Το Σεντούκι της Πλεονεξίας
Σε ένα προάστιο τόσο πλούσιο που ακόμη και τα περιστέρια φορούσαν γραβάτες, ζούσε ο κύριος Επαμεινώνδας. Γνωστός και μη εξαιρετέος, όχι γιατί έκανε κάτι σπουδαίο, αλλά γιατί κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει το πόσο δεν του άρεσε να προσφέρει. Ήταν ο άνθρωπος που αν του ζητούσες ζάχαρη, σου έδινε καλαμποκάλευρο και σου χρέωνε και τη συσκευασία.
Είχε ένα σπίτι τεράστιο – δανεικό μεν, καθώς το είχε “κληρονομήσει” με τρόπους που δεν περιγράφονται χωρίς νομικές συνέπειες – και μια σύζυγο σχεδόν καθρέφτη του: η κυρία Επαμεινώνδαινα, όπως την αποκαλούσε ο ίδιος με στόμφο και υποταγή στις διαταγές της, είχε την ίδια αχόρταγη ικανότητα με τον σύζυγό της.
Ο Επαμεινώνδας δεν ήταν απλώς πλεονέκτης. Ήταν το απόλυτο δείγμα του ανθρώπου που, αν μπορούσε, θα έθαβε τον θησαυρό του κάτω από το στρώμα του και θα κοιμόταν επάνω του για να τον προστατεύσει. Πλούτος, δώρα, αντικείμενα – τίποτα δεν έβγαινε από το σπίτι του, εκτός ίσως από τον ήχο των μαχαιροπήρουνων όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού.
Το σπίτι τους θύμιζε παλιατζίδικο πολυτελείας: πορσελάνες που ούτε η γιαγιά του Λουδοβίκου δεν θα χρησιμοποιούσε, σκεύη που ποτέ δεν μαγείρεψαν και καναπέδες καλυμμένοι «για να μη φθαρούν». Στο ψυγείο όμως γινόταν πάρτι – κρυφό, φυσικά. Εδέσματα διάφορα, τυριά με ονομασία προέλευσης και σοκολατάκια «μόνο για καλεσμένους».
Οι γείτονες στην αρχή τον πλησίαζαν με περιέργεια. Στο τέλος, άλλαζαν πεζοδρόμιο. Όχι γιατί τους είχε προσβάλει – αυτό γινόταν όποτε τους έβρισκε να μην αποδέχονται τις απόψεις του – αλλά γιατί η συναναστροφή με κάποιον που μετρούσε ακόμα και τα παξιμάδια που πρόσφερε ήταν ψυχοφθόρα. Και ακριβή.
Όταν πέθανε – ήρεμα, όπως όλοι οι ατάραχοι συλλέκτες χρυσού – η μόνη που τον συνόδευσε ήταν η γυναίκα του, φορώντας μαύρα και κουβαλώντας ένα τάπερ «για μετά την τελετή». Οι κληρονόμοι, με γυαλιστερά μάτια και όρεξη για ανακάλυψη, έψαξαν το σπίτι σπιθαμή προς σπιθαμή. Βρήκαν το περίφημο σεντούκι του θανόντος. Το άνοιξαν με αγωνία. Άδειο.
«Μας πρόλαβαν», ψιθύρισε ο πιο καχύποπτος. «Το έθαψε αλλού», είπε ο πιο ρομαντικός. Η αλήθεια όμως ήταν απλή: το σεντούκι είχε πάντα μείνει κενό. Όπως και η ζωή του. Γιατί ό,τι δεν μοιράζεται, σαπίζει· και ό,τι συσσωρεύεται μόνο για τον εαυτό μας, γίνεται τελικά βάρος – και κάποτε, ένα τίποτα.
κγ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου