Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Αλέξης Κωστάλας : Ο Maurice Bejart που γνώρισα




Ο Maurice Bejart που γνώρισα

Ο Αλέξης Κωστάλας θυμάται στιγμές που έζησε κοντά του.

«Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που αγαπώ. Πραγματοποίησαν στο μέγιστο δυνατόν τον εαυτόν τους χωρίς συμβιβασμούς, παρά τις αντιδράσεις. Ο Φελλίνι μας δίδαξε τη σημασία που έχουν τα όνειρα μας, ο Μπεζάρ διδάσκει τη σημασία που έχει η τρέλα. Ο Φελλίνι ξεπερνάει τον κινηματογράφο. Ο Μπεζάρ, στις μεγάλες του στιγμές, ξεπερνάει το χορό.»
Μάνος Χατζιδάκις
 συνέντευξη στον Αλέξη Κωστάλα («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»)



Δανείστηκα λόγια του Χατζιδάκι γιατί μία ανάμνηση πολύτιμη από τον Μπεζάρ συνδέεται και με τους δύο, όταν -τι τύχη στ' αλήθεια!- ο Μάνος Χατζιδάκις μας κάλεσε, μαζί με τον γιο του Γιώργο Θεοφανόπουλο -Χατζιδάκι και τον χορευτή Μισέλ Γκασκάρ, στο τραπέζι που έκανε στον φίλο του Μορίς στο Je Reviens, στο Κολωνάκι.
Πάντα οι ωραιότερες στιγμές μας εύρισκαν καθισμένους γύρω από ένα τραπέζι... Στη «Στροφή» συνήθως, μετά μια παράσταση στο Ηρώδειο, με τον Βασίλη, τον ιδιοκτήτη, ζεστή αεικίνητη παρουσία, να φροντίζει να μη λείπει τίποτα, ή στην Επίδαυρο, στις Βρυξέλλες, στη Λωζάννη, όπου κι εμείς, μαζί με τους χορευτές ολόγυρα του, προσπαθούσαμε να μη μας ξεφύγει τίποτα απ' όσα έλεγε. Μιλούσαμε μόνο όσο χρειαζόταν για να τον προκαλέσουμε να μιλήσει κι άλλο.
Ο Μάνος είχε γνωρίσει τον Μπεζάρ το '59, σαν πρωτοήρθε στην Ελλάδα: «Από το '62 γίναμε φίλοι και έκτοτε συναντιόμαστε παντού στα ταξίδια μας ανά τον κόσμο», μου είχε πει. « Φάγαμε μαζί στη Νέα Υόρκη, στο Μόντρεαλ, στο Μεξικό, στο Λονδίνο, στη Ρώμη και βέβαια άπειρες φορές στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι. Και λέω φάγαμε γιατί για τον Μπεζάρ, όπως και για μένα, η ώρα του καλού φαγητού είναι στιγμή βαθιά φιλική και ευκαιρία για σχεδιασμό εργασίας, για εξομολόγηση εργασίας... Είπαμε: για ανθρώπους πολυτελούς ασκητισμού, όπως ο φίλος μου Μπεζάρ κι εγώ, το καλό φαγητό είναι επικοινωνία ».
Γνώρισα τον Μορίς Μπεζάρ χάρη στις τηλεοπτικές μεταδόσεις που έκανα στην ΕΡΤ -ευλογημένες οι στιγμές που πέρασα δίπλα του. Ο τρόπος του γρήγορος, νευρικός, στακάτος. Η ματιά του σε διαπερνούσε σαν φλόγα τη μια στιγμή, σαν χάδι την άλλη ή χανόταν στο δικό του κόσμο, έπεφτε στοχαστικά στην Ακρόπολη ή σε κάποιο πρόσωπο που τον ενέπνεε και ήξερες ότι ήδη σκεφτόταν την επόμενη δουλειά. Κασάντο, Χόρχε Ντον... Δημιουργία και αγάπη πήγαιναν χέρι-χέρι γι' αυτόν. «Δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε πάνω σε έναν ερμηνευτή που δεν αγαπάμε. Η αγάπη αυτή δεν είναι οπωσδήποτε σωματική, μπορεί να είναι πνευματική... μια τρυφερότητα... Έκανα ένα θεατρικό με τη Μαρία Καζαρές κι ήμουν ερωτευμένος με τη Μαρία Καζαρές. Αν έκανα τόσα μπαλέτα για τον Χόρχε Ντον, το έκανα γιατί είχα μιαν αγάπη για τον Ντον. Ο Πετρούσκα που έκανα για τον Βασίλιεφ ήταν μια πράξη αγάπης. Η χορογραφία λοιπόν είναι πάντα μια πράξη αγάπης».


Από τις πολλές στιγμές που είχα την τύχη να ζήσω κοντά του -πρόβες, παραστάσεις, μάθημα στο Ηρώδειο, στη Σχολή Μούντρα στις Βρυξέλλες, στο Μπαλέτο στη Λωζάννη- σταχυολογώ λόγια, προσπαθώντας να τα αποδώσω όσο γίνεται πιο πιστά, ή ανατρέχω σε σκέψεις που είχε εκφράσει σε συνεντεύξεις που μου είχε παραχωρήσει. Βαθιά μορφωμένος, ανήσυχο πνεύμα, καταπιάστηκε με πολλά, σκηνοθεσία στην όπερα, Τραβιάτα με τον Μάνο Χατζιδάκι και τη Βάσω Παπαντωνίου, ανέβασε θεατρικά έργα, όλα όμως τον οδηγούσαν σε δύο πράγματα: στην ανθρώπινη φωνή και στο ανθρώπινο κορμί ή πιο συγκεκριμένα στα κορμιά των χορευτών του. «Το γυμνό κορμί σβήνει την εποχή, παραμένει το ίδιο, άσχετα αν βρισκόμαστε σε μια αρχαία ή μοντέρνα εποχή, αν είμαστε πλούσιοι ή φτωχοί. Το γυμνό κορμί κάνει όλους τους ανθρώπους όμοιους. Ο χορογράφος βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το κορμί, αυτό το εκπληκτικό, αινιγματικό πράγμα που συνέχεια αλλάζει».
Πολίτης του κόσμου, ενδιαφερόταν για όλους και για όλα. «Βρισκόμαστε σε μία περίοδο παρακμής», πίστευε. «Κάθε άνθρωπος είναι από τη γέννηση του ον θρησκευτικό. Στις μεγάλες εποχές αυτή η θρησκευτικότητα εκφράστηκε μέσα από τούτη ή την άλλη θρησκευτική φόρμα. Σε εποχές παρακμής όσοι πίστευαν άλλοτε σε μια θεότητα, πιστεύουν τώρα σ' έναν διάσημο ποδοσφαιριστή, μία σταρ του κινηματογράφου. Η θρησκεία του γίνεται η θρησκεία της τηλεόρασης, της διαφήμισης. Εγώ θα ήθελα μία παγκόσμια τηλεόραση, δεν είναι όμως, είναι απλά αμερικανική.».
Με εμφανίσεις στην Περσία του Σάχη, έβλεπε την άνοδο των Μουσουλμάνων Φονταμενταλιστών με άλλο μάτι. Θα μας πει κάποια στιγμή: «Δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικά θρησκευτικό, αλλά ένα φαινόμενο πολιτιστικής ταυτότητας... Είναι άνθρωποι που αναδιπλώνονται σε αξίες, ίσως ξεπερασμένες, αναδιπλώνονται όμως για να διαφυλάξουν την πολιτιστική τους ταυτότητα, να μη γίνουν κι αυτοί αμερικανική αποικία».
Οι φιλίες του με την Ελλάδα πολύτιμες, από τη Μαρουλίνα μέχρι τον Μάνο Χατζιδάκι, βοήθησαν τη διεισδυτική ματιά του να περάσει στην ουσία αυτής της χώρας την οποία αγάπησε απλά, όμορφα, ανθρώπινα και τη γνώρισε ταξιδεύοντας τη με ένα καΐκι, κατά προτροπή του φίλου του Θεόδωρου Κρίτα, αρμενίζοντας τις ελληνικές θάλασσες με τον Χόρχε Ντον μαζί. «Εγραψα κάποτε», θα μου πει, «ότι στο Μεσαίωνα είχαν την πανούκλα, στην εποχή μας τον τουρισμό. Η Ελλάδα είχε την τύχη να παραμείνει μια χώρα εκπληκτικής ομορφιάς, εκπληκτικής αλήθειας. Δεν πρέπει όμως να κρίνουμε την Ελλάδα από την Αθήνα γιατί στον κόσμο μας οι πρωτεύουσες είναι καταστροφικές. Το δράμα της Γαλλίας είναι το Παρίσι, άρα και το δράμα της Ελλάδας είναι η Αθήνα».


Όταν ήρθε στην Αθήνα για να ανεβάσει τις «Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς», περνούσε κάθε απόγευμα από το σπίτι του φίλου του Μάνου που ασθενούσε. Καθόταν μια-δυο ώρες κοντά του και μετά πήγαινε στην παράσταση, στο  Μέγαρο. Κάποια στιγμή, οι φίλοι του οι αγαπημένοι έφυγαν. Πατρίκ Μπελντά, Χόρχε ο Ντον, Μάνος Χατζιδάκις.« Ο θάνατος... η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν 7 ετών... ο πατέρας, νέος ακόμη, σε αυτοκινητικό δυστύχημα... ένας αδελφός φωτογράφος που ζούσε μαζί μου χρόνια, πέθανε 35 ετών, έχασα τον Πατρίκ Μπελντά πάνω στη νιότη του. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα, όταν γεννιέται, είναι σίγουρο μόνο για το γεγονός ότι θα πεθάνει. Μπορεί και το ίδιο βράδυ, μπορεί και έπειτα από 90 χρόνια. Ο θάνατος... Τον έμαθα νωρίς, δεν τον συνηθίζουμε όμως ποτέ.»
Χώρος μαγικός, ονειρικός, η Ακρόπολη... Το Ηρώδειο από κάτω. Απ' τις ωραιότερες αναμνήσεις που μου χάρισε η ζωή, τέλη δεκαετίας του 1970, με το Μπαλέτο του 20ού αιώνα, όπως έλεγαν την Ομάδα τότε, ήταν η «Βραδιά Μάλερ», στα χρόνια εκείνα της αθωότητας, όταν το Φεστιβάλ Αθηνών αγκάλιαζε κοινό και καλλιτέχνες και δεν ήταν υπόθεση πολιτική, υπόθεση δημοσίων σχέσεων ή προσωπικών εγωισμών κάποιων, όταν οι καλλιτέχνες, όσο μεγάλοι και διάσημοι κι αν ήσαν, ανέβαιναν με τα πόδια να προσκυνήσουν και να προσφέρουν την τέχνη τους (Γκράχαμ, Ουλάνοβα, Καζάλς, Ροστροπόβιτς, Σέρκιν, Νουρέγιεφ, Κάλλας...), όταν ο χώρος και η ιστορία του, η μουσική, ο χορός, το θέατρο ήταν σημαντικότερα από το «image» ή τις δημόσιες σχέσεις των καλλιτεχνών που συμμετέχουν τώρα.

Τέλος δεκαετίας του '70 λοιπόν, «Βραδιά Μάλερ» στη μνήμη του Πατρίκ Μπελντά, που είχε χαθεί σχετικά πρόσφατα. Το Ηρώδειο ασφυκτικά γεμάτο, ούτε καρφίτσα δεν πέφτει,  σιωπή απόλυτη και η μουσική του Μάλερ φεύγει, ταξιδεύει προς τον Παρθενώνα, προς τον νυχτιάτικο αττικό ουρανό και οι χιλιάδες κόσμου, κάθε ηλικίας και τάξης, αγκαλιάζουν, παρακολουθούν τα κορμιά των χορευτών, ενώ δάκρυα κυλούν από τα μάτια τους... Το είδαμε! Το ζήσαμε! Δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ!
Και τώρα που πλησιάζει ένας χρόνος από τότε που ο Μπεζάρ έφυγε, έρχεται πάλι στο νου, ο αγαπημένος του φίλος, ο Μάνος, και ηχούν τα λόγια του... «Ένα μεγάλο πρόβλημα που με απασχολεί είναι: έζησες όλη σου τη ζωή με αξιοπρέπεια. Πώς μπορείς να αποχωρήσεις με αξιοπρέπεια. Παρέστην σε κηδείες επιφανών φίλων, αξιόλογων ανθρώπων. Είδα μια γελοιοποίηση που τους έκανε ο κόσμος, είτε το ήθελε είτε δεν το ήθελε μικραίνοντας τη σημασία της στιγμής στα μέτρα τους. Πώς θα μπορούσε να αποφύγει κανείς την παράσταση. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. »
Έχοντας λοιπόν κατά νουν αυτά, τα τελευταία λόγια του Μάνου, με συναίσθηση των μεγεθών και της δικής μου ασημαντότητας, χαραγμένα βαθιά στη μνήμη μου παραμένουν και θα παραμείνουν πάντα, αυτά τα πύρινα μάτια... Φλογερά, ανελέητα αλλά και γεμάτα αγάπη... Που σε διαπερνούν, σε αναγκάζουν να αποκαλυφθείς, να δεις τον εαυτό σου, την αλήθεια σου, όποια κι αν είναι.


Mε δικά του λόγια
Αρσενικό - Θηλυκό
«Χορογραφώ συχνά τους άντρες ως ομάδα. Τις γυναίκες, αντίθετα, τις βάζω μόνες στη σκηνή. Για μένα η γυναίκα είναι μοναδική. Οι γυναίκες διαθέτουν πιο πρακτικό πνεύμα και πιο δυνατή ψυχολογία από τους άντρες. Όσο για τον έρωτα, αυτός είναι πανταχού παρών.»
Αυτογνωσία
«Συμβαίνει να θυμάμαι τέλεια ένα σόλο που έκανα όταν ήμουν νέος, αλλά να ξεχνάω κάποιες πρόσφατες δουλειές. Είναι σίγουρο ότι δεν άξιζαν για να μην τις θυμάμαι. Μερικές φορές βλέπω παραστάσεις που ανέβασα και λέω «ποιος άσχετος το έκανε αυτό;»
Ελευθερία
«Πώς κατακτάς την ελευθερία; Μέσα από τα συντρίμμια. Αλλά πρέπει να ξέρεις τι είναι αυτό που χρειάζεται να γκρεμίσεις για να προχωρήσεις. Όπως κάνουν με τους ταύρους που προορίζονται για την αρένα: στήνουν εμπόδια, που οι ταύροι πρέπει να μάθουν να γκρεμίζουν για να γίνουν μαχητές. Αν τους αφήσεις να βόσκουν στα λιβάδια θα γίνουν αγελάδες.»
Ιδιοκτησία
«Τα μπαλέτα μου ανήκουν στους χορευτές μου. Μπορούν να τα κάνουν ό,τι θέλουν, έτσι κι αλλιώς εγώ δεν έχω αίσθηση της ιδιοκτησίας. Νοικιάζω τα διαμερίσματα που μένω στο Παρίσι και στη Λωζάννη, τα δικαιώματα από τα βιβλία μου πηγαίνουν σε υποτροφίες για νέους χορευτές. Δεν έχω τίποτα δικό μου. Δεν είναι ότι μου αρέσει να κάνω θυσίες. Απλώς έτσι βλέπω τα πράγματα.»
Τι είναι χορός;
«Το μίνιμουμ των διευκρινίσεων - το μάξιμουμ των αισθήσεων.»         
Δάσκαλος.
«Η σχολή είναι το πάθος μου. Είναι βασική αρχή για έναν καλλιτέχνη να βρίσκεται σε μόνιμη επαφή με τους νέους.»
Μ.Α.




Ο Μπεζάρ εν συντομία
Ο Μωρίς Μπεζάρ γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1927 στη Μασσαλία.
Το αληθινό του όνομα ήταν Μωρίς Μπερζέ. Πατέρας του ήταν ο διακεκριμένος Γάλλος φιλόσοφος Γκαστόν Μπερζέ, με καταγωγή από το Ντακάρ της Σενεγάλης. Στον πατέρα του ο Μπεζάρ οφείλει την κλασική παιδεία και τις σπουδές στη φιλοσοφία.
Στα 14 χρόνια του ξεκίνησε χορό. Αργότερα έγινε επαγγελματίας χορευτής στην Οπερα του Παρισιού και σύντομα ανακάλυψε τον τρόπο να εκφράζεται καλλιτεχνικά μέσα από τη χορογραφία. Στο ξεκίνημα του συνάντησε την άρνηση της συντηρητικής ελίτ στο Παρίσι, αλλά ευτυχώς βρήκε γρήγορα στέγη στις Βρυξέλλες, όπου το 1960 ίδρυσε το «Μπαλέτο του 20ού αιώνα».
Στην Ελλάδα το Μπαλέτο Μπεζάρ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1963 με χορευτή τον Ρούντολφ Νουρέγεφ. Και οι δύο επανήλθαν πολλές φορές ενώπιον του αθηναϊκού κοινού.
Η σχολή χορού «Rudra Bejart» ιδρύθηκε στη Λωζάννη το 1992. Οι σπουδές είναι δωρεάν, όρος που έθεσε ο ίδιος ο Μπεζάρ έτσι ώστε να μπορούν να παρακολουθούν τα μαθήματα ταλαντούχοι χορευτές ανεξάρτητα από την οικονομική τους επιφάνεια.
Έζησε για πολλά χρόνια μαζί με τον κορυφαίο Αργεντινό χορευτή Χόρχε Ντον που πέθανε από AIDS το 1992. Ο Ντον ήταν από το Μπουένος Αίρες, χόρευε από 4 ετών, είχε μπει στην ομάδα του Μπεζάρ σε ηλικία 16 ετών και αργότερα έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του μπαλέτου.
Ο Μπεζάρ συνήθιζε να χορογραφεί σόλο ειδικά για τους χορευτές που τον ενέπνεαν και είχε συνεργαστεί με τους καλύτερους του αιώνα: Πάολο Μπαρτολούτσι, Ρούντολφ Νουρέγεφ, Πατρίκ Ντυπόν, Τάνια Μπάρι, Συλβί Γκιγιέμ. Για τον Χόρχε Ντον έγραψε πολλά έργα (Bhakti, Nijinsky, O κήπος με τα τριαντάφυλλα, Leda, Το μπαλέτο της ζωής).
Υπέγραψε πάνω από διακόσια έργα στη διάρκεια της καριέρας του. Ενθάρρυνε τους χορευτές του να αυτοσχεδιάσουν, να αφήσουν ελεύθερο το σώμα τους να εκφραστεί.
Διάλεξε για τις χορογραφίες του τις ωραιότερες μουσικές που άκουσε, ανακατεύοντας συχνά ετερόκλητα είδη στην ίδια παράσταση. Από την Ενάτη του Μπετόβεν, τον Μότσαρτ και τον Μπαχ ως τους Queen, τους U2, τους Tuxedo Moon, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι (Όρνιθες).
Είχε προσηλυτιστεί στο Ισλάμ αν και δεν δήλωνε «θρήσκος». Πάντως, ακολουθούσε το τελετουργικό, προσευχόταν και δεν έπινε αλκοόλ.
Εγινε μέλος της γαλλικής ακαδημίας Καλών Τεχνών, ενώ η κυβέρνηση της Ιαπωνίας του απένειμε τη διάκριση του τάγματος του ανατέλλοντος ηλίου.
Η τελευταία παράσταση που οργάνωσε ο ίδιος στην Αθήνα ήταν το «L'amour - La danse», στο θέατρο Παλλάς.
Πέθανε τον Νοέμβριο του 2007 σε ηλικία 80 ετών στη Λωζάννη.
Μαρία Αθήνη
"Κ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: