ Πνεμα παρέμεινε κίνητο περιμένοντας πομονετικ τν Σκροτζ μέχρι ν συνέλθει. πειτα κινήθηκε θόρυβα. Κα Σκροτζ τ κολούθησε σν ν τν τύλιξε κάπα το Πνεύματος, πο τν παρέσυρε στ γνωστο.
Κοσμοσυρρο κα χλαγωγία στ χρηματιστήριο. Τ Πνεμα μ τν Σκροτζ νάμεσα στος χρηματιστς κα στος μπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος π τ πλθος. «Χθς βράδυ, νομίζω», πάντησε νας λλος. «Δν πιστεύω ν πάτησε κανες στν κηδεία του», σχολίασε νας τρίτος. «πιτέλους ξεκουμπίστηκε... Τν σιχαίνονταν λοι!».
Σκροτζ νιωσε οκτο γι᾿ ατν πο μιλοσαν. ναρωτήθηκε γι ποι λόγο ν τν φερε τ Πνεμα σ τοτο τ μέρος. πειτα ναγνώρισε κάποιον λλο χρηματιστ στ συνηθισμένη του θέση. Μάταια μως ψαξε ν βρε κα τν αυτό του.
«σως», σκέφτηκε, « Σκροτζ το μέλλοντος θ παρατήσει τς συναλλαγς κα θ στραφε πρς λλες δραστηριότητες...».
Γύρισε ν ρωτήσει τ Πνεμα. λλ κενο ξακολουθοσε ν σωπαίνει. Σήκωσε μόνο τ χέρι κα δειξε μ τ μακρύ του δάχτυλο πρς κάποια κατεύθυνση. ταν καιρς ν συνεχίσουν τ ταξίδι τους. γέροντας νιωσε ν διαπερν τ ραχοκοκαλιά του κρύος δρώτας.
φτασαν σ μία κακόφημη γειτονι τς πόλης. Σκροτζ δν εχε ξαναπατήσει τ πόδι του κε. Στν κρη νς βρώμικου στενο βρισκόταν να θλιο καταγώγιο-φωλι λωποδυτν! Μέσα, τρες κλέφτες, νας ντρας κα δυ γυνακες, μ τρύπια ροχα, μοιράζονταν τ λεία τους. Ο πεταμένες πάνω στ πάτωμα κουρτίνες ταν διες μ᾿ κενες τς κρεβατοκάμαρας το Σκροτζ.
«Καλ πο κάναμε κα τ ρπάξαμε», κακάρισε μία γυναίκα. «τσι κι λλις, κανες δν πρόκειται ν νδιαφερθε γι τ πράγματά του», πρόσθεσε ντρας.
« τ γέρο-τσιγκούνη», βρισε λλη γυναίκα. «ν ταν ντάξει νθρωπος, κάποιος θ βρισκόταν δίπλα του τν ρα πο πέθαινε». Σκροτζ παρακολουθοσε ηδιασμένος τν κουβέντα τους. «Πνεμα», φώναξε. «Πμε ν φύγουμε, σ παρακαλ, π ατ τ παίσιο μέρος». λλ σιωπ το Πνεύματος το πάγωσε τ αμα.
«Πνεμα», κλαψούρισε Σκροτζ, «βοήθησέ με ν ξεχάσω τούτη τ θλιβερ σκηνή. Πήγαινέ με σ᾿ να μέρος που ο νθρωποι μιλον εγενικ γι τος νεκρούς...».
Τ Πνεμα τν δήγησε τότε σ δρόμους γνωστούς, πίσω στ σπίτι το Μπμπ Κράτσιτ. γυναίκα κα τ παιδιά του σαν λοι μαζεμένοι γύρω π τ φωτιά. μως τ φτωχικ δωμάτιο ταν παράξενα σιωπηλό.
«Δ θ ργήσει πατέρας σας», επε κυρία Κράτσιτ. «χει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», επε κάποιο π τ παιδιά. «Τοτες τς μέρες βαδίζει πι ργά».
«χ!» ναστέναξε να λλο. «ταν κουβαλοσε τν Τμ στος μους ρχόταν τρεχάτος γι τ σπίτι».
κείνη τ στιγμ Μπμπ Κράτσιτ μπκε στ σπίτι. Εχε τ μάτια κατακόκκινα σν ν εχε κλάψει. Χαιρέτησε μως τρυφερ να-να τ παιδιά του. πειτα επε: «Ποτ δν πρόκειται ν ξεχάσουμε τ μικρούλη μας τν Τίμ, τσι; νάμνηση το τς πομονς κα τς εγενείας του θ μς κρατήσει γι πάντα νωμένους!».
«Ναί! Ναί!» φώναξαν τ παιδιά. «, τότε, μ κάνετε ν νιώθω ετυχισμένος», πάντησε Μπμπ «πολ ετυχισμένος!».
γκαλιάστηκαν λοι. Κα δάκρυα γέμισαν τ μάτια το Σκροτζ.
«Πνεμα», επε Σκροτζ, «σ λίγο θ χωρίσουμε. Δ θ μο ξηγήσεις τ νόημα λων ατν; θ θελα ν δ κα τ δική μου πορεία στ μέλλον».
Ξαναβγκαν στ δρόμο κα προχωρώντας, βρέθηκαν ξω π τ γραφεο το Σκροτζ. Τ Πνεμα δν εχε πρόθεση ν σταματήσει. Τ μακρύ του δάχτυλο δειχνε μπρός.
«Σ παρακαλ, φησε μ μία στιγμ ν δ πς θ εμαι στ μέλλον», κέτευσε Σκροτζ. Τ Πνεμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Σκροτζ κοίταξε π τ παράθυρο. ναγνώρισε τ γραφεο του, λλ πίπλωση δν ταν πλέον δική του κα νθρωπος πο καθόταν στν πολυθρόνα δν ταν Σκροτζ! Τ Πνεμα, μίλητο πάντα, προχώρησε. Σκροτζ κολούθησε τ βήματά του. Μετ π λίγο φτασαν σ μία καγκελόπορτα. Σκροτζ γούρλωσε τ μάτια. ταν τ νεκροταφεο. Τ Πνεμα πγε κα στάθηκε μπρς π ναν τάφο. Σκροτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στν ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο τ νομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μά, τότε, στ χρηματιστήριο θ πρέπει ν μιλοσαν γι μένα», κλαψούρισε, «κα ο κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, τ δικό μου σπίτι!».

«Πνεμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δν θέλω ν τελειώσει τσι ζωή μου. Μπορ... θέλω ν τν λλάξω. Τ μαθήματα τν τριν πνευμάτων δν θ πνε χαμένα. Μπορες ν λλάξεις τ μέλλον μου;».
Πάνω στν γωνία το Σκροτζ γκάλιασε τ Πνεμα π τ μέση. λλ κάπα ταν δεια -τ Πνεμα γινε τμός- κα Σκροτζ γκάλιαζε στν πραγματικότητα τ κάγκελο το κρεβατιο του! Ναί, το δικο του κρεβατιο! Βρισκόταν πάλι στν κρεβατοκάμαρά του. νακουφισμένος π τν γωνία, κλαίγοντας κα γελώντας, τρεξε ν γγίξει τς κουρτίνες. ταν κε, στ συνηθισμένη τος θέση. Βάλθηκε ν χοροπηδ σ᾿ λο τ σπίτι γεμάτος ετυχία. λα ταν στ θέση τους! Τίποτα δν εχε λλάξει! Κα τ μεγάλη του χαρ διέκοψαν μόνο ο καμπάνες τν κκλησιν, πο χτυποσαν χαρούμενες σ᾿ λη τν πόλη.

ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ
Σκροτζ τρεξε κι νοιξε τ παράθυρο. λιος λαμπε. Τ κρύο ταν τσουχτερό, λλ τ πρωιν εχάριστο. «Τί μέρα εναι σήμερα;», ρώτησε να γόρι πο περνοσε πέξω. «Σήμερα χουμε Χριστούγεννα!».
« τότε, δν τ χασα», φώναξε Σκροτζ. «Τ πνεύματα καναν τ δουλει τος μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«γόρι μου», ξαναεπε στ παιδί. «Τρέξε, σ παρακαλ, στ χασάπη κα πές του ν μο φέρει τ μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θ σο χαρίσω να σελίνι, σως κα τρία, ν πιστρέψεις μέσα σ πέντε λεπτά».
Τ παιδ δ δίστασε στιγμή. τρεξε γρήγορα κα ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα μ τν κρεοπώλη, πο κουβαλοσε μία τεράστια γαλοπούλα.
«Θ τ στείλω στν Μπμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε Σκροτζ, «χωρς ν μάθει ποις το τ δώρισε».
Τ πουλ ταν τόσο βαρύ, στε Σκροτζ ναγκάστηκε ν καλέσει να μάξι γι ν τ μεταφέρει ς τ σπίτι το κλητρα του. Σκροτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε τ γοράκι, τ χασάπη κα τν μαξ. νιωθε πέροχα.
Σκροτζ κανε τ μπάνιο του, φόρεσε να καθαρ κοστούμι κα βγκε περίπατο. Βάδιζε μ τ χέρια σταυρωμένα στ ράχη, παρατηρώντας τος περαστικούς. λοι ταν χαρούμενοι. Μερικο το εχήθηκαν «Καλ Χριστούγεννα!». Σκροτζ μολόγησε τι ποτ δν εχε κούσει πι εχάριστα λόγια. Στ δρόμο συνάντησε ναν π τος δυ κυρίους πο τν προηγουμένη τν εχαν πισκεφθε γι ν το ζητήσουν τ βοήθειά του γι τος φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», το φώναξε «πς εστε;».
Κι ταν νθρωπος πλησίασε, Σκροτζ το ψιθύρισε κάτι στ ατί. κενος τν κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλτε σοβαρά, κύριε Σκροτζ;» φώναξε. «Μ εστε πολ γενναιόδωρος!». «Μ μ εχαριστετε», το πάντησε Σκροτζ. «Κάντε μόνο τν κόπο ν περάσετε μία π ατς τς μέρες, σο τ δυνατν πι σύντομα, π τ γραφεο μου. Θ εναι δική μου εχαρίστηση!».
Στ τέλος, Σκροτζ κατέληξε μπρς στ σπίτι το νιψιο του. Δίστασε γι λίγο στ κεφαλόσκαλο. λλ μετ πρε τν πόφαση κα χτύπησε τ κουδούνι. πηρέτρια το νοιξε τν πόρτα.
«Τ φεντικό σου εναι μέσα;» τ ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περστε. Κάθεται δη μ τ σύζυγό του κα τος καλεσμένους στ τραπέζι, θ σς δείξω...».
«Δ χρειάζεται, καλή μου», τς πάντησε Σκροτζ. «Γνωρίζω πολ καλ ατ τ σπιτάκι». νοιξε σιγαν τν πόρτα τς τραπεζαρίας κα χωσε τ κεφάλι μέσα.
«Φρέντ», ρώτησε, «μπορ ν περάσω;».
«Ποις εναι;» ρώτησε κπληκτος νιψις το Σκροτζ γυρνώντας τ κεφάλι του.
« θεος σου Σκροτζ», το πάντησε. «ρθα γι τ χριστουγεννιάτικο τραπέζι πο μ κάλεσες!».
Φρντ κα γυναίκα του χάρηκαν πολ πο τελικ Σκροτζ ποφάσισε ν τος κάνει τν τιμή. Κα γιορτ ξελίχτηκε θαυμάσια. Τ γεμα ταν νοστιμότατο. κολούθησαν μουσικ κα χορός. παιξαν διάφορα διασκεδαστικ παιχνίδια κα φυσικ παντομίμα. λλ τ καλύτερο π᾿ λα ταν κείνη ξέφρενη χαρ πο νιωθε μέσα του Σκροτζ.
Τν πομένη, Σκροτζ πγε πολ νωρς στ γραφεο. θελε ν κάνει κπληξη στν κλητήρα του, πο ξερε τι θ ργοσε ν φανε στ δουλειά. Κα πράγματι, Μπμπ Κράτσιτ ρθε λίγο πρν τς δέκα. Κάθησε θόρυβα στ θέση του, μ τν λπίδα τι Σκροτζ δ θ παιρνε εδηση τν καθυστέρησή του.
«αα!» γκρίνιαξε τότε Σκροτζ προσπαθώντας ν μιμηθε τ γνωστ κακότροπο φος του. «Τί σημαίνει πάλι ατό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε Μπμπ Κράτσιτ, «δν πρόκειται ν ξαναργήσω».
«Κα πς μπορες ν δίνεις τέτοιες ποσχέσεις;» το επε μουτρωμένος Σκροτζ. Μπμπ ρχισε ν τρέμει. Φοβήθηκε τν πόλυση.
«Πάντως, γι τούτη τ φορά...» συνέχισε Σκροτζ «νομίζω τι πρέπει ν σο αξήσω τ μισθό σου!».
Κατάπληκτος Μπμπ σκέφτηκε ν τρέξει γι βοήθεια. Νόμισε τι ργοδότης του τρελάθηκε!
«Καλ Χριστούγεννα, γόρι μου», το επε τότε ρεμος κα χαμογελαστς Σκροτζ, μ τρόπο τόσο ελικριν, στε τελικ τν πεισε τι τ εχε τετρακόσια. «Κα χι μόνο θ σο κάνω αξηση, λλ θ βοηθήσω κα τν οκογένειά σου. Πήγαινε, μως, πρτα σ παρακαλ, ν γοράσεις κι λλα κάρβουνα, θ ζεσταθομε καλ κι πειτα καθισμένοι δίπλα στ φωτι θ συζητήσουμε λες τς λεπτομέρειες.
Σκροτζ κράτησε τ λόγο του. Κα σύντομα μικρς Τμ ξεπέρασε τν ρρώστια, πέκτησε δυνάμεις κι γινε να γελαστ κα μορφο γόρι, πο Σκροτζ τ φρόντισε σν ν ταν δικό του παιδί. πρώην τσιγκούνης γινε πολ γενναιόδωρος κι ταν πάντα εγενικός με λους. Μερικο βέβαια τν κορόιδεψαν γι τ μεταβολ το χαρακτήρα του. λλ Σκροτζ δν νοχλήθηκε γιατί, πως επε πολ σοφά: «Καλύτερα ν σ περιγελον παρ ν σ περιφρονον!».
Σκροτζ δν ξαναεδε τ πνεύματα. λλ π κείνη τν μέρα, πως λένε, δν πρχε νθρωπος πο ν γιορτάζει καλύτερα τ Χριστούγεννα π τν μπενέζερ Σκροτζ.
Τσαρλς Ντίκενς - Χριστουγεννιάτικη Ιστορία

http://www.koutipandoras.gr/article/129780/tsarls-ntikens-hristoygenniatiki-istoria


Δεν υπάρχουν σχόλια: