Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Ματίνας Μασβουλα-Τσιφόρου : Αύγουστε, καλέ μου μήνα...


Ένα αυγουστιάτικο καλάθι με φρούτα του μεγάλου ζωγράφου της ιταλικής Αναγέννησης Καραβάτζιο


Αύγουστε, καλέ μου μήνα...

Ήλιος, ζέστη και διακοπές, φρούτα και παγωμένο νερό, μελτέμια και δρίμες, γιορτές και πανηγύρια - ο Αύγουστος μέσα από τις λαϊκές μας παραδόσεις

της Ματίνας Μασβουλα-Τσιφόρου

Νέος άντρας στην ακμή του, γυμνός και διψασμένος στο λιοπύρι, με την «ηλικία της θάλασσας» στα μάτια και με την υγεία του αστραφτερού ήλιου στο κορμί, με μιαν υδρία ξέχειλη δροσερό νερό κι ένα κάνιστρο με λογής-λογής οπώρες στα πόδια του.
Αυτή είναι η εικόνα που φέρνουμε στον νου μας όταν φανταζόμαστε τον Αύγουστο. Augustus σημαίνει σεβαστός και αυτός ήταν ο τίτλος που το 27 π.Χ. πρόσφερε η ρωμαϊκή Σύγκλητος στον αυτοκράτορα Οκταβιανό. Και για να τον τιμήσει ακόμα περισσότερο έδωσε το ίδιο όνομα και στον μήνα Sextilis - τον έκτο του ρωμαϊκού ημερολογίου, μια και η χρονιά για τους Ρωμαίους άρχιζε τον Μάρτιο.
Ο Αύγουστος διατηρεί μέχρι σήμερα ανέγγιχτη την «αυτοκρατορική» του απομόνωση απ' τους άλλους μήνες αφού καθιερώθηκε διεθνώς στη ζωή μας ως ο μήνας των αδειών και των διακοπών. Θεωρείται όμως και αρχή μιας καινούριας εποχής και στην Λέσβο τον υποδέχονται ανάβοντας φωτιές στα τρίστρατα. Πηδώντας τις φωτιές λένε: «Καλώς ήρθες, Αύγουστε! Σύκα και καρύδια και ζουμερά σταφύλια!» Μι-σοψήνουν   ένα   κεφάλι   σκόρδο   στη φωτιά και το τρώνε για να τους προστατέψει από την ελονοσία. Στην Τήλο το πρωί της 1ης Αυγούστου σκορπίζουν άμμο στα σπίτια για να φέρει ευτυχία και πλούτη στην οικογένεια όλο τον χρόνο. Το σπίτι μένει ασκούπιστο εκείνη την ημέρα από φόβο μήπως μαζί με τα σκουπίδια διώξουν και την καλή τύχη.
Ο Αύγουστος είναι και ο μήνας της υπεραφθονίας και της μεστής καλλικαρπίας. Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές τον χρόνο, ή Αύγουστε, τραπεζοφόρη, να 'σουν τρεις βολές το χρόνο. Είναι «συκολόγος» και «πεντεφάς», όπως τον ονοματίζει ο λαός μας. Κανένας άλλος μήνας δεν έχει τόσο πολλά και λαχταριστά φρούτα. Η λαιμαργία όμως δεν είναι μόνο ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, έχει κι άλλα επακόλουθα. Δίκαια επομένως ο λαός τον ονομάζει και... «διπλοχέστη».
Μαζί με τα δώρα του λοιπόν ο Αύγουστος μπορεί να φέρει και σκοτούρες. Η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, που τον παλιό καιρό τηρείτο αυστηρότατα, η παντελής αποχή από το κρέας με τη συνακόλουθη υπερκατανάλωση φρούτων και λαχανικών και τις ενδεχόμενες ή αναπόφευκτες εντερικές διαταραχές κι ακόμα πολλές φορές η ελονοσία που μάστιζε άλλοτε τον τόπο, έδωσαν και μια άλλη όψη στον Αύγουστο. Είναι με άλλα λόγια ο μήνας με την αυξημένη νοσηρότητα. Αυτό είναι και το νόημα της βυζαντινής παροιμίας «Περί της υγείας τον Αύγουστον ερώτα» ή και της νεοελληνικής παροιμιακής εκφράσεως που εύχεται με κάποια δόση κακεντρέχειας: «Νά ' σαι καλά τον Αύγουστο πού 'ναι παχιές οι μύγες.»
Μια άλλη κατάρα που φέρνει μαζί του ο Αύγουστος είναι οι έξι πρώτες μέρες του που θεωρούνται «αποφράδες». Λέγονται «Δρίμες» ή (η)μερομήνια, γιατί αυτές οι έξι πρώτες μέρες του Αυγούστου (σε άλλες περιοχές οι πρώτες δώδεκα) προμηνούσαν τον καιρό των επομένων μηνών. Σύμφωνα με τις παραδόσεις δεν πρέπει κανείς να λουστεί αυτές τις μέρες ή να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γιατί θα αρρωστήσει, ούτε να πλύνει ρούχα γιατί θα λειώσουν και θα τρυπήσουν. Ο Αύγουστος είναι «Δριμάρης». Γι' αυτό και η παροιμία προειδοποιεί: Τ' Αύγουστου οι Δρίμες στα πανιά και του Μαρτίου στα ξύλα.


Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Ν. Πολίτης ταυτίζει τις Δρίμες με τις νεράιδες που στοιχειώνουν απόμακρα ρέματα, ρυάκια, πηγές, υγρές σπηλιές, ποτάμια και χείμαρρους, καμιά φορά και νερόμυλους. Από τις Παραδόσεις του Πολίτη πληροφορούμεθα ότι στην Σύμη τις Δρίμες τις λένε Αλουστίνες και τον Αύγουστο... Άλουστο! «Οι Ανεράδες λέονται και Αλουστίνες γιατί βγαίνουν το καλοκαίρι και μάλιστα τον Άλουστο. Είναι γυναίκες νέες, πολύ όμορφες, αλλαμένες ή ασπροφόρες. Έχουν όμως άντσες [γάμπες] σαν του γαϊδάρου. Βγαίνουν το μεσημέρι ή τα μεσάνυχτα που να μην έχει φεγγάρι και χάνονται το πολύ στις τρεις του πετεινού. Τρελαίνονται στο χορό και ‘οπούν τους άντρες νέους, γέρους και τους βάλλουν στο χορό. Σαν χορεύγουν οι Αλουστίνες τραγουδού: "Πάμπακος γη μόλυβος;" Όποιος πει μόλυβος του 'φήνουν, όποιος πει πάμπακος, παίρου τον και πάουν στο φτερό. Όποιος πιάσει Αλουστίνα γίνεται ευτυχισμένος. Πρέπει να περιμένει, τη στιγμή που κράζει ο πετεινός που θα χαθούν, να την κρατεί σφιχτά να μην του φύει.»
Σ' άλλη εκδοχή ο διαβάτης που θα πέσει πάνω στις Αλουστίνες, στο σχετικό ερώτημα τους πρέπει να πει «σίδερο». Τότε όχι μόνο δεν παθαίνει τίποτα αλλά μπορεί ν' αρπάξει απ' τα μαλλιά την Αλουστίνα, να τη φέρει σπίτι του και να την έχει δούλα του για όλη του τη ζωή.
Οι Δρίμες λέγονται και Κακαυγουστιές ή, σύμφωνα με το ευφημιστικό αξίωμα, Καλαυγουστιές.
Στα βυζαντινά χρόνια πρώτη του έτους ήταν η πρώτη Σεπτεμβρίου. Γι' αυτό και η τελευταία μέρα του Αυγούστου, η 31η, θεωρείτο «αποφράς». Είναι η «Κλειδοχρονιά». Επειδή συγχρόνως αρχίζουν και οι προετοιμασίες για τον επερχόμενο χειμώνα, λέγεται: Από Αύγουστο χειμώνα... ή Επάτησεν ο Αύγουστος η άκρη του: χειμώνα/παύει ο φτωχός το δειλινό κι ο πλούσιος τον ύπνο. Συνεχίζεται και ολοκληρώνεται το αλώνισμα και το λίχνισμα του σταριού, γίνεται ο τρυγητός των μελισσώνων, επισκευάζεται κι ετοιμάζεται το πλακοστρωμένο πατητήρι με το μικρό πιθολάκκι - ρηχό πηγάδι αλειμμένο με τσιμέντο για τον μούστο - με το λιακό και τη μαρμάρινη κυλίντρα.
Τον Αύγουστο ετοιμάζουνε και τη γη για να δεχτεί τον σπόρο του Σεπτέμβρη με το όργωμα των ξερών χωραφιών, με το σκάλισμα, με το βοτάνισμα - το ξερρίζωμα των αγριόχορτων («διβόλισμα», «τριβόλισμα») - την πυρπόληση του καλαμώνα και της αφάνας στο σταροχώραφο. Τότε είναι που μαίνονται και οι περισσότερες πυρκαϊές. Λάθη από αμέλεια; Εξεπίτηδες; Ποιος το ξέρει; Οι «Νέρωνες» παραμένουν πάντοτε στην «αθέατη πλευρά της Σελήνης». Ακόμα και στην Μάνη Αύγουστο μήνα κατάκαψαν αυτές τις καμπουρίτσες ορφανές ελίτσες που απόμεναν σκελετωμένες και γκριζομαντηλούσες, στυλωμένες στα «χτάρια» (στα μπαλκόνια των βράχων) για... να ξαναγίνουν, όπως είπαν.
Την ίδια εποχή ο αγρότης σπέρνει τα μποστανικά του - καρόττα, μαρούλια, σπανάκι, κουκκιά και μπιζέλια - μεταφυτεύει ζαρζαβατικά - κουνουπίδια, σέλινα, πράσα - σπέρνει πρώιμες πατάτες που θά 'ναι έτοιμες τον Οκτώβρη ή τον Νοέμβρη.


Τον Αύγουστο αρχίζουν και τα μελτέμια - Τ' Αυγούστου τα βοριάσματα χειμώνα αναθυμούνται, λέει η παροιμία και σύμφωνα με το παλιό καλαντάρι του Ιωάννου του Λυδού το φθινόπωρο αρχίζει στα μέσα του Αυγούστου.
Οι αρχαίοι «ετησίαι» που φυσούν στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών είναι «Μπάτηδες». Η λέξη «μπάτης» προέρχεται από το «εμβαίνειν» κι οι «μπάτηδες» πνέουν από την ξηρά προς τη θάλασσα με κατεύθυνση προς την Αφρική - που καμμιά φορά μας το ανταποδίδει με βαθιές δρακόντειες αναπνοές σιρόκκου ή όστρια σιρόκκου. Λέγονται «μελτέμια» απ' το ενετικό bel tempo - ωραίος καιρός. Το μελτέμι όμως δεν είναι πάντα και τόσο ωραίος καιρός. Γιατί πολλές φορές κλιμακώνεται σε «μπουκαδούρα» που δυναμώνοντας παρασύρει καρέκλες, τραπέζια και χτυπάει τις  καμπάνες των εκκλησιών στα νησιά του Αιγαίου. Είναι ο λεγόμενος «τραπεζόκαιρος». Αλίμονο στη βαρκούλα εκείνη στο ακροθαλάσσι που λησμόνησαν να της βάλουν τη σιγουράντζα.


Λέγεται ακόμα και «άνεμος της Παναγιάς».
Ώρα του Αυγούστου, Ώρα της Παναγιάς της Θαλασσογεννήτρας, της Παναγιάς του Αιγαίου που σε αμέτρητες εκκλησιές και ξωκκλήσια μας προσμένει... Και με τον Εσπερινό οι απόηχοι των σήμαντρων είναι οι αγγελικές φρουρές που ταξιδεύουν με τους ανέμους κρατώντας το σεπτό σκήνωμα πάνω από τους αφρούς των κυμάτων μακαρίζοντας την αρχή της ζωής. Κι οι γόγγοι και το σύθρηνο των μελτεμιών είναι το μοιρολόι πάνω απ' το ξόδι Εκείνης που κάποτε δέχτηκε τον Θεό.
Με τον «άνεμο της Παναγιάς» οι καμπάνες του Αιγαίου χτυπούνε βροντερές, καλώντας τους πιστούς στις ολονυχτίες, στις παρακλήσεις. Διάσωσον από κινδύνων... Επίβλεψον..., και πάνω απ' όλα το αθάνατο εκείνο: Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα. Και Συ, Υιέ μου και θεέ μου, παράλαβε μου το πνεύμα. Ο θάνατος της Παναγίας είναι ένα «μικρό Πάσχα» για την Ορθοδοξία - «Μετέστη προς την ζωήν». Τα προσκυνήματα της πάμπολλα σ' ολόκληρη την Ελλάδα: στην Πέτρα της Αγιάσου στην Λέσβο, στην Εκατονταπυλιανή της Πάρου, στα Ανώγεια της Κρήτης, στην Σπυλιανή της Νισύρου, στις Σέρρες, Τρίλοφο, στο Καταφύγι της Κοζάνης, στην Εικοσιφοίνισσα της Χαλκιδικής, και κορυφαίο στο Βέρμιο το μεγάλο προσκύνημα της Παναγίας του Σουμελά. Κάπου εκατόν είκοσι μοναστήρια στον ελλαδικό χώρο είναι αφιερωμένα στην Κοίμηση.
Η λατρεία είναι ενιαία παντού, αλλά τα ονόματα ξεχωρίζουν και η κάθε μια Παναγιά γνωρίζεται απ' τα δικά της τα σημάδια. Είναι η Μελαχροινή Κυρά που λάμπουνε μαλαματένια τα χέρια στο   εικόνισμα  της  - Αγκυροφόρος, Αμπελακιώτισσα, Βουνιώτισσα, Δεκαπεντούσα, Θαλασσινή, Κάλαμου, Καντήλα, Καταπυλιανή, Λιμνιά...
Η θαυματουργική της παρέμβαση, η οπτασιακή της παρουσία, οι ιάσεις και τέλος τα ιερά ζώα που ευνοεί, όπως είναι τα φίδια στην Κεφαλονιά.
Στην Κεφαλονιά, στην περιοχή του Ελιού, ονομαστή για τους ελαιώνες της και τα αρχοντώρια της, σε υψόμετρο τριακοσίων μέτρων το χωριό Μαρκόπουλο αγναντεύει τον Πατραϊκό από τον θαυμάσιο εξώστη του.


Ώρα του Αυγούστου, Ώρα της Παναγιάς.
Μες στη θαμνόφυτη ρεματιά, τη «λαχτιά», όπως τη λένε οι ντόπιοι, είναι η εκκλησιά και πιο κάτω υψώνεται το καμπαναριό της. Από εδώ, κάθε χρόνο την παραμονή της Παναγίας ξεκινούν τα φιδάκια. Σούρνονται, ανεβαίνουν, προχωρούν μέσα στον κόσμο, αγκαλιάζουν το τέμπλο, κουλουριάζονται στις κορνίζες των εικόνων και το βημόθυρο, τυλίγονται στα παπούτσια του παπά την ώρα που λέει το Ευαγγέλιο, φιλούν κι αυτά το χέρι του Δεσπότη. Είναι τα ιερά ζώα της Παναγίας, ήμερα και τιθασσευμένα με το πλουμιστό δέρμα τους, τα αστραφτερά τους μάτια και το σημείο του σταυρού πάνω στο μέτωπο (όπως λένε, το ίδιο σημάδι έχουν και στη γλώσσα τους). Παρουσιάζονται μόνο για σαράντα μέρες και μετά εξαφανίζονται για να εμφανιστούν και πάλι τον άλλο χρόνο, την ίδια μέρα: την παραμονή της Παναγίας. Λέγεται ότι αν πιάσεις ένα απ' αυτά τα φιδάκια και το βάλεις μέσα σε γυάλα, αυτό θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς από τη φυλακή του. Κι ακόμα, ότι αν κανείς σκοτώσει φιδάκι, θα παρουσιαστεί η Παναγία στον ύπνο του και θα το ζητάει και τότε αυτός θα πρέπει να της το πάει ασημένιο τάμα.
Τάμα κάνουν και οι «Ενιαμερίτισσες» στην Παναγιά την Σπυλιανή της Νισύρου - τριακόσιες μετάνοιες την ημέρα, εννιά ολόκληρες μέρες, ξεκινώντας απ' του Σωτήρος. Το μοναστήρι είναι κρεμασμένο πάνω στον γκρεμό, κι η τοποθεσία του μας προδιαθέτει σ' ένα νοσταλγικό, όλο κατάνυξη «Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου» (για να θυμηθούμε και τον Παπαδιαμάντη των ημερών αυτών). Το θαλασσοχώρι ζει ολοχρονίς με την προσμονή της γιορτής και του πανηγυριού.
Την παραμονή της Παναγίας ετοιμάζουνε τη «ροβυθάδα» και την κενώνουν σε πήλινα πιάτα. Ανήμερα στο πανηγύρι πρώτο φαγητό είναι ο πατσάς κι ακολουθεί το μοσχαράκι με πατάτες (που κάποτε ήταν το ελαφάκι της θεάς Άρτεμης και που με άκριτη βιασύνη το θυσιάσανε στα «πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου»).
Όλο το χωριό ξεφαντώνει και μόνο ο παπάς μένει απ' έξω γιατί βαφτίζει ασταμάτητα ίσαμε τα μεσάνυχτα. Χορεύουν τον χορό «της κούπας» που έχει αυτό το όνομα επειδή ο πρώτος που σέρνει το χορό κρατάει στο χέρι ένα κύπελλο και μαζεύει τους οβολούς των πλούσιων αλλά και των φτωχών για να ζήσει και πάλι το χωριό ολοχρονίς την προσμονή της επόμενης γιορτής.
Μεγάλο πανηγύρι γίνεται και στην Πέτρα της Αγιάσσου στην Λέσβο. Το έθιμο της τελετουργικής θυσίας του ταύρου, που έχει τα κέρατα του χρυσωμένα και είναι στεφανωμένος με λουλούδια, καθώς και το γλέντι που επακολουθεί περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στο διήγημα του Μυριβήλη Βασίλης ο Αρβανίτης.
Τραπέζι στρωμένο βρίσκεις στην ελληνική ύπαιθρο και σ' άλλες γιορτές και πανηγύρια του Αυγούστου, όπως στης Παναγιάς τα 'Νιάμερα (23 Αυγούστου) στο Μοναστήρι του Προυσσού στην Ευρυτανία.
Όπως στην Οδύσσεια ο ξένος συχνά τυχαίνει πάνω σε συμπόσιο πού 'ναι «δαις, θαλίη θεών» (φαγοπότι, χαρά Θεού), το ίδιο συμβαίνει και στην σύγχρονη Ελλάδα. Ο σημερινός «ξένος» θα βρει τόπο να κάτσει κοντά στους πανηγυριώτες πάνω στα βράχια, συχνά σε μια βουνοκορφή κάτω απ' τα δέντρα, πάνω στο χορτάρι. Το ποτήρι και το πιάτο του γεμίζεται ξανά και ξανά. Όπως και στα χρόνια του Ομήρου, το ψημένο αρνί, ο «οβελίας οπτός», οι μπόλιες, το κοκορέτσι, το σπληνάντερο, ψήνονται στη χόβολη και η τσίκνα τους ανεβαίνει προσφορά στον ουρανό.
Στο πανηγύρι τ' Αϊ-Γιαννιού του Θερμασάρη όμως (29 Αυγούστου) στα χωριά της Εύβοιας το φαγητό είναι νηστήσιμο γιατί ο λαός τιμά τη μνήμη του θανάτου   του   Αγίου   νηστεύοντας.   Η γιορτή του είναι χαρούμενη και το φαγοπότι πλούσιο - έστω και χωρίς κρέας. Η παράδοση θέλει τριών λογιών φαγητά: ρεβυθομανέστρα, φασόλια με ρύζι και μελιτζάνες ιμάμ-μπαϊλντί με μπόλικο κρεμμύδι. Απαγορεύεται απολύτως οποιοδήποτε φαγώσιμο έχει αίμα ή μπορεί να θυμίζει αίμα, όπως τα μαύρα σταφύλια, τα μαύρα σύκα, τα μούρα κι όποιο άλλο φρούτο έχει μαύρο χυμό, γιατί έχουν βαφεί από το αίμα του Αγίου. Επίσης αποφεύγουν ν' αγγίξουν μαχαίρι εκείνη την ημέρα. Ο Αϊ-Γιάννης λέγεται «θερμασάρης» γιατί, όπως λένε στην Λήμνο, τη μέρα που αποκεφαλίστηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής ήρθαν οι «θέρμες» στον κόσμο.


Στις 27 Αυγούστου τιμάται η μνήμη του Αγίου Φανουρίου. Οι νοικοκυρές σ' ολόκληρη την Ελλάδα ζυμώνουν την πίττα του - ένα πανάρχαιο «μείλιγμα», ένα καλόπιασμα μ' άλλα λόγια στον Άγιο που σ' αντάλλαγμα θα φανερώσει κάτι χαμένο, θα εκπληρώσει μια ευχή, θα φέρει έναν γαμπρό στο ανύπαντρο κορίτσι. Το αίτημα τους στον Άγιο μελετούν όσο φτιάχνουν την πίττα, η οποία πρέπει να ' χει εννιά συστατικά, να κοπεί σε σαράντα κομμάτια και να μοιραστεί σε φίλους, γείτονες ή περαστικούς που πρέπει να ευχηθούν: «Θεός 'σχωρέσ' τη μάνα του Αγίου Φανουρίου.»
Η τελευταία γιορτή του Αυγούστου είναι η ανάμνηση από την Κατάθεση της Αγίας Ζώνης της Θεοτόκου. Όπως είναι γνωστό οι Βυζαντινοί φρόντιζαν να συγκεντρώνουν τα ιερά κειμήλια που πιστεύετο ότι ανήκαν στα κύρια Θεαρχικά πρόσωπα της Χριστιανοσύνης. Έτσι ο Αρκάδιος, ο γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου, «ανεκόμισε», έστειλε δηλαδή κι έφερε την «Τιμίαν Ζώνην» στην Κωνσταντινούπολη από τα Ιεροσόλυμα ή μάλλον από την Καππαδοκία (επικρατέστερη άποψη) και την ετοποθέτησε σε ειδική θήκη «την Αγίαν Σορόν». Σύμφωνα με την παράδοση οι μανάδες κρατούν μια κλωστή και την αφήνουν στο εικόνισμα της Παναγίας να λειτουργηθεί. "Υστέρα «ζώνουν» μ' αυτή τα παιδιά τους για νά 'ναι γερά. Το ίδιο κάνουν κι όσοι υποφέρουν από τη μέση τους.
Έτσι ολοκληρώνεται το εορτολόγιο του Αυγούστου που άρχισε με τη γιορτή του Σωτήρος στις 6 του μηνός και την προσφορά «απαρχών», πρώιμων δηλαδή καρπών, σύκων και σταφυλιών στην εκκλησία όπου και εκφωνείται από τον ιερέα επίσημη ευχή.
Πρώιμη και η αποδημία των πελαργών που ξεκινάνε για πιο θερμές χώρες - γεγονός που γεννάει κάποια μελαγχολία στον λαό για το καλοκαίρι που φεύγει και το φθινόπωρο που βρίσκεται «επί θύραις»: Του Σωτήρος τα λελέκια του Σταυρού τα χελιδόνια.
Το τελευταίο βράδυ του Αυγούστου που ξεψυχάει τελειώνει με το άναμμα μιας φωτιάς: είναι φωτιά «διαβατήρια», όπως κι εκείνη του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα ή Λαμπαδάρη στις 24 Ιουνίου -που σημαδεύει το πέρασμα από τη μια εποχή στην άλλη, απ' το καλοκαίρι στο φθινόπωρο.


Η ελληνική φύση είναι στοιχειωμένη από τα οράματα του λαού μας που βλέπει παντού πνεύματα αγαθοποιά ή κακοποιά - αρχαίες νύμφες κι ασπροφορεμένες νεράιδες, «δρίμες» ξεμυαλίστρες των παλληκαριών - όλα αυτά γραμμένα στο ίδιο χρονικό με την Ορθόδοξη πίστη, με το αρωμάτων άσπρων κρίνων μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας ν' αποπνέουν ευλάβεια κι οσμή χριστιανικού μοσχολίβανου. Η εγκράτεια κι ο ασκητισμός της Ορθοδοξίας με τη νηστεία και τις μετάνοιες πλάι-πλάι με τον διονυσιασμό των πανηγυριστών, οι κατανυκτικές λειτουργίες κι οι «γονατιστές», αλλά και τα ξεφαντώματα στο φαγοπότι, στο χοροστάσι, στην ταβέρνα. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να προσθέσουμε στο κάνιστρο με τις οπώρες που έχει μπροστά στα πόδια του ο μήνας της συγκομιδής, ο Αύγουστος, κι ένα αρχαίο χειρόγραφο «παλίμψηστο»: το καλαντάρι του μήνα που είναι και μια επιτομή της λαϊκής μας ζωής, της ζωής του ελληνισμού όπως διαμορφώνεται αιώνα τον αιώνα, χιλιετία τη χιλιετία.

Επιλογές

Δεν υπάρχουν σχόλια: