Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Λίλα Κουρκουλάκου : Σπίναλονγκα «Το νησί της σιωπής»



 

Το αληθινό νησί
και η σκηνοθέτης που τόλμησε πρώτη να βγάλει τη Σπιναλόγκα απ' τη σιωπή της
Πολύ πριν η Χίσλοπ συγκινήσει μέχρι δακρύων εκατομμύρια αναγνώστες της με το «Νησί» και η τηλεοπτική μεταφορά του καθηλώσει χιλιάδες έλληνες θεατές, μια ταινία έκανε γνωστή τη Σπιναλόγκα σε όλο τον κόσμο. Δημιουργός της, η ελληνίδα κινηματογραφίστρια Λίλα Κουρκουλάκου, που με το ντεμπούτο της «Το νησί της σιωπής» κατάφερε να φτάσει η φωνή των «καταραμένων» ως το Φεστιβάλ Βενετίας. Σήμερα, 60 χρόνια μετά  θυμάται τα γυρίσματα, στο νησί, τη ζωή με τους κομπάρσους της ταινίας της, τις αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε,
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ | ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΝΤΖΟΥ (pantzou@enet.gr)
Περισσότερα από πενήντα χρόνια προτού η αγγλίδα δημοσιογράφος Βικτόρια Χίσλοπ φέρει ξανά στην επιφάνεια τον ζοφερό κόσμο της Σπιναλόγκας με το «Νησί», πουλώντας εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο και πριν μεταφερθεί το βιβλίο της στην ελληνική μικρή οθόνη, μια Ελληνίδα είχε τολμήσει να εισβάλει στα άδυτα του νησιού των έγκλειστων λεπρών. Η Λίλα Κουρκουλάκου με «Το νησί της σιωπής» έφτιαξε μια νεορεαλιστική ταινία που λειτούργησε σαν γροθιά στο στομάχι μιας κοινωνίας που έφριττε στην ιδέα ότι οι απάνθρωπες πρακτικές της θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.
Η Λίλα, όπως μου δηλώνει εξαρχής ότι προτιμά να την φωνάζω, ήταν μια πρωτοπόρος της εποχής της. Ένα κορίτσι που δεν αποδέχθηκε ποτέ ότι το φύλο, η ηλικία της και οι δύσκολες συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας δεν θα του επέτρεπαν να κάνει ό,τι ονειρευόταν. Από έναν φίλο οικογενειακό, τον Μανώλη Βλάχο, μαθαίνει τον Καραγκιόζη, και «είναι αυτός που γέννησε μέσα μου τον οίστρο και την επιθυμία της δημιουργίας».
Ο κύβος είχε ριφθεί: θα μετουσίωνε αυτήν τη δημιουργία σε εικόνα, θα σπούδαζε κινηματογράφο, αφηγείται στη θαλπωρή του καθιστικού του σπιτιού της, και θυμάται εκείνα τα χρόνια που έδωσε μάχη για να πάει στο Κέντρο Πειραματικού Κινηματογράφου της Ρώμης. «Δεν μ' ενδιέφερε σε ποια χώρα θα πήγαινα. Επισκεπτόμουν πρεσβείες ρωτώντας για σχολές κινηματογράφου και υπήρχε μόνο στη Ρώμη. Αν ήταν στο Βερολίνο, θα κατέληγα εκεί: θα πήγαινα οπουδήποτε για να γίνω σκηνοθέτης».
 
Δεν ήταν 20 ετών όταν έφτασε στη Ρώμη, όπου (ενώ οι άντρες έμπαιναν χωρίς πολλές διατυπώσεις στη σχολή) εκείνης της ζήτησαν να δώσει εξετάσεις. Είναι 1950, ο ιταλικός νεορεαλισμός βρίσκεται στο απόγειο του, ο Βισκόντι έχει εγκαινιάσει το κίνημα με το «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές», ο Ροσελίνι έχει ενθουσιάσει με την «Ανοχύρωτη πόλη», ο Ντε Σίκα έχει συγκινήσει με τους «Κλέφτες των ποδηλάτων», ο Αντονιόνι έχει συναρπάσει με το «Χρονικό ενός έρωτα» και η Λίλα ζει πρωτόγνωρες εμπειρίες.
«Ήταν συγκλονιστικό να γνωρίσεις αυτούς τους μυθικούς σκηνοθέτες, να μιλήσεις μαζί τους, να γοητευτείς από την απλότητα και την αμεσότητα τους παρά το μεγαλείο τους, να πηγαίνεις στην Τσινετσιτά να βλέπεις γυρίσματα και να συναντάς σπουδαίους ηθοποιούς».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, κουβαλάει το πάθος για το νεορεαλισμό, για τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων, για την ντοκιμενταρίστικη καταγραφή των κοινωνικών αδιεξόδων και βρίσκει μοιραία το θέμα της πρώτης της ταινίας.
Η τύχη την έφερε στην Κρήτη: μόλις ένας γέροντας καπετάνιος της μίλησε για το «νησί», ναύλωσε ένα καΐκι. «Με υποδέχτηκαν κάπου πενήντα άνθρωποι και μόλις κατέβηκα και τους έτεινα το χέρι για να τους χαιρετήσω έκαναν πίσω. "Τι φοβάστε, μήπως σας κολλήσω λέπρα;" τους είπα και τα χαμόγελα έσπασαν τον πάγο. Έμεινα μαζί τους τέσσερεις μέρες, κοιμήθηκα στα σπίτια τους, με φίλεψαν, με φρόντισαν. Από εκείνη τη στιγμή γίναμε αδελφοποιτοί. Και χρόνια αργότερα, αφότου είχε κλείσει η Σπιναλόγκα, πάντρεψα κάποιους από αυτούς, τους φιλοξένησα στο σπίτι μου, ενώ πήρα για λογιστή μου έναν πρώην λεπρό».
Τη σφράγισαν οι απερίγραπτες συνθήκες της ζωής τους, η φτώχεια, η πείνα, η εγκατάλειψη, η ανύπαρκτη μέριμνα γι' αυτούς τους ζωντανούς-νεκρούς, όπως και η «Σπιναλόγκα» του Θέμου Κορνάρου που έπεσε τυχαία στα χέρια της και η σημαδιακή γνωριμία της με τον Ραούλ Φολερό, τον γάλλο φιλόσοφο που έδωσε μάχες ζωής για τους χανσενικούς και τον αποστιγματισμό τους. Η παράτολμη ιδέα μιας ταινίας που θα έδινε φωνή στους έγκλειστους της Σπιναλόγκας πήρε σάρκα και οστά. Η ιστορία ενός ζευγαριού γιατρών που πασχίζουν για την αντιμετώπιση της λέπρας στο νησί, η μόλυνση του άντρα και η θεραπεία που υποσχόταν το νέο φάρμακο επενδύθηκε με τις διηγήσεις που μοιράστηκαν με τη Λίλα οι λεπροί και έπεισαν όχι μόνο τον Ορέστη Μακρή, τον Γιώργο Καμπανέλλη ή τη Νίνα Σγουρίδου (επιλογή του Κακογιάννη για το ρόλο της Στέλλας, η οποία όμως αποχώρησε αιφνίδια, αφήνοντας το ρόλο στη Μελίνα), αλλά και τους ίδιους τους κατοίκους του νησιού που θα γίνουν κομπάρσοι της ταινίας. Τα γυρίσματα αρχίζουν κάπου το 1954-55 και θα παραταθούν έως το '57 λόγω των οικονομικών προβλημάτων (χρηματοδοτήθηκε από την οικογένεια της) και είναι η πρώτη φορά που η πραγματικότητα του νησιού γίνεται εικόνα και προβάλλεται δημόσια.
Η ταινία, στην οποία η Λίλα Κουρκουλάκου δεν διστάζει να περιλάβει μια σκηνή με ένα ζευγάρι λεπρών να κάνουν έρωτα, προκάλεσε σάλο. Εγκωμιάστηκε για την πρωτοποριακή προσέγγιση της, την τολμηρή της ματιά, την ανθρώπινη διάσταση που έδωσε σε μία από τις πιο μαύρες κηλίδες της ιστορίας του εγκλεισμού στην Ελλάδα. Και απαξιώθηκε ως βέβηλη εικόνα, που προσβάλλει τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό, πολύ περισσότερο δε επειδή ήταν φτιαγμένη από γυναίκα. «Πολύς κόσμος τρόμαζε ακόμη και στην ιδέα μιας ταινίας για τη λέπρα. Πόσο μάλλον που έπαιζαν και λεπροί. Και θυμάμαι πως σε κάποιες γειτονιές πολλοί φοβόντουσαν ακόμη και στον κινηματογράφο να μπούνε, μήπως και μολυνθούν!» λέει η Λίλα χαμογελώντας ειρωνικά.
Αλλά η ταινία είχε τραβήξει πια το δρόμο της. Το 1958 το «Νησί της σιωπής» θα συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και η Λίλα Κουρκουλάκου θα γίνει, όπως επισημαίνει η εταιρεία διανομής New Star, η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης ταινίας μυθοπλασίας που συμμετέχει σε διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου.
 Η Λίλα δεν επαναπαύτηκε στις δόξες της, έστω κι αν ήξερε ότι ήταν πολύ δύσκολο να αναγνωριστεί σ' αυτόν τον αντροκρατούμενο χώρο. Έχοντας ήδη δουλέψει από το 1954 ως παραγωγός και σκηνοθέτης της ραδιοφωνικής σειράς «Έκπληξη» της RAI και έχοντας το 1956 αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του αρχαίου δράματος στο Θέατρο των Συρακουσών στη Σικελία, μετά το «Νησί της σιωπής» γύρισε (το 1962) τον «Κομήτη του Χάλεϊ», που αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βαγιαδολίθ της Ισπανίας και του Σαν Φρανσίσκο, το «Συναντηθήκαμε στην Αθήνα», αλλά και πολλά ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, όπως το «Ελευθέριος Βενιζέλος», «Διονύσιος Σολωμός», «Κύπρος, το μεγάλο σταυροδρόμι» και περισσότερα από 30 μικρού μήκους ντοκιμαντέρ για τον κινηματογράφο και τη μικρή οθόνη.
Και σήμερα, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει από ένα παλιότερο τροχαίο ατύχημα, ονειρεύεται μια ακόμη ιστορική ταινία. Τι κι αν μεγάλωσε; Διότι η Λίλα δεν λέει ποτέ ότι γέρασε, αλλά ότι μεγάλωσε: «Γερνάς μόνον όταν παύεις να σκέφτεσαι και να δρας. Εγώ εξακολουθώ να κάνω σχέδια όπως κάνουν οι νέοι. Το μυαλό μου δεν έχασε τη ρυθμική ευελιξία του, δεν παύει να σκέφτεται, να οργανώνει, να απλώνεται ανοιχτό σε καινούργιους ορίζοντες...»               
     Το νοσοκομείο της Σπιναλόγκας
         
ΛΕΠΡΑ
Η ιστορία ενός κοινωνικού στίγματος
  Η λέπρα είναι γνωστή εδώ και τουλάχιστον 4.000 χρόνια. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν «ελεφαντίαση», οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και Κινέζοι επιχειρούσαν να τη θεραπεύσουν με το αίμα παρθένων και παιδιών, οι αρχαίοι Ινδοί πίστευαν ότι την αντιμετώπιζαν με το λάδι ενός ενωτικού καρπού. Αλλά παντού όπου εμφανιζόταν απομόνωναν τους αρρώστους με τα παραμορφωμένα πρόσωπα και άκρα, εξορίζοντάς τους ή εγκλείοντάς τους διά βίου σε αποικίες-φυλακές. Τον Μεσαίωνα, τα διαβόητα λεπροκομεία των «νεκροζώντανων», που διοικούνταν με στρατιωτική πειθαρχία από τα μοναστήρια, σύμφωνα με μαρτυρίες Βενεδικτίνων μοναχών, ξεπερνούσαν τα 19.000 στην Ευρώπη.
  Η νόσος του Χάνσεν, όπως αποκαλείται, έπειτα από την ανακάλυψη από τον νορβηγό Αρμάουερ Χάνσεν του βακίλου που την προκαλεί, στάθηκε αφορμή διωγμού εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη. Και, μάλιστα, έως πολύ πρόσφατα, παρότι από τα τέλη της δεκαετίας του '40 βρέθηκε μια πρώτη θεραπεία που τελειοποιήθηκε στα τέλη της επομένης και, εδώ και δεκαετίες, είναι γνωστό ότι το 95% των ανθρώπων φέρει φυσική ανοσία απέναντι της.
  Στην Ελλάδα, οι Γενουάτες ίδρυσαν το Λωβοκομείο (λεπροκομείο) της Χίου τον 14ο αιώνα και δύο αιώνες αργότερα ένα αντίστοιχο ίδρυμα στο Λαζαρέτο, νησάκι στα δύο ναυτικά μίλια από την Κέρκυρα, ενώ λεπροκομεία λειτούργησαν -εκτός από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη- σε πολλά νησιά, όπως στο ΚαρλόΒασι της Σάμου ή στη Ρόδο στην Παναγία Φανερωμένη, η οποία λέγεται και Λουβιαρίτσα επειδή στα κελιά της έμεναν οι «λουβιάρηδες» (λεπροί). Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε σε λεπροκομείο το 1903, όταν η Κρητική Πολιτεία αποφάσισε τη μεταφορά των πρώτων 251 λεπρών της Κρήτης, που έως τότε ζούσαν αποκλεισμένοι στις «μεσκηνιές», γειτονιές στις παρυφές των πόλεων, υποχρεωμένοι να φορούν κουδούνια για να ειδοποιούν τον κόσμο να απομακρύνεται, όπως ακριβώς γινόταν και κατά τον Μεσαίωνα. Μετά το 1913 άρχισαν να μεταφέρονται ασθενείς από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό, και το νησί έγινε διεθνές λεπροκομείο, φτάνοντας στο απόγειο του να στεγάζει 1.000 ασθενείς σε άθλιες συνθήκες, έως το 1957 - όταν και οι τελευταίοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της Αγίας Βαρβάρας.
• Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα νέα κρούσματα της έχουν μειωθεί σημαντικά, φτάνοντας μόνο τις λίγες εκατοντάδες χιλιάδες παγκοσμίως, με πρώτες σε συχνότητα χώρες την Ινδία, τη Βραζιλία και την Μπούρμα, ενώ τα τελευταία 20 χρόνια 15 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν θεραπευτεί από τη λέπρα.
Πάντως η νόσος παραμένει ένα κοινωνικό στίγμα που μεγενθύνεται από την άγνοια και τη δεισιδαιμονία και ενώ η επιστήμη έχει αποδείξει ότι η απομόνωση των ασθενών είναι άχρηστη όταν βρίσκονται υπό θεραπεία, υπάρχουν ακόμη και σήμερα πολλές αποικίες λεπρών στον κόσμο, όπως στην Ινδία (περισσότερες από 1.000), στην Κίνα, στην Αίγυπτο, στο Νεπάλ, στη Σομαλία, στη Λιβερία, στο Βιετνάμ και στην ανεπτυγμένη Ιαπωνία, όπου έως το 2008 κάπου 2.700 ασθενείς παρέμεναν έγκλειστοι σε ειδικά σανατόρια.
"Ε"


Το νησί της σιωπής (1958)

Δεν υπάρχουν σχόλια: