Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Καλό ταξίδι .... καλέ μου ΑΝΘΡΩΠΕ, καλό ταξίδι Θανάση μας.








Συγχωρήστε την αδυναμία μου.!..

Μερικές φορές αισθάνομαι έντονα την ανάγκη να πιστέψω ότι υπάρχει Θεός, έτσι για να μπορέσω να πω...: «Θεός σ’χωρές τον.!..».
Δρόμο καλό…,  καλέ μας Θανάση. Ποτέ δεν θα σε ξεχάσουμε…
Μάνος Καζακόπουλος 
[skeletovrahos@gmail.com]



Καλέ μου ξάδελφε

Διάλεξα το ηλεκτρονικό σου μήνυμα για να πω και εγώ το καλό ταξίδι στον μεγάλο καλλιτέχνη. Όμως νάσαι βέβαιος ότι οι προσευχές όλων των ΕΛΛΗΝΩΝ θα τον συνοδεύουν σήμερα στο στερνό του ταξίδι και δεν θα τον ξεχάσουμε  ποτέ. Γιατί  δεν έφυγε απλά ο "άνθρωπός μας" αλλά ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ  που με την ενέργεια που εξέπεμπε, την καλή του καρδιά  και την ψυχούλα του μας έδινε - και θα μας δίνει με το έργο που άφησε πίσω του - πάντα κουράγιο, ιδιαίτερα αυτές τις δύσκολες στιγμές που βιώνει ο τόπος μας και που ζουν και όλοι οι αγνοί άνθρωποι και πατριώτες!!

Καλό ταξίδι .... καλέ μου ΑΝΘΡΩΠΕ,
 καλό ταξίδι Θανάση μας.

kgrek



 
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ


ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ 

 

'Εφυγε και ο Θανάσης Βέγγος. Ένας ηθοποιός που ταυτίστηκε με τον Έλληνα βιοπαλαιστή της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που με τις ταινίες του πήρε θέση και για τη χούντα αλλά για τον αγώνα του εργαζόμενου λαού στη μεταπολίτευση. 

Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1927. Κατάγεται από τα Θολάρια της Αιγιάλης από την πλευρά της μητέρας του Ευδοκίας, του γένους Ιωάννη Σμυρνή. Η γιαγιά του η Μαρουλιώ ήταν πρακτική μαία στα Θολάρια της Αμοργού (Τα στοιχεία καταγωγής προέρχονται από την έκδοση «Επιφανείς Αμοργίνοι» 1983 του Συνδέσμου Αμοργίνων). Ηταν το μοναχοπαίδι του κυρ Βασίλη και της κυρα-Ευδοκίας που κατάφεραν να δώσουν στον Θανάση μόνο τις εγκύκλιες σπουδές.

Ο πατέρας Βέγγος, υπάλληλος στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρίας στο Φάληρο, συμμετείχε επί Κατοχής στη περίφημη μάχη της ηλεκτρικής για να το σώσει από την ανατίναξη που σχεδίαζαν οι Γερμανοί ­ οι μαρτυρίες λένε πως είχε σημαντική συμβολή στη μάχη και στη συνέχεια απολύθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του. Αλλά και ο Θανάσης αντιμετώπισε την εκδικητικότητα του κράτους: βρέθηκε στη Μακρόνησο, το κολαστήριο και τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες αριστερούς φαντάρους αλλά και πολίτες.
 
Εκεί, στον κατ' ευφημισμόν «νέο Παρθενώνα», ο νεαρός Θανάσης βίωσε τον εξευτελισμό, έμαθε να υπομένει, υιοθέτησε την αξιοπρέπεια ως στάση ζωής και ταυτόχρονα γνώρισε τη συντροφική αλληλεγγύη. Εκεί επίσης συνδέθηκε φιλικά με τον Νίκο Κούνδουρο, τον άνθρωπο που θα άλλαζε την πορεία της ζωής του. 

Ηταν το 1953 όταν τον κάλεσε ο Κούνδουρος να παίξει στη «Μαγική πόληι», την πρώτη ταινία της καριέρας του, υποδύεται τον πωλητή λεμονιών στη λαχαναγορά, μέλος μιας παρέας νεαρών βιοπαλαιστών. Ο ήρωας λέγεται Θανάσης, ο Βέγγος παίζει τον εαυτό του, όνομα που θα τον ακολουθεί στη συνέχεια σε πολλές άλλες ταινίες και θα μπαίνει αργότερα και στους τίτλους των ταινιών του («Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα», «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;», «Θανάση, πάρε τ' όπλο σου», «Δικτάτωρ καλεί Θανάση», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» κτλ.), όταν βέβαια δεν μπαίνει το επώνυμό του («Είναι ένας τρελός τρελός Βέγγος», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές»). 


Στον «Δράκο», τη δεύτερη ταινία του Κούνδουρου, ο Βέγγος υποδύεται τον μπάρμαν σε ένα κέντρο διασκέδασης, ο οποίος είναι συγχρόνως και μπράβος του αρχηγού μιας συμμορίας απατεώνων. Εκεί θα φάει τις τρεις πρώτες θεαματικές φάπες, που θα ανοίξουν τους ασκούς της σφαλιάρας η οποία καταδιώκει τον Θανάση Βέγγο σε ολόκληρη την κινηματογραφική σταδιοδρομία του. Ετσι ο εκφραστικός ηθοποιός με τη φαλάκρα, το συμπαθητικό πρόσωπο, την αβέβαιη έκφραση, μπήκε δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου, χωρίς να έχει προϋπηρεσία στο θέατρο. 

Ηταν ένας ερασιτέχνης που για να επιβιώσει έκανε ένα σωρό δουλειές ­ κυρίως του φροντιστή σε ταινίες­, δουλειές κοπιαστικές, επίπονες και γλίσχρα αμειβόμενες. Στη συνέχεια πήρε την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, γράφτηκε στο σωματείο, έπαιξε στο θέατρο και πήρε σημαντικότερους ρόλους. 

Μολονότι συμμετείχε σε αρκετές ενδιαφέρουσες και ονομαστές ταινίες («Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» του Γρηγόρη Γρηγορίου, «Ο Ηλίας του 16ου» του Αλέκου Σακελλάριου, «Μανταλένα» του Ντίνου Δημόπουλου, «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν, «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» του Ροβήρου Μανθούλη, «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το αίνιγμα» του Γιάννη Σολδάτου), ως κινηματογραφικός τύπος καθιερώθηκε από άλλες κωμικές παραγωγές όπου ενσάρκωνε τον μέσο Ελληνα: τον φουκαρά, τον γκαφατζή, τον αγαθό, τον περιδεή, τον αγχωμένο, τον κυνηγημένο, αλλά και τον καπάτσο.

Αυτό το παιδί για όλες τις δουλειές διαμόρφωσε έναν μοναδικό λαϊκό κινηματογραφικό ήρωα, ολοκληρωμένο και αναγνωρίσιμο, με σταθερά χαρακτηριστικά. Ο Βέγγος, δημιούργημα της ανάγκης για ρεαλιστική απεικόνιση του σύγχρονου Αθηναίου, στο πλαίσιο της φαρσοκωμωδίας, κινηματογραφικού είδους που συγκινούσε πλατιά στρώματα του ελληνικού λαού, ερμήνευσε τον άνεργο, τον πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη, τον τίμιο και εργατικό, τον αμήχανο και πολυμήχανο, που κάνει κάθε είδους δουλειά για να επιβιώσει. Σε αυτή την προσπάθειά του μετατρέπεται σε μια αεικίνητη φιγούρα, έναν κλόουν, έναν έλληνα Σαρλό, ή καλύτερα στον Καραγκιόζη αυτοπροσώπως. Ωστόσο η φαρσοκωμωδία δεν είναι ρεαλιστική, ξεφεύγει από τα όρια της πραγματικότητας, και ο Βέγγος βρίσκει την ευκαιρία να εισέλθει σε αυτήν ως υπερρεαλιστικό στοιχείο, να παλέψει με την πείνα και την ανασφάλεια, να φέρει τον κόσμο πάνω κάτω. Για να το επιτύχει αυτό στην εντέλεια έπρεπε να περάσει στη σκηνοθεσία, μα και στην παραγωγή των ταινιών του (κάτι που τον οδήγησε σε οικονομική καταστροφή), ώστε να ενσαρκώσει το όραμά του, το όραμα της απόλυτης ελευθερίας, να υπερβεί τις συμβάσεις, «να χτίσει τη δική του Οκτάνα», σύμφωνα με τον Σολδάτο.

Πηγή:
http://antigeitonies.blogspot.com/2011/05/blog-post_3844.html




 Αξιοπρεπής, μαχητής, Ελληνας

Πέρα από το άφθονο γέλιο που μας χάρισε και τις σπαρταριστές σκηνές που θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στις μνήμες όλων μας, ο Θανάσης Βέγγος επί μισό αιώνα μάς δίδαξε, με τον δικό του αυθεντικό τρόπο, τις αρετές του ήθους, της ανθρωπιάς, της αντοχής στις κακουχίες. Μας εισήγαγε στον κόσμο της φτώχειας, αλλά και της σκληρής εργασίας, της αγνής περηφάνειας και του ονείρου μιας καλύτερης ζωής.

Με τη λιτή ζωή του και τη σπάνια καλοσύνη του, μας δίδαξε ότι τα χρήματα δεν είναι το παν. Δεν είναι η ευτυχία. Ο αγνός «καλός μας άνθρωπος» δεν επιχείρησε να αποστασιοποιηθεί από την ταπεινή καταγωγή του. Ηταν περήφανος γι’ αυτήν. Δεν περιορίστηκε στο γέλιο. Ταυτόχρονα, μας έκανε να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε. Μας ταξίδεψε στη μεταπολεμική φτώχεια της Ελλάδας, τη μετεμφυλιακή κοινωνική αδικία, αλλά και τον μεταπολιτευτικό ηθικό της ξεπεσμό. Ως νεαρός φοιτητής στο Παρίσι, τη δεκαετία του ’80, παρακολούθησα ένα αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο. Εκεί, στην κατάμεστη αίθουσα του κέντρου Ζορζ Πομπιντού, μετά την προβολή της ταινίας «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» άκουσα για πρώτη φορά να μιλούν για έναν «αντιπολεμικο ύμνο» και τότε συνειδητοποίησα ότι, πέρα από το πηγαίο χιούμορ του που γενναιόδωρα μοιραζόταν μαζί μας, ο Βέγγος ήταν και ένας κοινωνικός στοχαστής.

Ακέραιος χαρακτήρας, γήινος, μιλούσε στην ψυχή μας. Αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος, αποδείχθηκε και ένας σεμνός ιδιότυπος φιλόσοφος της ζωής. Οχι μέσα από υπερβολές μιας δήθεν διανόησης, αλλά μέσα από μια αφοπλιστικά αληθινή διεισδυτική καταγραφή των αντίξοων συνθηκών της καθημερινότητας του απλού ανθρώπου.

Υποδύθηκε και ταυτίστηκε με τον βιοπαλαιστή που υπομένει τις πιο σκληρές δοκιμασίες, αλλά στο τέλος τα καταφέρνει. Ενα παράδειγμα από το οποίο καλείται να διδαχθεί και ο σύγχρονος Ελληνας. Ο Θανάσης Βέγγος έδωσε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τη μάχη κατά της αδικίας. Μας έδειξε τον άνθρωπο που προσπαθεί, αποτυγχάνει, πονάει, αλλά δεν υποκύπτει. Που δεν τα περιμένει όλα από τους άλλους. Που επινοεί, επιμένει, αντέχει, οραματίζεται και, τελικά, επιτυγχάνει.

Τον περιέγραψαν, και δίκαια, ως λαϊκό ποιητή. Ηταν σύμβολο ήθους και ανθρωπιάς. Τόσο με τις ταινίες του όσο και με τη ζωή του, λειτούργησε ως αντίβαρο στην ελαφρότητα της κατανάλωσης, της ανούσιας ζωής που αναλώνεται στην αγορά άχρηστων ρούχων, υποδημάτων, παιχνιδιών, ηλεκτρικών συσκευών. Με όλα δηλαδή τα ασήμαντα που καταπιάνονται οι δήθεν επιτυχημένοι, που είναι αμφίβολο κατά πόσον είναι και ευτυχισμένοι.

Ο θάνατός του τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήρθε να μας υπενθυμίσει τις αρετές που εκπροσωπούσε στη ζωή του και πρόβαλλε στις ταινίες του και να τις καταθέσει απέναντι στην ελαφρότητα των πριγκιπικών γάμων και την ιλαροτραγωδία του γυάλινου κόσμου των παρδαλών καπέλων των κυριών που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν παράξει τίποτα, απλά έτυχε να κληρονομήσουν ή να παντρευτούν περιουσίες, συχνά αμφιβόλου προελεύσεως.

Ο μεγάλος κωμικός, που αγαπήθηκε περισσότερο από κάθε άλλον Ελληνα ηθοποιό, δεν έζησε εύκολα. «Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί» είπε σε μια δραματική κατάθεση ψυχής πριν από μερικά χρόνια. Μπορεί στις ταινίες του να έτρεχε σκυφτός, αλλά στην πραγματικότητα είχε ψηλά το κεφάλι. Δεν τον έβρισκες σε βίλες και κότερα νεόπλουτων ούτε σε κοινωνικές συνευρέσεις ρηχών ανθρώπων, με σάπια ήθη. Δεν υπήρξε κοσμικός. Δεν συμμετείχε στο «πάρτι λεηλάτησης» της χώρας. Ηταν αξιοπρεπής και στον βαθμό που του αναλογούσε έπλασε έντιμους χαρακτήρες και ευγενικές συμπεριφορές γεμάτες ανθρωπιά και συμπόνια. Εδωσε στην Ελλάδα πολύ περισσότερα από αυτά που πήρε. Του χρωστάμε...

Tου Αθανασιου Ελλις

Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_05/05/2011_440961






ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ

Χάσαμε τον άνθρωπο μας... Τον Θανάση μας...

Ο Βέγγος ήταν ο ανθρωπιά μας. Κομμάτι του εαυτού μας. Mέλος της κάθε οικογένειας. Ο καλοκάγαθος. Που ποτέ κανέναν δεν στενοχώρησε.

Πάντα με το χαμόγελο τα ξεπερνούσε όλα. Ήταν το παράδειγμα... Μικροί και μεγάλοι τον λάτρεψαν. Δεν θα μας λείψει... Γιατί άφησε πίσω του ζωντανή κλη­ρονομιά. Τις ταινίες του. Θα γελάμε και θα κλαίμε μα­ζί του... Όσο μακριά κι αν βρίσκεται, θα είναι κοντά μας. Δίπλα στον καναπέ...

Το μεγαλείο του Θανάση Βέγγου το ζήσαμε στο δυ­στύχημα που είχε στη σιδηροδρομική διάβαση στους  Αγίους Θεοδώρους, όπου, όταν περνούσε, συγκρού­στηκε με το τρένο. Και από το φορείο, ματωμένος όπως ήταν, φώναζε:
- Δεν φταίνε οι μπάρες, εγώ φταίω...
Η αγωνία του, ακόμα και την ώρα που η ζωή του κινδύνευε, ήταν να μην την πληρώσουν άνθρωποι που δεν έφταιγαν... 

Είναι μοναδική περίπτωση

Τον Θανάση του λαού, η πολιτική ηγεσία δεν τον κατευόδωσε στο μακρινό ταξίδι που πάει...Έπρε­πε να ήταν όλοι εκεί. Από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας , τον πρωθυπουργό και όλους τους αρχηγούς των κομμάτων... Τα στεφάνια και τα λόγια είναι το τυπικό. Εκεί κοντά στον ανώνυμο κόσμο έπρεπε να είναι όλη η πολιτική ηγεσία. Για άλλη μια φορά αποδείχθηκαν λίγοι. Το συναίσθημα και η ανθρωπιά φαίνεται έχουν εξοριστεί από τους πολιτικούς μας. Αν ήταν πάντως κανένας μεγαλοπαράγοντας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, θα υπήρχε συνωστισμός στην κηδεία του... Πικρή η αλήθεια... Αλλά δεν φταίει η αλήθεια...
«ΤΟ ΠΑΡΟΝ» 8.5.2011





Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΤΡΕΞΕΙ!



Προτίμησα να στείλω αυτή τη φωτογραφία του, βγαλμένη ακριβώς πριν από 40 χρόνια, τότε που άρχιζε η συνεργασία με τον Θανάση στο θέατρο με τον «Τρελό του λούνα παρκ» και στον κινηματογράφο με το «Ασύλληπτο κορόιδο» και μια τρομερή σύμπτωση:

Και τα δύο μιλούν διαχρονικά για μια σημερινή Ελλάδα, στο ένα ο Θανάσης, τρελός σε ένα λούνα παρκ χρεοκοπημένο και πάντα ευάλωτο στους τοκογλύφους που θέλουν να του ρουφήξουν και την τελευταία ικμάδα ενέργειας και στην κινηματογραφική ταινία, που προχτές την έπαιζε πάλι η ΕΡΤ, για πολλοστή φορά, πάλι το θέμα της σημερινό, με τους Γερμανούς που έρχονται να ξεθάψουν τους θησαυρούς που είχαν κρύψει σε μια αυλή ενός φτωχόσπιτου στην Πλάκα, από την οποία, ταινία, μόνο η κ. Μέρκελ έλειπε! Από την τελευταία συνάντηση που είχα μαζί του, πριν από 5 μήνες, όταν ήρθε με τη γυναίκα του τη Μίνα, αποχαιρετώντας τον (κάτι μου λέει ότι για τον ίδιο λόγο, ενός αποχαιρετισμού, τόσο στον αδελφικό του φίλο όσο και στα «όπλα») όταν τον αγκάλιασα στην πόρτα και του είπα «άντε, Θανάση, να γίνεις εντελώς καλά, για να ξαναδουλέψουμε», με κοίταξε στα μάτια, με εκείνο το φοβερό του βλέμμα που ήταν σπάνιο «γκρο πλαν» ζωής, χωρίς καμιά περισσότερη κουβέντα:

- «Δεν το βλέπω πια, Γιώργο, να γίνεται...», μου είπε και έσπευσε να τρυπώσει στο ασανσέρ, για να μη δει ούτε το δάκρυ που είχε βγει στα μάτια μου, ούτε κι εγώ το δικό του.

Σαράντα χρόνια, μπορεί και περισσότερα, μπορούσαμε να τα λέμε μόνο με τις σιωπές μας. Με τον Κούνδουρο και τον Κατσουρίδη, μιας «φουρνιάς» και οι τρεις μας, μίκρυνε η παρέα μας, πήρανε όμως μεγαλύτερη αξία οι μνήμες μας.

Δεν ξεχνιέσαι, Θανάση!

Αυτά για σήμερα που η συγκίνηση είναι πολύ μεγάλη.

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ


http://www.paron.gr/v3/new.php?id=66608&colid=37&catid=60&dt=2011-05-08%200:0:0




ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
 
ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ


Ο Θανάσης Βέγγος ήταν η συλλογική μας έκφραση. Συμπύκνωνε και πρόβαλλε χωρίς δυσκολία τον μέσο άνθρωπο της δεκαετίας του ’60 και του ’70, τότε που άρχισε να ξαναφτιάχνεται η Ελλάδα.

Μια χώρα ταλαιπωρημένη και καθημαγμένη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο, και, φυσικά, τις συνέπειες όλων αυτών που κράτησαν ως τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Γεγονότα και συνέπειες που μας στοιχειώνουν ακόμα, αφού οι εμπειρίες καταγράφονται ως κομμάτι της ζωής μας, του πρόσφατου παρελθόντος, προσδιορίζοντας και το σήμερα αλλά –σε σημαντικό βαθμό– και τη μελλοντική μας διάθεση. 

Επειδή ο κινηματογράφος, αλλά και το θέατρο, δεν είναι απλώς η αποτύπωση της πραγματικότητας αλλά η καταγραφή της με στοιχεία υπερβολής, ο Θ.Β. (όπως και ο ίδιος υπέγραφε συχνά τις ταινίες του) κατόρθωσε να δημιουργήσει/αναπαραστήσει την εικόνα του Νεοέλληνα που παλεύει αδιάκοπα να τα βγάλει πέρα σε συνθήκες δύσκολες, φτώχειας, στερήσεων και χρημάτων μετρημένων μέσα στις φθαρμένες τσέπες πολυφορεμένων παντελονιών. Αποτύπωσε, έβγαλε στον αέρα τον Έλληνα που σκαρφίζεται πράγματα για να επιβιώσει, που δουλεύει πολύ και με ποικιλία, που έχει τιμή και φιλότιμο. Συχνό παράδειγμα στις ταινίες του η υποχρέωση να παντρέψει πρώτα τις αδερφές του και μετά να αποκατασταθεί ο ίδιος, κι ας έχει αίσθημα-αρραβώνα καμιά δεκαριά χρόνια και ταλαιπωρεί την άτυχη κοπέλα, που κι αυτή έχει αδέρφια. Τα οποία με τη σειρά τους την πιέζουν «να αποκατασταθεί», έτσι ώστε να έρθει και η δική τους σειρά, μια και δέχονται ανάλογες πιέσεις από τα κορίτσια τους και τις οικογένειές τους. 

Περιέγραψε ο πηγαίος αυτός άνθρωπος και εξέφρασε τις αρχές και το περιεχόμενο μιας εποχής που προσδιόρισε όσα ζούμε σήμερα. Μια βιασύνη για εξέλιξη, ένα εκτεταμένο σύνδρομο στέρησης που προέρχεται από την κατοχή και εκφράζεται με την τάση «ας βάλω κάτι στην άκρη», κι όχι απαραιτήτως χρήματα, αλλά το σπίτι πρέπει να έχει λάδι, ζάχαρη, αλεύρι για ώρα ανάγκης, αλλά και πλάκες σοκολάτας υγείας, κάτι που εξελίχθηκε σε εισβολές μας στα σούπερ μάρκετ κάθε φορά που παρουσιάζονταν συνθήκες αποσταθεροποίησης. 

Κατέγραψε και κατέδειξε το σχεδόν βίαιο πέρασμα της ελληνικής κοινωνίας από το τσεμπέρι στο τζιν κι από τη ζωή των κωμοπόλεων στην αστυφιλία. Μέσα σε αυτά δέσποζαν φιγούρες που ζούσαν μέσα από την αρπαχτή, άλλοτε φτωχοδιάβολοι μικροαπατεώνες, πορτοφολάκηδες, άλλοτε απόγονοι μαυραγοριτών της κατοχής που συνέχιζαν την παράδοση του σογιού τους προκειμένου να πλουτίσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται και να αποκτήσουν διαμέρισμα σε πολυκατοικία «καλής γειτονιάς». Την εποχή που υπήρχαν σε κάθε δρόμο το πολύ 4-5 αυτοκίνητα, άρχισε ξαφνικά να υπάρχει μια λατρεία προς το αυτοκίνητο κι αυτά ξεκίνησαν να πουλιούνται (αν και αρκετά ακριβά) σαν φρέσκο ψωμί. Στην αρχή κάτι σαν μόδα, λίγο αργότερα ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης, κάτι που κορυφώθηκε τη δεκαετία ’75-’85. Ακόμα και σήμερα η απόκτηση ενός καλού, επώνυμου αυτοκινήτου προσδίδει κύρος (ή έτσι θεωρεί αυτός που το αγοράζει και το κατέχει). Ασχέτως αν σε λίγο ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να πληρώσει τις δόσεις και να το ξεχρεώσει. Τότε λοιπόν που το ΙΧ γίνεται μόδα, εξάρτημα-διαβατήριο κοινωνικής ανέλιξης, ο Βέγγος γίνεται –και– δάσκαλος οδήγησης, γιατί πριν απ’ αυτό έχει κάνει πολλά επαγγέλματα στη ζωή του. Αναγκάζεται να ανέχεται τις παραξενιές των πλουσίων ή ευκατάστατων κυριών που θέλουν να μάθουν «να σοφάρουν» κι εκεί προσπαθεί να δείξει ότι μερικά πράγματα δεν μπορείς να τα αγοράσεις, όπως είναι η γνώση, αλλά πρέπει να τα μάθεις.

Σκόρπισε γέλιο άφθονο με το παίξιμο και την υπερβολή του, αλλά κατά βάθος με την αναπαράσταση χαρακτήρων και καταστάσεων που συνέβαιναν δίπλα αλλά και μέσα στα σπίτια μας. Το έκανε χωρίς να θίξει κανέναν, χωρίς να ενοχλήσει ή να ειρωνευτεί καμιά κοινωνική τάξη, κανέναν συνάνθρωπο. Πρόσφερε χαρά και διαχρονική ευεξία (πάντα θα βλέπουμε με ευχαρίστηση και προσμονή τις ταινίες του) χωρίς να φορτώνει κανέναν με ενοχές για την καταγωγή, τη δουλειά, τις ατυχίες του. Θα εξακολουθήσουμε να βλέπουμε τις ταινίες του και να τον αγαπάμε αφού ήταν κάτι περισσότερο από «ένας από εμάς», ήταν κομμάτι απ’ τη ζωή, τις ανάγκες και τις εξομολογήσεις που ποτέ δεν κάναμε.

http://www.paron.gr/v3/new.php?id=66590&colid=29&dt=2011-05-08%200:0:0

Δεν υπάρχουν σχόλια: